Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2021

συνοδός

Εικόνα
  Περπατάει μαζί μας. Πότε λίγο πιο μπροστά και πότε πίσω. Πλησιάζει κι απομακρύνεται. Το κρύβουν οι σκιές και το σκοτάδι. Οι κορμοί των δέντρων στην άκρη του δρόμου, τα παρκαρισμένα σκοτεινά οχήματα των κατοίκων. Το ίδιο βιολί μήνες τώρα. Με το που αφήνουμε το σπίτι, μας παίρνει από πίσω. Απόψε κουβεντιάζουμε ζωηρά οι δυο μας, όμως εκείνο κάνει ό,τι μπορεί για να τραβήξει την προσοχή. Ακόμη και στο χώμα ξαπλώνει όταν βγαίνουμε στο φως, πάνω στις μικρές πέτρες, τις σκονισμένες. Μα τι κάνεις εκεί; Τι θέλεις τέλος πάντων; Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα του. Άμαθοι σε τέτοια κόλπα και καμώματα. Κανονικά, το παιδί είναι παιδί, το σκυλί σκυλί, το γατί γατί και ο γάιδαρος γάιδαρος. Με τους ενήλικες ανθρώπους γίνονται πιο περίπλοκα τα πράγματα, αλλά τα ζώα, όπως τα παιδιά, κυβερνιόνται από ένστικτα και ανάγκες. Έτσι λέμε και προχωράμε τη βόλτα μας. Στη διασταύρωση κάνουμε αριστερά κι εκείνο σταματάει. Συνεχίζουμε την κουβέντα για την ανεκδιήγητη κυβέρνηση, που

Θα τα γράψεις;

Εικόνα
    Έλα δω πού πας; Τι ωραίες ντομάτες! Μην το μάθει η Κική όμως. Χρειαζόμασταν το τραπέζι, αυτό που μοιράζαν τον άρτο και όλο «βοήθειά σας!» «και του χρόνου να είσαστε καλά!» «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…», αλλά πρώτα έπρεπε οι επίτροποι να μετρήσουνε τα λεφτά. Όλα τα έσοδα ανήκαν στη Μητρόπολη. Όταν, επιτέλους, στρώσαμε πάνω στο αλέκιαστο τραπεζομάντηλο, ο εκλεκτός επισκέπτης εκδηλώθηκε: Πώς να σας ευχαριστήσω για όσα κάνατε σήμερα! Πιο ηλικιωμένος από όλους, φρέσκος πολύ, φορούσε χρυσές αλυσίδες τεράστιες στο στήθος. Μου τις έδωσε ο πατέρας μου, που ήταν ιερέας στην εκκλησία της Φλόριντα. Δεν τις αποχωρίζομαι ποτέ. Δίπλα του ψηλή, όμορφη, γαλανή, η πρεσβυτέρα. Κομψή! Σχεδόν νέα. Καλά περάσαμε τη ζωή μας, προσφέραμε και λάβαμε. Περιποιημένα δόντια, χαμόγελο φωτεινό. Ολόκληρη κυρία. Ελληνοαμερικάνα με το αξάν. Μιας άλλης εποχής γυναίκα, όταν δεν αναρωτιόμασταν και πολλά. Προσευχή, «αιτείτε και δοθήσεται», οι γονείς ακμαίοι, ακόμη γελαστοί και με δύναμη. Τότε που παραπονι

«πρωτοβρόχια»

Εικόνα
  Έχει να βρέξει μήνες. Από το Μάρτη. Και τώρα έχουμε Σεπτέμβρη. Ξεράθηκε ο τόπος. Ακόμη και οι φραγκοσκιές, που δε διψάνε, στριφτήκανε. Έξω τώρα φυσάει ένας βοριάς. Στεγνώνει ακόμα και η δροσιά. Έτσι μου φαίνεται. Σκύβω μέσα μου να βρω μια πίστη, μια ελπίδα για λίγο νερό. Η πρώτη ιστορία μου μ’ αυτό το φόβο γραμμένη. Σκομευτές. Οι γυναίκες στην αυλή της μάνας μου – ηλικιωμένες- ανατρέχουν στη μνήμη. Λένε πίνοντας τον καφέ τους κάτω από την κληματαριά: Μοναχές μας. Καμιά εικοσαριά γυναίκες. Μαζωχτήκαμε και γυρίσαμε τις εκκλησιές. Πρώτα πήγαμε στο Μαναστήρι, μετά στον Αγιο Νικόλα, στη Φανερωμένη και στον Αγιο-Λια. Γονατίζαμε και παρακαλιόμαστε. Λυπήσου μας θεούλη μου, καήκανε τα λιόφτα μας, στύψανε τα πηγάδια. Ελέησέ μας Κύριε. Ό,τι ήξερε η καθεμία. Μετάνοιες να ιδείς και κλάημα. Η Ρεξουλάενα, θυμάσαι μωρ Κατίνα, πώς έκανε; Δε σταμάτησε να κλαίει. Κάτι θα είχε μέσα της η γυναίκα για να κάνει έτσι. Παρακαλιότανε γονάτιζε και έκλαιε. Έσκουζε. Μας έλεε μετά τις εκκλησιές να πά