σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Κατερίνα Θεοδωράτου




Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες
Διηγήματα
Εκδ. Μανδραγόρας, 2011

Σύμφωνα με το Γουΐλιαμ Φώκνερ, είναι δυσκολότερο να γράψει κανείς διήγημα παρά μυθιστόρημα. Κι είναι αλήθεια ότι χρειάζεται μια ειδική τεχνική για να επιτευχθεί, στην περιορισμένη έκταση που απαιτεί το διήγημα, η περίφημη «ενότητα ύφους», όπως την όρισε ο Πόε, η ισχυρή εκείνη «ενιαία εντύπωση» που το καθιστά εντελές και αξιομνημόνευτο. Η Ελ. Γούλα, σ` αυτή την πρώτη της προσωπική «δημόσια» εμφάνιση στην ελληνική γραμματεία –έχει προηγηθεί η συμμετοχή της στο συλλογικό έργο Τρεις ματιές τ` αλλάζουν όλα- δείχνει να διαθέτει και να χειρίζεται με μαεστρία αυτό το χάρισμα.
Σε ελάσσονες τόνους, ιχνηλατεί τις διαδρομές ανθρώπων κατά βάσιν μοναχικών, ακόμα κι όταν ζουν και κινούνται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Σε όλα τα διηγήματα πλανιέται μια αίσθηση ανεπίδοτου: ανεκπλήρωτες επιθυμίες, φευγαλέα όνειρα, ανεπίδοτες ζωές. Αυτό το γνώρισμα επιτείνεται από την ηθελημένη ασάφεια στην έκβαση ορισμένων διηγημάτων (Γούνα, Σύνδρομο, Πρωί, Πίσω απ` τις κάμαρες), από το συγκεχυμένο, ονειρικό χωροχρόνο όπου κινούνται άλλα (Η Λίμνη), από ξαφνικές, βίαιες ανατροπές (Σκορπιός). Ωστόσο, η αίσθηση παραμένει ακέραια, και παρά το ότι βασικές λεπτομέρειες μένουν στο σκοτάδι, η ευχαρίστηση της ανάγνωσης δε μειώνεται, αντίθετα επιτείνεται. Άλλωστε, τόσο στον Τσέχωφ όσο και στο μεγάλο επίγονό του, το Χέμινγουεϊ και γενικότερα στο μοντερνιστικό διήγημα, η δραματική ένταση και αξία βρίσκεται σ` αυτό που δεν εκφράζεται, στο ανείπωτο και ανεκπλήρωτο, σ` αυτό που καλείται να επινοήσει και να ανασυνθέσει ως αίσθημα και εντύπωση ο αναγνώστης.

Ένας χαλαρός συνεκτικός ιστός συνδέει ανεπαίσθητα τα κείμενα μεταξύ τους, χωρίς σε τίποτα να διαταράσσει τη θεματική και αισθητική τους αυτοτέλεια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σύμβαση που τίθεται, αντί εισαγωγής, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και γίνεται αδιόρατα αισθητή διατρέχοντας τα διηγήματα: Το «…κορίτσι που μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία του `60, τελειώνει το Δημοτικό, πηγαίνει στην κοντινή κωμόπολη για το Γυμνάσιο […] φοιτήτρια μετακομίζει στην πρωτεύουσα […] ταξιδεύει, κάνει φιλίες, ερωτεύεται και καταγράφει τις ιστορίες που ζει και παρατηρεί», όπως μας λέει η συγγραφέας, παρεισφρέει τεχνηέντως σε κάθε κείμενο· άλλοτε αφηγείται πρωτοπρόσωπα αυτοβιογραφούμενο, άλλοτε παρατηρεί αναστοχαστικά τους βίους άλλων, από μακριά ή λίγο πιο κοντά, αλλά πάντα με ματιά διεισδυτική και αισθαντική.
Ο τίτλος «Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες» θα μπορούσε να λειτουργήσει παραπειστικά για όσους έχουν συνηθίσει να συνδέουν τις ηδονές της γεύσης, και ειδικά εκείνη της σοκολάτας, με τη γαλλική φινέτσα, την εστετίστικη πολυτέλεια και τη στυλιστική εκζήτηση, ως εκ τούτου και με μια γραφή ελαφριά και εύπεπτη τύπου «Επικίνδυνες μαγειρικές» και άλλων συναφών. Ο αναγνώστης άμεσα διαπιστώνει πως μόνο αυτό δεν είναι η ανά χείρας συλλογή. Η σοκολάτα λειτουργεί σαν όχημα μνήμης, συνδέοντας εσωτερικά το τότε και το τώρα, περίπου όπως οι μαντλέν στο Χαμένο Χρόνο του Προυστ, ενώ παράλληλα, στο τότε, λειτουργεί παραμυθητικά, γλυκαίνοντας και θάλποντας τον ουρανίσκο και την ψυχή. Παίζει κομβικό ρόλο σε δύο διηγήματα, στο ομώνυμο και στις Γιορτές: στο πρώτο, δίνει χρώμα και γεύση σε μια μελαγχολική, σκληρή και μοναχική εφηβεία, ενώ ταυτόχρονα παρεισδύει και ως νοσταλγική υπόμνηση ενός οριστικά χαμένου –και κερδισμένου- χρόνου· στο δεύτερο «νοστιμίζει» μια άχαρη μέρα και κατ` επέκταση μια άχαρη ζωή, υποκαθιστώντας τη, σταθερά απούσα, εορταστική νότα.
Η ενεργοποίηση της γεύσης της σοκολάτας ως συστατικό στοιχείο της πλοκής τουλάχιστον δύο αφηγημάτων της συλλογής είναι έκφανση μιας γενικότερης υφολογικής επιλογής της συγγραφέα: όλα τα κείμενα διαποτίζονται από μια έντονη σωματικότητα, παντού εμφανή και ανεξίτηλη. Γεύσεις, οσμές, απτικές εμπειρίες διαρκώς παρούσες, άλλοτε να καθορίζουν τα πρόσωπα (η σαρωτικά και μοιραία φιλήδονη Ασπασία στα Fragmenta, η ερωτική Έλλη στο Μια Φίλη, η Γυναίκα στο Η Λίμνη) άλλοτε ακόμα και να πυροδοτούν την πλοκή (η γεύση της Σοκολάτας, η θωπευτική απαλότητα και θέρμη του παλτού στη Γούνα). Οι ήρωες που υποφέρουν, σχεδόν πάντα ταλανίζονται από κάποιο φυσικό άλγος, η μοναξιά (Πρωί, Κληρονόμοι), η οδύνη, ο φόβος (Το Σπίτι), το κακό (Σκορπιός) συχνότατα σωματοποιούνται, ενώ εξίσου συχνά τα πρόσωπα ανακουφίζονται ανασύροντας μια σωματική μνήμη (Σοκολάτα, Η Γούνα, Γιορτές)
Αν η συμπαγής, υλική σχεδόν υπόσταση προσώπων και αισθήσεων δίνει τον τόνο θεματολογικά και υφολογικά στη συλλογή «γειώνοντάς» την, το στοιχείο της μνήμης, της νοσταλγίας και της επιστροφής που συχνότατα και σε ποικίλες μορφές και εκφράσεις επανέρχεται την «απογειώνει» και τη μετεωρίζει. Αυτές οι δύο δυνάμεις, το «σώμα» και η «ψυχή» συμπορεύονται, συνδιαλέγονται και ισορροπούν. Η συνιστώσα της μνήμης διαπερνάει σχεδόν όλα τα διηγήματα, υπακούοντας και στην αρχική σύμβαση του κοινού αφηγητή. Άλλοτε φορέας της είναι το συναίσθημα (Η Τάξη του `60) άλλοτε το σώμα (Σοκολάτα, Η Γούνα) άλλοτε και τα δύο μαζί (Καταγραφή)· άλλοτε πάλι η ατομική μνήμη υποχωρεί, ως υποσύνολο μιας συλλογικής μνήμης (Το Σπίτι). Η μοναξιά είναι αντίστοιχα εσαεί παρούσα, σαν αθόρυβο, συμπαγές χαλί που ρουφάει ανθρώπους και σχέσεις. Στα αφηγήματα Πρωί, Κληρονόμοι, Τα μαύρα λειτουργεί όχι απλώς ως ατμόσφαιρα, αλλά ως θεματικός πυρήνας: απόκληρα πλάσματα, καθημαγμένες ζωές, φευγαλέα, ανεπίδοτα αγγίγματα, ατελέσφορες απόπειρες σχέσεων. Αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα είναι το γκρίζο φόντο, θολή, σταθερή υπόμνηση μιας ζωής κάπου αλλού, κάπως αλλιώς, με κάποιους άλλους. Η φυγή είναι μια άλλη θεματική σταθερά, που συνήθως εμφανίζεται παραπληρωματικά προς τη μοναξιά, συχνότερα και πιο ξεκάθαρα σαν απόδραση (Νεπάλ, Σύνδρομο) και σε ένα δεύτερο επίπεδο σαν ενόρμηση για το Άγνωστο.
Η συλλογή κλείνει συμβολικά με ένα θάνατο στο εξαιρετικό ποιητικό αφήγημα Ρυτίδες. Ένα μοναχικό θάνατο ανάμεσα σε μοναχικούς βίους που ξεδιπλώνονται παράλληλα, τέμνονται μόνο στιγμιαία μεταξύ τους, σε ένα ράγισμα εξομολόγησης, για να συνεχίσουν την ευθύγραμμη πορεία τους. Το κείμενο, ηθελημένα ελλειπτικό αλλά αριστουργηματικά εντελές μέσα στην υπαινικτικότητά του έχει κάτι από το μυστήριο των ιρλανδέζικων μύθων ενώ ο σπαραγμός του παραπέμπει σε ελληνική παραλογή. «Λέει» περισσότερα μέσα σε όσα εύγλωττα αποσιωπά, δίνοντας τον τελικό τόνο του βιβλίου και αφήνοντας στον αναγνώστη την επιλογή ανάμεσα σε ένα πικρό χαμόγελο ή ένα κόμπο στο λαιμό· ή ίσως και τα δύο…

Εκφωνήθηκε στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου (Στοά βιβλίου) και δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του Μανδραγόρα: Κατερίνα ΘεοδωράτουΣοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 45, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2011

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο