Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2019

αγαπητέ μου αδελφέ

Εικόνα
Το ανέσυρα στο τελευταίο ξεσήκωμα, πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα. Ξεχείλιζε πια το σπίτι από το χαρτομάνι, πήρα να ξεσκαρτάρω, να κρατήσω, να φυλάξω, ξέθαψα και τα κουτιά του πατέρα. Πρώτα το παλιό τεφτέρι που έγραφε τα κιλά τις ελιές, τα σακιά τα λιπάσματα, την τιμή της σταφίδας, την τιμή του λαδιού και όλα όσα ακόμη και στην εποχή των Μυκηναίων βρήκαμε να σημειώνουν. Οι λίστες των ανθρώπων. Πίσω από τις λίστες ήτανε και το σφιχτοδεμένο κουτί. Γυρισμένος ο σπάγκος πολλές φορές, κόμποι και θηλειές. Ένα χαρτονένιο κουτί με ξεθωριασμένα χρώματα, ρηχό ορθογώνιο – κάποιο πουκάμισο θα είχε άλλοτε μέσα, όλο πουκάμισα φέρνανε στον πάτερα οι συγγενείς. Πουκάμισα και πουλόβερ ή ζιλέ για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Αγαπητέ μου αδελφέ, Σου γράφω απόψε γιατί αύριο πλέον δεν θα είμαι στο έδαφος της πατρίδος…

το μεγάλο τετράδιο

Εικόνα
     Της Σ. Κ. Σελίδα πρώτη Κομψή, σικάτη. Οι γάμπες της νομίζω έφεραν – για μένα τουλάχιστον – τη στάμπα του τι μπορεί να θεωρείται θηλυκό. Είχε λεπτούς αστραγάλους, ελάχιστη καμπυλότητα στην κνήμη και τα τέλεια γόνατα. Στρογγυλά, λεία, σαν ωραία γελαστά παιδικά πρόσωπα. Ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε πάντα γόβες. Ακόμη και τα πασουμάκια  της με τακουνάκι και μύτη μπροστά ήταν. Τα ρούχα της τα διάλεγε να της πηγαίνουν. Κι ας έμοιαζαν στη βιτρίνα συντηρητικά ή θλιμμένα. Όταν τα φορούσε πάνω της θαρρείς και μιλούσαν. Τα περισσότερα αν τα αφουγκραζόσουν με προσοχή, θα καταλάβαινες ότι ψιθυρίζανε θλιμμένα. Όμως ήταν μοναδική. Τουλάχιστον στα μάτια μου. Ιδιαίτερη και εύθραυστη. Δεύτερη σελίδα. Λοιπόν, γιατί δεν έγινες αυτό που ξεκίνησες; Γιατί δεν συνέχισες να φοιτάς στη σχολή, που είχες περάσει σαν ταλέντο;

για την αγάπη

Εικόνα
Η αγάπη! Όταν έχεις αγάπη δε χρειάζεσαι τίποτα. Η αγάπη είναι σα χίλιες μαστούρες! Α! η αγάπη. (Μιλούσε ο Α., που πέρασε πολύ καλή παιδική ηλικία αλλά έχασε την κοπέλα του και …, στο ρεπορτάζ του Apha, 360 μοίρες με τη Σοφία Παπαϊωάνου, «24 ώρες στις πιάτσες των ναρκωτικών») Κολυμπάω στα κύματα – μισό λεπτό περίμενε να πλύνω αυτά τα λίγα πιάτα, επιμένει εδώ το ξεραμένο γιαούρτι – κοίτα πως χωρίζουν τώρα που μπαίνουμε γυμνοί. Θα δεχτούν τα σώματά μας, μην ανησυχείς, κανείς δεν ξέρει τι είναι καλό και τι κακό για τον καθένα, καλύτερα από τούτη εδώ την επαφή.

περί σχημάτων και στεγανών

Εικόνα
Τα έψαχνε από μικρή. Της αρέσανε. Και από νωρίς το κατάλαβε ότι και οι δάσκαλοι αγαπούσαν να φτιάχνουνε σχήματα και να κλείνουνε τα πράγματα σε κουτάκια. Άνοιγε λοιπόν τ’ αυτιά της και περίμενε. Αυτιά και μάτια ορθάνοιχτα. Έσπρωχνε να χώσει στο καινούριο κουτί το χτυπημένο της γόνατο, την πληγή που έτρεχε στο κούτελο, τον καυγά με την Πηνελόπη, τις κουτσουλιές της μικρής της κοτούλας – μα σου είπα μη μου λερώσεις το καινούριο μου φόρεμα! Ακόμη και τις άσχημες λέξεις, αυτές που της ερχόντουσαν ορμητικά μέχρι τα σφιγμένα της δόντια (γαμώτο, στο διάβολο, στο διάβολο, σατανάς! Και τέτοια που δεν έπρεπε να τα ξεστομίζει γιατί θα πήγαινε στην Κόλαση, στην Κόλαση να καίγεται στον αιώνα τον άπαντα) τα πίεζε να πάρουν το σχήμα του κουτιού. Κάπως όλα αυτά τα παράξενα και ανεξήγητα και καινούρια, προσπαθούσε να τα χωρέσει κάπου, να τα εξηγήσει, να τα αριθμήσει με νούμερα και γραμμές. Κόκκινες, πράσινες, μπλε, καφέ, κίτρινες, μωβ… δε μπορεί κάπου έπρεπε να ταιριάξουν.

θέλω να σου πω για την πίστη και τη θρησκεία

Εικόνα
Φορούσα το μακρύ μου παντελόνι – χειμώνας – και το ζεστό μου μπουφάν. Στην ανάγκη θα μπορούσα να διπλωθώ μ’ αυτό και να κουλουριαστώ στην καρέκλα. Μια ολόκληρη νύχτα. Τριγύρω μου φορέματα σεμνά και παλτά και φούστες μακριές και κάτι παντελόνια καθαρά με τσάκιση και πουκάμισα άσπρα κολλαριστά. (Ήθελα να φτύσω το χώμα απ’ το στόμα μου, να ρουφήξω αέρα καθαρό. Με πλακώνανε γύρω μου τιμωρίες, αυτοάνοσα, κακές αρρώστιες που βγαίναν στο δέρμα – κάτι πληγές όλο αίμα και μετά μπλε και μαύρες με ένα μάτι στη μέση του σάπιου κρέατος.

προσαρμογή

Εικόνα
 Όταν αρχίσανε να θαμπώνουν τα γράμματα, να γίνονται πιο μικρά και πιο θολά, συνήθισα να κλείνω τα βιβλία βαρύθυμη. Κανείς πια δεν γράφει τίποτα ενδιαφέρον! Κανένα σπουδαίο βιβλίο, να με κρατήσει ξάγρυπνη τη νύχτα, όπως τότε όταν ακόμη πήγαινα σχολείο, αλλά κι αργότερα που σερνόμουνα κομμάτια στο γραφείο, αιχμάλωτη κάποιας υπόθεσης λογοτεχνικού χαρακτήρα. Αισθηματικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά, αστυνομικά, επιστημονικά! Άπειρα τα προβλήματα των ανθρώπων!

63+1

Εικόνα
Είναι πάνω από χρόνος τώρα, από τότε που άρχισε. Γι’ αυτό και είπα, να το τελειώνω το παιχνίδι. Κυρίως επειδή κουράστηκα πια να κρύβομαι και να προσπαθώ πίσω από τις λέξεις, πίσω από τις εικόνες και με μεγάλη προσοχή μην τυχόν και ξύσουμε λίγο πιο πολύ την επιφάνεια. Μη φανεί η φλόγα στο βάθος που μπορεί να ανάψει τη φωτιά και να γκρεμίσει τους όρθιους ακόμα τοίχους. Σωρός τα ερείπια, πέτρες, χώματα και σκόνη. Γι’ αυτό και πήρα το τρένο – αυτό που ονομάζουν προαστιακό και περιτριγυρίζει γύρω –γύρω την πόλη.

εμένα οι φίλοι μου

Εικόνα
Στα «παιδιά» του Μανδραγόρα Εμένα οι φίλοι μου, δεν ξεχωρίζουν από το πλήθος. Ούτε για τα ρούχα τους, τον τρόπο που μιλάνε ή που κινούνται ανάμεσα. Δεν κάνουν σημείο αναγνωρίσεως, δεν διπλώνουν τα δυο δάχτυλα, δεν υπογράφουν με μια τελεία πάνω δεξιά. Ούτε κάτω αριστερά ούτε στο κέντρο ούτε στην αρχή της υπογραφής τους. Δεν χρησιμοποιούν λέξεις ιδιαίτερες και μορφασμούς ή κλισέ φράσεις διαμορφωμένες στην παρέα. Καμιά ιδιόλεκτο ή συνθηματική σύνταξη. Ούτε ψυχότροπα και ουσίες.

Ειρήνη Φ. Φώτη, Νόμιμος κηδεμόνας, (e book)

Εικόνα
Ειρήνη Φ. Φώτη, Νόμιμος κηδεμόνας , (e book) Στο: https://books2read.com/u/bw2B2Z , https://www.smashwords.com/books/view/987041 Μέχρι να διαβάσω το βιβλίο της Ειρήνης Φ. Φώτη, δεν γνώριζα ότι έχει γραφτεί ελληνικό λογοτεχνικό έργο στο γλωσσικό επίπεδο της δημοτικής που να αποδίδει την βικτωριανή εποχή! Μπορεί λοιπόν να εκφραστεί ο ρομαντισμός και στην καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα! Ένα παράδειγμα: «Διανύαμε ήδη την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου και καθώς ο καιρός συνέχιζε την απρόσκοπτη πορεία του στα ατέρμονα μονοπάτια του χρόνου, όλο και πιο συχνά ο ακτινοβόλος, ζωοδότης Ήλιος έκανε την εμφάνιση του πίσω από τον αλαμπή ορίζοντα και έριχνε στην νεογέννητη, ολόφρεσκη πλάση τις ελπιδοφόρες αχτίδες του. Αρκετές φορές, μάλιστα, έβγαινε νικητής από το κυνηγητό του με τα γιγάντια, μελανά σύννεφα της καταιγίδας, σαν αυτά σκίαζαν απειλητικά το θολό στερέωμα, όμως ο υετός δεν είχε εγκαταλείψει ακόμη οριστικά τον τόπο». (σελ. 69)

αδύναμοι κρίκοι

Εικόνα
–Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις χωρίς πατέρα; Ξέρεις τι είναι να μεγαλώνεις χωρίς καμιά καθοδήγηση από πουθενά; Να μη μπορεί κανείς να σου επιβληθεί ότι ξέρει το σωστό, αν λείπει ο πατέρας… (Δ. Γ.) Η πομπή με τις μαυροφορεμένες γυναίκες κινείται βιαστικά στο δρόμο. Σκίζουν τα μάγουλά τους, κλαίνε, ουρλιάζουν. Τα μικρά τους παιδιά τις τραβάνε απ’ τις μακριές φούστες. Λεφούσι που σπαράζει, φτάνουν στο προαύλιο. Κι εκεί στέκονται. Καμιά τους δεν τολμάει να μπει στην εκκλησία. Μια βουή σηκώνεται. Βουή και θρήνος. Μέσα στο ναό είναι ο τρόμος. Εκείνη όμως θα μπει. Θα τραβήξει την κουβέρτα και θα τον δει, ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν, τον πατέρα των παιδιών της. – Κακόμοιρο… Του είχανε βγάλει τα νύχια… Οι πιο πολλές δεν αντέξανε να τους δούνε. Αργότερα είπανε πως δεν ήταν αυτός. Αργότερα είπανε πως ήταν μια σικέ αναγνώριση. Αλλά εγώ την άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, την είδα που χαμήλωνε τα γαλανά της μάτια. «Μη ρωτάς, τι είδα παιδί μου».

καθαρτήριο;

Εικόνα
Che fece ... il gran rifiuto Κ. Π. Καβάφης, 1901 Ο Παύλος ζει στο Καθαρτήριο έτσι νομίζει. Όχι του Δάντη. Σε ένα σύγχρονο Καθαρτήριο. Δε χρειάστηκε να πεθάνει για να μπει μέσα. Τουλάχιστον δεν πέθανε βιολογικά. Γιατί ψυχικά και πνευματικά μερικές φορές νομίζει ότι έχει ήδη ναρκωθεί. Είναι καιρός που ζει με αυτή την αίσθηση. Η πρώτη φορά που το σκέφτηκε ήτανε πριν χρόνια. Κατηφόριζε με τα πόδια την Ακαδημίας να γυρίσει απ’ τα βιβλιοπωλεία στο σπίτι του. Κατέβαινε, κατέβαινε, χωνότανε στη γούβα.

τω ποιητή

Εικόνα
  στη μνήμη του φίλου μας Λάμπρου Σπιριούνη  που πριν ένα χρόνο, την …έκανε κι αυτός Τα είχε όλα τα ποιήματα στο μυαλό του έτοιμα. Ταχτικά παραταγμένα με τίτλους, αριθμούς και στίχους συγκεκριμένους. Ομάδες και κατηγορίες. Ολόκληρη η λίστα των ποιημάτων της ζωής του έτοιμα να βγούνε στο φως. Το θέμα ήταν μόνο ν’ ανοίξει η τρύπα. Εκείνη η γαμημένη τρύπα! Να πεταχτούνε λέξεις, στίχοι, ποιήματα, έξω εκεί που σφαδάζει ο άλλος, εκεί που στέκεται η κάμερα και ο κόσμος ο απέραντος. Και να κυλήσουν μετά οι λέξεις στρογγυλές, οι στίχοι γυαλιστεροί, αστραφτεροί βόλοι της Τραχήλας. Έτοιμα η πείρα κι ο καημός, η ομορφιά κι η πίκρα, η ανοησία και το τραγούδι. Όλα μέσα στα ποιήματα, έτοιμα στην άκρη. Λυγμός στη νύχτα, φίλε, κραυγές στο σκοτάδι, αόρατη μυρωδιά απ’ το ουίσκι. Ποίηση πουτάνα! Πανάθεμά σε! Λύτρωση και βάσανο!

επιδοτήσεις

Εικόνα
Γεμίζαμε τα τσουβάλια. Κάτι πλαστικά τσουβαλάκια από ζωοτροφές – σιτάρι, καλαμπόκι και πίτουρο – με λεπτή ύφανση ετοιμόρροπα. Πιο πριν, είχαμε «σακιάσει» σε σακούλες από λιπάσματα. Από μέσα λείο, μαύρο γυαλιστερό πλαστικό και απ’ έξω άσπρες οι σακούλες με γράμματα μεγάλα και στοιχεία χημικά. (Φέρε το άζωτο έλεγε ο πατέρας. Ή θα ρίξουμε σύνθετο. Με τις χούφτες το σκόρπιζε γύρω από τις ελιές – όσο φτάνει ο ίσκιος – καμία σχέση όμως με κείνη την παραδοσιακή εικόνα του σπορέως. Ο σπόρος λίγος στο σακούλι, ενώ το λίπασμα, τσουβάλια πενηντάκιλα φορτωμένα σε αγροτικά και τρακτέρ και μετά μοιρασμένο σε κουβάδες που αδειάζανε αμέσως.) Σήμερα όμως δεν αδειάζαμε λίπασμα. Γεμίζαμε. Και όχι χημεία και δηλητήρια. Μέσα στις άδειες σακούλες και στα άδεια τσουβάλια βάζαμε το φυσικό λίπασμα, που είχαν αφήσει έξω απ’ το σπιτάκι οι προβατίνες του Χ.

Τ' Αγιαννιού του Νηστευτή

Εικόνα
Στη στροφή του χωματόδρομου, μια σκιά κουνήθηκε. Άνθρωπος έρχεται, σκέφτηκα. Βάτα και χαμηλή βλάστηση με εμπόδιζαν να δω καθαρά αλλά βρήκα ενδιαφέρον να παρατηρώ τις μικρές, αδιόρατες πνοές που ανασαίνανε στην πρωινή διαύγεια της εξοχής,  περιμένοντας να φανεί ο προσκυνητής. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τα λόγια του Αναγνώστη. Έφταναν στο προαύλιο της εκκλησούλας ακατανόητα, κακοτονισμένα, μουρμουριστά και τα άκουγα σαν ανθρώπινη επωδό για μια προσευχή προς τη φύση.

Κύπελο των εθνών της Αφρικής

Εικόνα
Οπωσδήποτε, ο όμορφος καρπός του ξένου άντρα με το γαλάζιο βραχιολάκι ήταν η αφορμή. Όμως από νωρίς κείνο το απόγευμα, πριν από το φτηνό κόσμημα με τις λεπτές χάντρες και το ανακουφιστικό άγγιγμα στο μυαλό μου (τόση ώρα μέσα στις αλλιώτικες φάτσες, τα άλλα ντυσίματα και τις ξένες φωνές) προετοιμαζόταν αυτή ή κάποια άλλη αντίδραση. Γιατί βέβαια τα πρόσωπα και τα γεγονότα υπήρχαν. Κι αν δεν τα είχα ως τώρα προσέξει δε φταίνε αυτά (πρόσωπα, γεγονότα, πράγματα), αλλά ούτε όμως κι εγώ, αφού δεν είχε ακόμη έρθει η στιγμή.

respect

Εικόνα
  σε όσους επιμένουν με αγάπη να καλλιεργούν τη γη Πρώτα ήταν μια έκθεση. «Με τα χέρια στα κλήματα και τα μάτια στον ουρανό θα περάσει το καλοκαίρι», έγραφα. Το πρώτο καλοκαίρι της μεταπολίτευσης, όταν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τη δημοτική κι όχι την «απλή καθαρεύουσα». Η καθηγήτριά μου δεν είχε καταλάβει το περιεχόμενο της πρότασης, όσο κι αν της άρεσε η εικόνα κι ο τρόπος που η μία λέξη ακολουθούσε την άλλη. Το θέμα μας – αν δεν κάνω λάθος – ήταν για κάποιο ηλιοβασίλεμα, όμως το συναίσθημά μου είχε τρυπώσει στην περιγραφή. Γιατί ήταν άδικη η ζωή. Έτσι πίστευα.

γεγονότα

Εικόνα
Έπιασα το βλέμμα της. (Πιο εύκολα στο βλέμμα αισθάνεται κανείς τον άλλον. Οι λέξεις – τουλάχιστον εμένα – με μπερδεύουν. Όταν σκάνε στα αυτιά μου, βραχυκυκλώνω, πάει το μυαλό μου εκεί που θέλει μόνο του, φτιάχνει ιστορίες και σενάρια. Δεν διακρίνω τι βρίσκεται από πίσω, να αντιληφθώ, να νιώσω την αιτία, τον άνθρωπο και ίσως, ίσως και την ταραγμένη του ψυχή. Ο εαυτός μου, η δική μου δυσκολία πάνω από τις λέξεις του άλλου, πάνω από τα λόγια του τα θυμωμένα, τα τρυφερά ή έστω τα αδιάφορα. Τι θα ήθελα να ακούσω, τι θα ήθελα να μου πουν, πώς θα ήθελα να είναι ό,τι με περιβάλλει, κλπ. Τέτοιος λαβύρινθος, δεν έχω τον μίτο, το σκοινί το μακρύ, το κουβάρι που θα το ξετυλίξω να βγω στο φως και τον αέρα. Όμως, τα μάτια!

Με αφορμή ένα αφιέρωμα

Εικόνα
Μπήκε στην αίθουσα και προχώρησε προς την έδρα. Ένα απλό τραπέζι γυαλιστερό MDF πράσινο με καφέ πόδια. Ακούμπησε τα βιβλία του εκεί – ένα ντοσιέ, ένα φθαρμένο σχολικό εγχειρίδιο, ένα τετράδιο/ κατάλογο με σκληρό εξώφυλλο – και στάθηκε όρθιος μπροστά του. Στο σκούρο παντελόνι του ένιωσε στιγμιαία ένα άγγιγμα ανησυχητικό – η αμήχανη χαραμάδα του αφρολέξ στην καρέκλα – που ωστόσο το δέχτηκε με κάποια ανακούφιση έτσι όπως του ήτανε οικείο. Η τάξη από κάτω συνέχιζε το διάλειμμα.

Εις μνήμην

Εικόνα
Ήταν άνεργος χρόνια. Δεν έψαχνε και πολύ, λίγο τεμπελάκος, βολευότανε. Στο τέλος είχε γίνει ο νοσοκόμος της υπερήλικης μάνας του, που του έλεγε – όχι χωρίς ενοχές: «Εσύ, δουλειά θα βρεις, όταν πεθάνω»! Εκείνο το μεσημέρι μετά το φαγητό, της είχε δώσει τα χάπια της και την είχε αφήσει να κοιμηθεί. Χαλάρωνε ύστερα στο καθιστικό. Πίσω του τα πεύκα μπροστά του η θέα της θάλασσας. Όταν άρχισε ο αέρας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα και, παίρνοντας μαζί τον καφέ του, έκανε μια βόλτα να ελέγξει αν είναι καμιά τέντα λασκαρισμένη, μήπως καμιά πόρτα ή παράθυρο είναι ανοιχτά και σπάσουν τα τζάμια.

Μην αφήνετε μόνα στο σπίτι τα μικρά κορίτσια

Εικόνα
Τη χτένιζε η μάνα της κάθε πρωί. Της τραβούσε τα μαλλιά δυνατά και έπιανε την αλογοουρά σφιχτά με λάστιχο, ψηλά στη μέση του κεφαλιού. Μόνο η δική της αλογοουρά ήτανε δεμένη τόσο ψηλά. Η μάνα καμάρωνε γι’ αυτό. Το πιο ωραίο πράγμα πάνω της ήτανε αυτή η αλογοουρά. Να, όμως, που σήμερα, κανείς δεν έρχεται να της χτενίσει τα μακριά της μαλλιά. Ξύπνησε μόνη της, σαν να είχε σκοτεινιάσει ο ήλιος. Βγήκε, λοιπόν, στην ταράτσα και δεν υπήρχε πουθενά κανένας. Ακόμα και η γάτα που κάθε πρωί ερχότανε για να τριφτεί στα πόδια της (μόλις την ένιωθε ξύπνια, παρατούσε την κρυψώνα της – πάντα έβρισκε διαφορετική κρυψώνα, γιατί ο μεγάλος της αδερφός τη βασάνιζε αλύπητα) δε φαινότανε, ούτε απαντούσε στο κάλεσμά της. Παραξενεύτηκε ακόμα, γιατί από το δρομάκι τους δεν περνούσε ούτε άνθρωπος ούτε γαϊδούρι ούτε γίδα ούτε σκύλος. Κοίταξε τον ψηλό πέτρινο τοίχο που έκρυβε την ταράτσα τους από τους περαστικούς και τότε της ήρθε η ιδέα. «Κλέψανε το χωριό».

«Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … και έρθει ο καιρός των δέντρων», Ευ Τζάνος

Εικόνα
« Δεν έκανα ταξίδια μακρινά τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα» Π. Καρασούλος, « Μικρή πατρίδα» Δραστήριο μέλος της Συντακτικής Επιτροπής τού ανά χείρας περιοδικού « Μανδραγόρας», η Ελένη Γούλα εξέδωσε το φθινόπωρο του 2015 τη συλλογή διηγημάτων και εικόνων με τον αφοπλιστικό τίτλο Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έρθει ο καιρός των δέντρων . Η συλλογή –της οποίας έξι διηγήματα και δύο εικόνες είχαν κάνει ήδη τις πρώτες τους δημοσιεύσεις– είναι εμπλουτισμένη με δέκα φωτογραφίες σε άσπρο - μαύρο από το αρχείο της συγγραφέως και της Ελένης - Κατερίνας Κιούση. Στην Κιούση ανήκει και η αξιομνημόνευτη κινηματογραφική φωτογραφία του εξωφύλλου. Η συλλογή αποτελεί το δεύτερο βιβλίο πεζογραφίας της Γούλα, καθόσον προηγήθηκαν τα διηγήματα με τον τίτλο Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες , από τις ίδιες εκδόσεις. Η γνωστή πλέον Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες κάνει τη διαδρομή της από την άνοιξη του 2011. Εκεί, εντός δεκαεπτά αφηγήσεων, γίνεται λόγος για τη μεταμόρφωση μιας α

«Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … και έρθει ο καιρός των δέντρων», Γιούλη Χρονοπούλου

Εικόνα
Στο δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της (το πρώτο «Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες»), αλλά μετά από μακρά διαδρομή στους λογοτεχνικούς δρόμους, η φιλόλογος και εκπαιδευτικός Ελένη Γούλα περιπλανιέται στην εποχή της κρίσης και προσφέρει στον αναγνώστη 18 διηγήματα και 23 «εικόνες» (καθώς και 9 φωτογραφίες, επιπλέον αυτής του εξωφύλλου). Οι «εικόνες» μοιάζουν σπαράγματα ημερολογίου (από το 2007 μέχρι το 2015), αποτελούν καταγραφές όσων συμβαίνουν γύρω της ή μέσα της (κάποιες φορές και αναμνήσεις), που καταλήγουν συνήθως σ’ ένα είδος επιμύθιου, σ’ ένα απόφθεγμα ή μάλλον σ’ ένα απόσταγμα βαθύτερης σκέψης. Ό,τι παρατηρεί και καταγράφει την προβληματίζει, την κινητοποιεί, την ανησυχεί, την ανατριχιάζει. Είναι μεγάλα ή μικρά γεγονότα, σημαντικά η ασήμαντα περιστατικά, κεφάλαια αλλά, κυρίως, υποσημειώσεις της ζωής, με τις δικές της αντιδράσεις και σκέψεις απέναντι σ’ αυτά, αν και μερικές φορές αρκεί η περιγραφή, για να διαφανούν οι σκέψεις, για να εισβάλουν στον δικό σου εφησυχασμό, να

«Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών …και έρθει ο καιρός των δέντρων», γράφει η Κούλα Αδαλόγλου

Εικόνα
  Ο καιρός των δέντρων, κι ένα μαλάκωμα της ψυχής Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου // Ελένη Γούλα, «Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών …και έρθει ο καιρός των δέντρων», εκδ. Μανδραγόρας, 2015 Στο βιβλίο της Ελένης Γούλα   Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … και έρθει ο καιρός των δέντρων   γίνεται μια πολύ ενδιαφέρουσα σύζευξη εκτεταμένων διηγημάτων και «εικόνων», όπως τις ονομάζει η συγγραφέας. Σύντομων δηλαδή αφηγήσεων, μικροαφηγήσεων, όπως τις ονομάζουμε, που αρκετές φορές συνοδεύονται με πραγματικές εικόνες/φωτογραφίες. Το ύφος των μικροαφηγήσεων γέρνει κάποτε προς το χρονογράφημα, άλλοτε προς την είδηση, κρατώντας μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση από την πραγματικότητα. Πάντοτε συνοδεύονται από ημερομηνία, που είτε είναι άμεση αναφορά σε κάποιο γεγονός είτε παραπέμπει έμμεσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης.

σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Σπύρος Φέγγος

Εικόνα
Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες Διηγήματα Εκδ. Μανδραγόρας, 2011 Κατ’ αρχήν θα ήθελα (κι εγώ) να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας, και να ευχαριστήσω τους οικοδεσπότες μας και φυσικά την Ελένη που με κάλεσε να είμαι εδώ απόψε και να πω δυο λόγια στην παρουσίαση του βιβλίου της. Ένα βιβλίο, ιδιαίτερα ένα φρέσκο βιβλίο όπως το παρόν, πάντοτε αντιπροσωπεύει πάνω απ’ όλα κόπο – τον πνευματικό και συγκινησιακό κόπο να γραφεί (ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να αποφασίσει ο συγγραφέας ότι φτάνει πια), τον κόπο όλης της διαδικασίας της έκδοσης και της διανομής μέχρι να φτάσει στον αναγνώστη, και τελικά, τον κόπο του τελευταίου, την πράξη της ανάγνωσης, που ολοκληρώνει τον κύκλο και δίνει νόημα στο όλο εγχείρημα. Και παρόλο που οι ανταμοιβές διαφέρουν για κάθε εμπλεκόμενο, ακόμη και από ανάγνωση σε ανάγνωση, είναι πραγματικές κάθε φορά που έχουμε μια έντιμη προσφορά. Γιατί κάθε τι που προσφέρεται με έντιμες προθέσεις αποτελεί από μόνο του ανταμοιβή για τον δημιουργό και

σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Κατερίνα Θεοδωράτου

Εικόνα
Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες Διηγήματα Εκδ. Μανδραγόρας, 2011 Σύμφωνα με το Γουΐλιαμ Φώκνερ, είναι δυσκολότερο να γράψει κανείς διήγημα παρά μυθιστόρημα. Κι είναι αλήθεια ότι χρειάζεται μια ειδική τεχνική για να επιτευχθεί, στην περιορισμένη έκταση που απαιτεί το διήγημα, η περίφημη «ενότητα ύφους», όπως την όρισε ο Πόε, η ισχυρή εκείνη «ενιαία εντύπωση» που το καθιστά εντελές και αξιομνημόνευτο. Η Ελ. Γούλα, σ` αυτή την πρώτη της προσωπική «δημόσια» εμφάνιση στην ελληνική γραμματεία –έχει προηγηθεί η συμμετοχή της στο συλλογικό έργο Τρεις ματιές τ` αλλάζουν όλα - δείχνει να διαθέτει και να χειρίζεται με μαεστρία αυτό το χάρισμα. Σε ελάσσονες τόνους, ιχνηλατεί τις διαδρομές ανθρώπων κατά βάσιν μοναχικών, ακόμα κι όταν ζουν και κινούνται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Σε όλα τα διηγήματα πλανιέται μια αίσθηση ανεπίδοτου: ανεκπλήρωτες επιθυμίες, φευγαλέα όνειρα, ανεπίδοτες ζωές. Αυτό το γνώρισμα επιτείνεται από την ηθελημένη ασάφεια στην έκβαση ορισμένων διηγημάτων ( Γούνα

σκομευτές

Εικόνα
Για τον σκομευτή, πρώτη φορά έγινε λόγος στον κάμπο απ΄ τη μικρή Ελισάβετ, ένα κοριτσάκι πέντε χρόνων. Η Ελισάβετ ζούσε με τους γονείς της και τον μεγαλύτερο αδερφό της σ’ ένα σπιτάκι με εφτά σκαλάκια και μια αυλή γύρω-γύρω. Αυτό που άρεσε πολύ στο κοριτσάκι, ήτανε να τραγουδάει ζωηρά και η φωνούλα του να φτάνει ψηλά στα αστέρια, γιατί πίστευε πως στα αστέρια κατοικούσαν άνθρωποι σαν κι εμάς, μόνο λίγο πιο γερασμένοι, αφού τ’ αστέρια λάμπαν εκεί αμέτρητα χρόνια, από τότε που θυμούνται τη ζωή όλοι οι άνθρωποι της γης μαζί.

μια λαμπρή μέρα

Εικόνα
Η μέρα ήταν λαμπρή. Η πόλη βούιζε φωτεινή και οι άνθρωποι επιτέλους φορούσανε κοντομάνικα. Το δέρμα, τρυφερό γύριζε προς στο φως να ξεδώσει. Άνοιγε τους πόρους στη ζέστη, που όπως το χάδι, μαλακώνει τους κόμπους και λύνει τα πιασίματα του χειμώνα. Βγήκα κι εγώ απ’ το υπόγειο, χύθηκα στην ημέρα, κούνησα τα γυμνά μου χέρια ελεύθερα. Και εκεί στα γυμνά μπράτσα και στο ακάλυπτο πρόσωπο με χτύπησε πρώτα η δύναμή του. Πίσω από τα σκούρα γυαλιά με τυφλώσανε οι λάμψεις της επίδειξης. Σήκωσα τρομαγμένη τις παλάμες μου να φυλαχτώ, όμως όχι, η ριπή δεν ερχόταν απ’ τον ουρανό. Κάτι κόκκινα πανιά, οθόνες μεγάλες και πύργοι σιδερένιοι να με ρουφήξουν. Θύματα-θύματα-θύματα.

ωάρια

Εικόνα
Γύρισε από το γιατρό τσακισμένη. Δεν την είχα δει ποτέ ως τώρα έτσι. Και την ξέρω καιρό. Συνεργαζόμαστε. –Ξέρεις πόσο χρόνων είναι τα ωάριά μου; –Μα έχουν ηλικία τα ωάρια; Έκατσε στο γραφείο κι έσκυψε το κεφάλι στα χέρια της. –Άδικο! Άδικο! Ψιθύριζε πάλι και πάλι, λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Θα πρέπει να μπω σε διαδικασία τώρα. Θα με ταΐσουν ορμόνες και μετά, αν κατέβουν τα αυγά, θα τα πάρουν, θα τα γονιμοποιήσουν στο εργαστήριο και αν πετύχει το παιχνίδι, θα μου τα φυτέψουν στη μήτρα! Και θα δούμε αν τα δεχτεί και δεν τα αποβάλλει… Σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε. Δεν είχε δάκρυα. Παγωμένη. –Σιχαίνομαι τα φάρμακα, τις ορμόνες και όλη τη μπίζνα!

Νεπάλ

Εικόνα
...Το Νεπάλ είναι η στέγη του κόσμου. Το ψηλότερο βουνό της γης σου επιβάλλεται απόλυτα. Η ψυχή γαληνεύει, ο νους χαμηλώνει. Χάνει την αλαζονεία του. Δεν ζητάς να καταλάβεις το ακατανόητο...   Ο φίλος, μόλις είχε γυρίσει από την Ανατολή. Είχαμε πάει να τον επισκεφτούμε μαζί με τον Κώστα, τον άντρα της ζωής μου. Εκεί βρήκαμε κι άλλους. Είμαστε όλοι περίεργοι ν’ ακούσουμε για τα μαγικά ταξίδια του Ζώη – έτσι τον λέγανε τον φίλο. Όταν πολύ μετά τα μεσάνυχτα αφήσαμε το σπίτι του Ζώη, μέσα στο αμάξι ο Κώστας ήταν που είπε πρώτος. --Θα πάω κι γω στο Νεπάλ!

μοντέρνοι καιροί

Εικόνα
αφιερωμένο στη μνήμη του απολυμένου της ΝΕΣΤΛΕ που αυτοκτόνησε* Μου την έδειξαν την εργάτρια απ’ το τζάμι – παρατηρητήριο. Το ξέρω, χωρίς αυτούς – τους εργάτες – τίποτα δεν θα δούλευε, δεν θα κινιόταν καμία διαδικασία, όπως βέβαια και χωρίς τις μηχανές και χωρίς τα κεφάλαια και χωρίς τους διοικητικούς που εργαζόντουσαν κλεισμένοι, προστατευμένοι, ασφαλείς μέσα στα κλιματιζόμενα γραφεία τους και μπροστά στις οθόνες τις πολύχρωμες. Καλοβαλμένη μου φάνηκε, ούτε καν μεσόκοπη, μοντέρνα ντυμένη, πιασμένα τα μαλλιά της τα μακριά με μια κορδέλα – άκου κορδέλα, πού την θυμήθηκε, κάτι από χίπιδες και παιδιά των λουλουδιών! Αν είναι δυνατόν! Ήταν καθισμένη, όρθια η πλάτη, κάτω από τη μεγάλη μηχανή. Από το στόμα της μηχανής που έφτυνε το προϊόν!

του νοσοκομείου

Εικόνα
Ξενυχτούσε δίπλα στον άρρωστο αδερφό της, όπως αυτή στον πατέρα. Την είχε ρωτήσει πόσα αδέρφια είναι κι εκείνη είχε μετρήσει, ένα- δύο-τρία- τέσσερα αγόρια, δυο κορίτσια ζωντανά και τρία πεθαμένα. Εμένα, είπε, όταν με γέννησε η μάνα μου, λιποθύμησε. Είχε χάσει τρία κορίτσια πριν από μένα! Το ένα μετά το άλλο τα κορίτσια της, μόλις τα ανάσταινε και γινόντανε τριών χρονών, πεθαίνανε. Είχε κάμει και τέσσερα αγόρια, αλλά κείνα ζήσανε. Γι αυτό εμένα, με το που γεννήθηκα, προτού πιάσω το βυζί, με πήρε η μαμή και μ’ έβγαλε στο δρόμο να με πουλήσει. Μια γειτόνισσα που έτυχε να είναι στο μπαλκόνι κάτι να τινάξει, με είδε και με αγόρασε. Το παιδί τούτο είναι δικό μου, είπε. Με είχε πουλήσει η μαμή. Η γυναίκα κείνη, που μ’ αγόρασε έγινε η νουνά μου, κι εγώ δεν πέθανα. Μετά από μένα γεννήθηκε η μικρή μας αδερφή, κι έζησε κι κείνη.

σειρές

Εικόνα
αφιερωμένο, με αγάπη Τους βλέπω εκεί που κάθομαι, δίπλα στο παράθυρο, κάτω από τις κουρτίνες – γυαλίζει ο πίνακας αλλά δε με νοιάζει, άλλο τι νομίζουν αυτοί – καρικατούρες! Τα μαλλιά τους αραιά ή κομμένα κοντά κι ολόκληρο το λουκ, αρχαιολογία! Πώς να εμπνεύσουν! Δεν είμαι κανένα φυτό σαν μερικούς εκεί μέσα που εκστασιάζονται με τα ποιήματα και τις εξισώσεις. Δεν με ενδιαφέρουν ρε φίλε! Πώς να το πω αλλιώς! Σήμερα έμεινα σπίτι. Είπα κάτι στη μάνα μου για τη μέση – με πονάει, αυτοάνοσο ακούω να λένε, δεν ξέρω, ούτε που θέλω να το σκέφτομαι καθόλου πια – αλλά δεν πολυασχολήθηκε, όλο για το μαγαζί τρέχει τελευταία μπας και καταφέρει να μην το κλείσει. Στην πραγματικότητα όλο το πρωί έβλεπα ΤΗ! ΣΕΙΡΑ.

προαγωγή

Εικόνα
– Ο καθένας μας είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Καταλαβαινόμαστε όταν οι κόσμοι μας ακουμπήσουν ο ένας στον άλλον. Οι τεμνόμενοι κόσμοι των ανθρώπων επικοινωνούν και δημιουργούν [1] .    Καθόλου δεν το περίμενε η Ευτέρπη πως η εκδήλωσή τους θα είχε τέτοια επιτυχία. Γι αυτό κι όταν είδε τον κόσμο να συρρέει στο κτίριο της Δημαρχίας κι έμαθε πως το μεγάλο κανάλι της χώρας αναφέρθηκε με τρόπο κολακευτικό στη δουλειά   τους, ένιωσε μέσα της ένα βαθύ φούσκωμα. Μια αίσθηση πνευματικής ηδονής, κάτι σαν ερωτική ευφορία. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει με πάθος για πράγματα που, ενώ τα σκεφτότανε κείνη τη στιγμή, - έτσι της φαινόταν – όμως βγαίνανε έτοιμα και συγκροτημένα λες και ωρίμαζαν καιρό πολύ μέσα της. Η Ευτέρπη γύριζε από παρέα σε παρέα, από τραπέζι σε τραπέζι και μιλούσε για τη θεωρία των τεμνόμενων κόσμων πρώτη φορά εκείνο το βράδυ της μεγάλης εκδήλωσης. Πολλοί την ακούγανε και σχολιάζανε, άλλοι φέρνανε αντιρρήσεις και μερικοί βέβαια φαινόντουσαν πολύ βαριεστημένοι.   Μια γυναίκα ωσ

βιομηχανίες

Εικόνα
Η κοπελίτσα μιλάει αγγλικά με μια προφορά βαλκανίων – ή μπορεί και της πρώην ΕΣΣΔ. Είκοσι; Εικοσιτρία; Χύνει ζεστό νερό σε μια κούπα – απλή, χωρίς διακριτικά, μένει σε ένα σπίτι μαζί με άλλες κοπέλες – κι ανοίγει το ντουλάπι της κουζίνας. Γεμίζει τη φούχτα της με κάτι που βρισκόταν εκεί, βάζει ένα στο στόμα κι αδειάζει τα υπόλοιπα στο τραπέζι. Είναι μια χούφτα καραμέλες. Ροζ καραμέλες διπλωμένες σε χαρτί. Χώνει μία-μία στο στόμα και τις γλείφει βιαστικά. –Καραμέλες για μπρέκφαστ; (Κρυμμένος ο ρεπόρτερ απ’ την κάμερα, ακούμε μόνο τη φωνή του). –Καραμέλες για μπρέκφαστ! Δίνουν ενέργεια. –Μόνο καραμέλες; –Όταν κάνεις πρωκτικό σεξ, καλύτερα να μην έχεις φάει, γιατί – χαμογελάει αμήχανα, η πρώτη αμήχανη έκφρασή της – πρ, πρ, πρ… Φυσιολογικό, αλλά δεν είναι ωραία, νιώθεις άβολα.

Τι-δη-τα-χρη-δραν

Εικόνα
αφιερωμένο σε όσους ζητούν την ψήφο μας Το πρόσωπο του Τύραννου τρομαγμένο – φο-βα-μαι! φο-βα-μαι! όπως η ανάσα, η αναπνοή, το βήμα και το κομματιασμένο του βλέμμα. Είναι το στόμα του ανοιχτό, η τραγική μάσκα και η κραυγή του Munch. Πόλεμος! νεκροί! κομματιασμένοι! Κινείται στη σκηνή με απόγνωση και ο χορός αναρωτιέται πάλι με την ανάσα, πάλι κομματιαστά, πάλι όπως αέναα το κύμα σκάει στην ακτή. τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν! Παραλογισμός, απόγνωση, καταστροφή! Ο άστεγος έχει σκύψει στην άκρη της πλατείας και σκουπίζει τον ποπό του! Είναι ακόμη πρωί, ο ήλιος όμως λάμπει στα τζάμια των κτιρίων και τα αυτοκίνητα περνούν κι όλο περνούν βιαστικά. Ένα βανάκι με τον λογότυπο και τα χρώματα της μεγάλης εταιρίας (μπλε και πράσινες φωτεινές λουρίδες με λατινικά μεγάλα γράμματα ορατά από παντού), έχει σταθμεύσει στη στροφή του πολυσύχναστου δρόμου, μπροστά ακριβώς από τον άστεγο που στέκεται σκυμμένος – κάτω το κεφάλι, ψηλά, όσο ψηλά μπορεί ο πισινός. Ένας γυμνός αντρικός πισι

προσωπική γνώμη

Εικόνα
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΓΝΩΜΗ γιὰ τὴν Καλ­λι­ό­πη δὲν εἶ­χα μέ­χρι χτὲς τὸ πρω­ῒ ποὺ δὲ μὲ χω­ροῦ­σε τὸ σπί­τι καὶ πῆ­ρα τοὺς δρό­μους, νὰ ξε­λαμ­πι­κά­ρει τὸ μυα­λό μου, νὰ ἀ­να­πνεύ­σω τὴ δρο­σιὰ τοῦ βου­νοῦ, νὰ μυ­ρί­σω τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Τὸ σπί­τι της εἶ­ναι σὲ ψη­λὸ ση­μεῖ­ο μὲ τε­τρά­γω­νη αὐ­λή, ὡ­ραῖα λου­λού­δια, κα­θα­ροὺς τοί­χους ἄ­σπρους. Δὲν ἔ­χει ἀ­να­και­νι­στεῖ, εἶ­ναι ὅ­πως τὰ φτι­ά­χνα­νε πα­λιὰ τὰ σπί­τια μὲ σκε­πα­στὸ χα­γιά­τι καὶ μιὰ πέ­τρι­νη σκά­λα ἐ­ξω­τε­ρι­κή. Ἐ­κεῖ ἔ­χει πλέ­ξει ἡ κλη­μα­τα­ριὰ μὲ τὰ κί­τρι­να τώ­ρα φύλ­λα της ἕ­τοι­μα νὰ πέ­σουν. Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ κι­τρι­νι­σμέ­να φύλ­λα εἶ­χαν βγεῖ θεί­α κι ἀ­νι­ψιὰ καὶ τὶς εἶ­δα. Κα­θι­σμέ­νη στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ἡ θεί­α, ὄρ­θια μὲ τὸ κου­τά­λι καὶ τὸ βα­θὺ πιά­το ἡ ἀ­νι­ψιά.

γαλάζι, θειάφι κι άλλα δαιμόνια

Εικόνα
                                     γραμμένο εξ αιτίας της Φωτεινής Βασιλοπούλου (Φωτεινή του Νότου), αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου, Χρήστου Ξετύλιγε το λάστιχο κι εγώ έκανα υπολογισμούς: Για να βρω πόσα μέτρα είναι όλη αυτή η κατηφόρα που κατεβαίνει κουτσαίνοντας, πρέπει να υπολογίσω την πλευρά ενός ορθογώνιου παραλληλόγραμμου για το οποίο ξέρω το εμβαδόν. Αφού όλο το κτήμα είναι τέσσερα στρέμματα και το ένα στρέμμα αντιστοιχεί σε χίλια τετραγωνικά μέτρα, η επιφάνεια είναι τέσσερες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Δηλαδή η μία πλευρά ισούται με τη ρίζα του τέσσερις χιλιάδες! Ποια είναι όμως η τετραγωνική ρίζα του 4000 και με ποια διαδικασία την υπολογίζουμε; Μια αχνή εικόνα μου ερχότανε στο μυαλό για τον πίνακα που κυκλοφορούσε στα τετράδιά μας μαζί με κείνο το ποιηματάκι «αεί ο θεός ο μέγας γεωμετρεί», αλλά πέρα από αυτό, ένα σκοτεινό πέπλο, μια σκοτοδίνη. Η φαντασία μου ήταν αλλού απασχολημένη. Βιαζόμουνα. Έπρεπε να φύγω. Η επίμονη, βασανιστική μου βιασύνη.

Οι λεύκες

Εικόνα
Όταν φυσάει αέρας οι λεύκες βογκάνε. Σα να ουρλιάζουνε μέσα στη νύχτα. Όταν φυσάει δυνατός αέρας, οι λεύκες, κάνουν έναν παράξενο θόρυβο που μοιάζει με βογκητό. Ο ήχος βγαίνει από τις ρίζες τους όπως μετακινούνται μέσα στο χώμα ακολουθώντας την ταλάντευση του κορμού. Τόση είναι η αγωνία του δέντρου να στηριχθεί και να μείνει στη θέση του! Γι’ αυτό, όσοι έχουν λεύκες στους κήπους, φροντίζουνε να τις κλαδεύουν ταχτικά, έτσι ώστε να μην ψηλώνουν αυτές ανεξέλεγκτα. Γι’ αυτό και στις αλέες που στολίζονται από ψηλές και όμορφες λεύκες, τις σκοτεινές νύχτες όταν φυσάει ο βοριάς δυνατά, ζωντανεύει ο εφιάλτης και παίρνει διάφορες μορφές. Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της βίλας δεν ήξεραν για το βογκητό της λεύκας, ούτε φαντάστηκαν ότι υπήρχε τέτοιο φαινόμενο. Φρεσκοπαντρεμένοι, ήρθαν με τις βαλίτσες, τα καπέλα, τα λάπ τοπ και τα τάμπλετ. Κουβαλούσανε και την αγάπη τους όπως νόμιζαν, αλλά η αγάπη δεν είναι μπαούλο ούτε βολεύεται στις αποσκευές.

Η κουβέρτα

Εικόνα
παρακμή θα πει να μην κυκλοφορούν άνθρωποι στους δρόμους, να μην υπάρχουν μαγαζιά ανοιχτά, να ερημώνουν τα σπίτια· οι κληρονόμοι να μην ενδιαφέρονται για τα έπιπλα, τα ρούχα και τα άλλα ενθύμια. Μάλλον την είχε αγοράσει από τον άνθρωπο με το μπόγο στον ώμο, τον έμπορα. Αυτόν που έφερνε και πουλούσε τα προικιά. Η μάνα την είχε ανοίξει πάνω στο κρεβάτι ανυπόμονη και βιαστική προσέχοντας να απλωθεί καλά, να μη ζαρώνει πουθενά, να φανεί όλο το σχέδιο. Την έπιασε με τα δάχτυλα, τη χάιδεψε, έβαλε και τη Γεωργία να κάνει το ίδιο. –Κοίτα τι γερή και ζεστή που είναι … το χειμώνα δε θα καταλαβαίνεις καθόλου το κρύο. Η κουβέρτα είχε ένα πορτοκαλί φανταχτερό χρώμα και ήτανε αγριωπή, της έγδαρε της Γεωργίας το δέρμα. Δε μίλησε όμως, τι να πει στη μάνα. Μόνο κοίταζε τα σχέδια που ήταν ανάγλυφα – το είχε μάθει στο σχολείο αυτό όταν μελετούσανε τον χάρτη, καλή μαθήτρια. Δέντρα, λουλούδια, γραμμές και δυο ελάφια με μακριά μεγάλα κέρατα και ζωηρά μάτια στο κέντρο, εκεί που κανονικά βρίσκεται

Πάθη

Εικόνα
ἶ χα κα­θυ­στε­ρή­σει πο­λύ. Τὸ ραν­τε­βοὺ ἦ­ταν γιὰ τὶς ἕ­ξι καὶ τώ­ρα κόν­τευ­ε ὀ­κτώ. Βρῆ­κα ὅ­μως τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα ξε­κλεί­δω­τη καὶ τὴν αἴ­θου­σα ἀ­να­μο­νῆς ἔ­ρη­μη. Προ­χώ­ρη­σα δι­στα­κτι­κὰ καὶ ἔ­σπρω­ξα τὸ πορ­τά­κι ποὺ ὑ­πο­χώ­ρη­σε χω­ρὶς τὸν πα­ρα­μι­κρὸ θό­ρυ­βο. Βρέ­θη­κα στὸ μέ­σα δω­μά­τιο κι ἐ­κεῖ ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σα. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­ψα­χνα κα­θό­τα­νε στὸ κέν­τρο ἑνὸς με­γά­λου τρα­πε­ζιοῦ μπρο­στὰ ἀ­πὸ ἕ­να τε­ρά­στιο δί­σκο. Τὰ φαρ­διά της ὀ­πί­σθια, ἡ καμ­που­ρι­α­σμέ­νη της πλά­τη καὶ τὸ κε­φά­λι, ὅ­λα τε­ρά­στια, ἔ­κρυ­βαν λί­γο ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­φέρ­να­νε νὰ σκε­πά­σουν ὅ­σα ἑ­τοι­μα­ζό­τα­νε νὰ κα­τα­βρο­χθί­σει. Πρό­λα­βα νὰ δι­α­κρί­νω κομ­μά­τια κρέ­ας βου­τηγ­μέ­να στὴν κόκ­κι­νη σάλ­τσα τους, ψη­μέ­νες ρο­δο­κόκ­κι­νες πα­τά­τες, μιὰ ρο­ζου­λὶ σος πά­νω σὲ ψι­λο­κομ­μέ­να λα­χα­νι­κά, ἄ­σπρο ψω­μὶ καί, τὸ κα­φὲ χρῶ­μα μιᾶς σο­κο­λα­τέ­νιας τούρ­τας. Ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λα ἐ­δέ­σμα­τα, ποὺ δὲν κα­τά­λα­βα ἀ­κρι­βῶς τί ἦ­ταν. Πο­λύ­χρω­μα, ποι­κί­λα, σ

Ομορφιά...

Εικόνα
χει τὰ φου­στά­νια της ση­κω­μέ­να στὴ μέ­ση. Ἀ­να­σκουμ­πω­μέ­να. Τὰ πό­δια ἀ­νοι­χτά. Κά­τι στρα­βὰ κα­κο­χυ­μέ­να πό­δια. Φαί­νον­ται τὰ γό­να­τα καὶ ἡ ἄ­σπρη, πο­λὺ ἄ­σπρη ἐ­πι­δερ­μί­δα. Δὲν τὰ βλέ­πει ὁ ἥ­λιος – σκε­πα­σμέ­να μὲ τὴ μα­κριὰ φού­στα – o­ύ­τε χά­δι ἀ­πὸ ἄν­τρα κα­νέ­να. Στέ­κε­ται ἔ­τσι στὴ μέ­ση τοῦ πο­τα­μιοῦ. Τὸ νε­ρὸ ὁρ­μη­τι­κὸ τρέ­χει μὲ δύ­να­μη. Κά­νει κύ­κλους τρι­γύ­ρω της. Σπρώ­χνει τὸ δέρ­μα, φου­σκώ­νει τὶς κόκ­κι­νες φλέ­βες, γλύ­φει τὶς πλη­γὲς καὶ τοὺς μώ­λω­πες, πα­γώ­νει τὰ δά­χτυ­λα τὰ ξυ­πό­λυ­τα. Τὰ κό­κα­λα ὅ­μως, τὰ στρα­βο­κολ­λη­μέ­να κό­κα­λα, τὰ πλα­κου­τσά… τὰ κρυμ­μέ­να στὸ κρέ­ας,… αὐ­τὰ δὲν τὰ κλο­νί­ζει. Ἔ­χουν μιὰ δι­κιὰ τους ὁρ­μὴ αὐ­τά, ποὺ τὰ στή­νει ἀ­κού­νη­τα… κόν­τρα στὴ δύ­να­μη τοῦ νε­ροῦ. Στὰ χέ­ρια της, δυ­να­τά, κρα­τά­ει τὰ σπάρ­τα. Τὰ ση­κώ­νει ψη­λὰ καὶ τὰ βου­τά­ει πά­λι στὸ νε­ρὸ νὰ μου­λιά­σουν. Ἔ­χει μ’ αὐ­τὰ νὰ ὑ­φά­νει πα­νί, πρέ­πει νὰ ντύ­σει τὰ ὀρ­φα­νά.Τόσα ὀρ­φα­νά. Τὰ πό­δια τὰ ἄ­σχη­μα, τὰ στρ

Δε γίνεται ή μήπως και γίνεται;

Εικόνα
1. ΦΟΙΝΙΚΑΣ τῆς γειτονιᾶς μου ἀρ­ρώ­στη­σε. Πρῶ­τα μα­ρά­θη­κε ἡ κο­ρυ­φή, με­τὰ γεί­ρα­νε τὰ μυ­τε­ρά του κλα­διά, ἔ­γι­νε ἕ­να ξε­ρὸ μνη­μεῖ­ο μι­ζέ­ριας καὶ λα­μο­γιᾶς. (Για­τὶ, ὅ­λοι ψι­θυ­ρί­ζου­νε πιὰ πὼς ἡ αἰ­τί­α τῆς ἀρ­ρώ­στιας βρί­σκε­ται στὶς προ­μή­θει­ες τῶν ἐρ­γο­λά­βων, ἀ­φοῦ ὅ­πως λέ­νε, στοὺς Ὀ­λυμ­πια­κούς τοῦ 2004, θέ­λον­τας νὰ βά­λου­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα στὴν τσέ­πη, φέ­ρα­νε μο­λυ­σμέ­νους φοί­νι­κες ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, ποὺ τοὺς πλη­ρώ­σα­νε φτη­νό­τε­ρα, ἀλ­λὰ βέ­βαι­α στὰ χαρ­τιὰ ὅ­σο καὶ τοὺς ὑ­γι­εῖς.) Δου­λεύ­ει τὸ σκου­λή­κι, με­τα­δί­δε­ται ἡ ἀ­σθέ­νεια μὲ τὸν ἀ­έ­ρα καὶ ἁ­πλώ­νε­ται παν­τοῦ στὶς αὐ­λές, στοὺς κή­πους, στὰ πάρ­κα. Οἱ φοί­νι­κες ποὺ κα­νο­νι­κὰ ζοῦν πολ­λὰ χρό­νια καὶ πα­λι­ό­τε­ρα δή­λω­ναν εὐ­πο­ρί­α, εὐ­μά­ρεια καὶ κα­λο­τυ­χί­α στοὺς κή­πους, ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον ξε­ραί­νον­ται παν­τοῦ. Τώ­ρα, λέ­νε, χρει­ά­ζε­ται νὰ βροῦ­νε κά­ποι­ον ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὰ γι­α­τρέ­ψει αὐ­τὰ τὰ δέν­τρα καὶ νὰ τὸν πεί­σου­νε νὰ ἔρ­θει ἐ­δῶ. Νὰ

Ερωτική ιστορία (αριθμός 2)

Εικόνα
Μια σιδερένια γραμμή χωρίζει τον κήπο του από τον δικό μου. Κι όμως δεν είχαμε ποτέ μας συναντηθεί. Δεν έβλεπα ούτε τον κήπο ούτε αυτόν. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Έβγαινα ασυγκίνητη από το στενό άνοιγμα της πόρτας – πράσινο σκούρο το χρώμα της όπως τα δέντρα στις χώρες του βορά. Έπεσα πάνω του με τα μούτρα ένα απόγευμα, την ώρα που δεν υπήρχανε σκιές γιατί το φως είχε λιγοστέψει και μαζί μ’ αυτό και η φοβερή – παράξενη για την εποχή – κάψα του ήλιου. –Προσέχτε! Άκουσα τη φωνή κι αμέσως σχεδόν είδα και τον άνθρωπο που είπε τη λέξη. Στην ηλικία μου, ωραίος και με μια ευγενική χροιά στο ξάφνιασμά του. –Συγγνώμη!

Περιμένοντας την αστρόσκονη

Εικόνα
Πήγε μόνη της –ο Κώστας δούλευε όλες τις εργάσιμες ημέρες– και το πράγμα, όπως της είπαν, ήταν επείγον. Όχι Σάββατο, όχι Κυριακή. Της είχαν ζητήσει να πάρει μαζί της ένα σεντόνι γερό κι ένα μπουκάλι κρασί. Πρώτα είχε περάσει από το γραφείο για να τακτοποιήσει τα οικονομικά. Μια γυναίκα στο ταμείο και οι άλλοι δυο-τρεις καθισμένοι σε κάτι καρέκλες πλαστικές με μπράτσα, την κοιτάξανε όλοι καλά καλά. – Μόνη σας ήρθατε; τη ρώτησε ο ένας που φαινόταν επικεφαλής κι εκείνη τότε νευρίασε. – Ναι, μόνη μου! Γιατί, πειράζει; Σήκωσε τους ώμους ο τύπος και η γυναίκα τής ζήτησε να πληρώσει εξήντα ευρώ συνολικά. Για το νεκροταφείο και τους εργάτες. – Θα τους περιμένετε τους εργάτες απ’ έξω, της είπαν.

Βέλγικα σοκολατάκια

Εικόνα
 της Πόλυς Μπήκε ντυμένη ανοιξιάτικα – παρόλο που ακόμη η άνοιξη καθυστερούσε. Εμείς φορούσαμε τα παλτά μας. Κρατούσε μια τσάντα πολύχρωμη, χάντρες, πούλιες και διάφορα άλλα ζωηρά στολίδια. Ακούμπησε το δώρο της στο γραφείο. Ντυμένο με γυαλιστερό χαρτί, σφραγισμένο καλά, ενισχυμένο για ταξίδια μακρινά. Ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Το γέλιο της ζωηρό, όπως το θυμόμουν. Κεραστήκαμε όλοι κάτι μικρές εκλεκτές μπουκίτσες σοκολατένιες, ποιήματα μοναδικά, που φτιάχνουν φημισμένα εργοστάσια σοκολάτας. Εκεί, το έχω δει κι εγώ με τα μάτια μου, οι τεχνίτες φοράνε γάντια, κάποιο μηχάνημα γράφει γράμματα, κόβει κομμάτια πανομοιότυπα, τυπώνει στάμπες, πασπαλίζει μικρά τρίμματα πολύχρωμα· μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα γάλακτος, άσπρη σοκολάτα κι άλλες διαβαθμίσεις. Ροζ μπαλίτσες, κίτρινες, μικρές, λεπτεπίλεπτες. Βέλγικη τέχνη με το λογότυπο της εταιρίας.

καθώς τα πουλιά

Εικόνα
Καθόμασταν με τη φίλη μου στο τρένο. Γυρίζαμε από ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Φθινόπωρο έπιανε αλλά ακόμη η γλύκα του καλοκαιριού έμπαινε από το παράθυρο. Λίγες ώρες νωρίτερα είχα πηδήσει πάνω από κρεβάτια και τραπέζια να πιάσω το τηλέφωνο που χτυπούσε. Ακόμη τα τηλέφωνα ήτανε χωρίς ιντερνέτ κι εμείς μπορούσαμε να κάνουμε άλματα πάνω από αντικείμενα και καταστάσεις χωρίς δυσκολία. Τα δικά της παιδιά, ωστόσο είχανε κιόλας εγκαταλείψει τη φωλιά. Θυμάμαι ακόμη τη φωνή της χωρίς ένταση, σχεδόν ανάσα. Πόσα χρόνια λες ότι διαρκεί ο ρόλος μας ε; Αυτός ο ρόλος που τώρα πας να προλάβεις, νομίζεις ότι θα χαθεί ο κόσμος αν καθυστερήσεις ένα λεπτό, δε σου μιλάω για ώρες – και όντως θα χαθεί μάλλον – αν δεν ετοιμάσεις τα ρούχα, τα φαγητά, τα παιχνίδια, τα πάρτι, τα παραμύθια και όλα όσα πρέπει να προλαβαίνεις κάθε μέρα και κάθε πρωί και βράδυ κι απόγευμα και νύχτα και χαράματα και δεν ξέρω γω αν υπάρχουνε καθόλου ώρες ελεύθερες, ώρες που δεν χρειάζεται να τρέχεις και να προσέχεις και να

θέμα

Εικόνα
Ξυπνάω με την αίσθησή του δίπλα μου. Καθαρό προφίλ, προσεκτική οδήγηση. Χαζεύω από τη μια τη θάλασσα και από την άλλη το αδύνατο σώμα του, όπως διαγράφεται από το πουκάμισο και το παντελόνι. Αφήνουμε τον δρόμο τον παραλιακό, περνάμε μέσα από το μικρό συνοικισμό και μετά, στρίβουμε αριστερά. –Εδώ είναι το κτήμα, του λέω, κι εκείνος ψύχραιμα παρκάρει στο μοναδικό σημείο όπου υπάρχει χώρος. Μετά, «με συγχωρείτε, αν μπορείτε να με περιμένετε…», βγαίνει από το αμάξι, βρίσκει τη Μαίρη, και πιάνουν την κουβέντα. Είμαι μακριά, δεν ακούω. Θέλω σαν τρελή να ακούσω, πλάθω κιόλας τα σημεία, βουλώνω τα κενά, ανοίγω παρενθέσεις, φαντάζομαι τον διάλογό τους, σχεδόν νιώθω τα συναισθήματα. Βγαίνω, κάνω μια μικρή βόλτα, τριγύρω πράσινο, τα χορτάρια ως τη μέση μου στο χωράφι, εγώ παίρνω τον χωματόδρομο και χαζεύω τα έντομα.

Πέμπτη των εξευτελισμών

Εικόνα
Ήρθε ένας ξάδερφος να μας δει κι άνοιξα μια μπύρα να πιούμε στην αυλή. Κούνησε το κεφάλι του – όχι. Ανάσαινε βαριά. Την Κρίση, άρχισε, προσπαθείς να την περιγράψεις, να την αναλύσεις, προσπαθείς να τη δείξεις. Βλακείες! Μπούρδες! Δηθενιές! Ξέρεις τι είναι η Κρίση; Την είδα χτες το μεσημέρι στο Κέντρο, καθώς πήγαινα σε μια δουλειά. Μπαπ! Μπροστά μου! Ο άνθρωπος, ένας από τους σπουδαιότερους που έχουμε. Θαυμαστός. Πρότυπό μου! Το πρόσωπό του, σαν εκείνους τους Αγίους του Θεοτοκόπουλου. Ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια τεράστια. Τα ρούχα του σε κακό χάλι. Κρατούσα μια τυρόπιτα κι ετοιμαζόμουνα να τη δαγκώσω. Ασυναίσθητα τελείως, άπλωσα το χέρι με την τυρόπιτα προς το μέρος του. Είδα τη λαχτάρα στα μάτια του. Τα χείλη του έκαναν μια κίνηση, αλλά δεν την πήρε. Το φαντάζεσαι; Κάθισα πιο πέρα σε ένα πεζούλι ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα κι έκλαιγα σα μικρό παιδί. Πόσο καιρό είχα έτσι να κλάψω δεν θυμάμαι. Ο άνθρωπος αυτός ο σπουδαίος να πεινάει και να μην απλώνει το χέρι του! Δεν ξέρω