Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2020

η μηχανή

Εικόνα
     Πενήντα ευρώ μεροκάματο. Τόσα γυρεύανε οι εργάτες γης όταν αρρώστησε ο πατέρας. Για να κάνουμε τη δουλειά μας έπρεπε να πληρώσουμε. Πρώτη φορά στον ρόλο αυτό, κανόνισα να μισθώσουμε τρεις άντρες. Τους δυο τους ήξερα. Τον τρίτο, πρώτη φορά τον έβλεπα. Ντυμένος με ολόσωμη φόρμα, ξανθός. Ωραίος άντρας. Αυτός ζήτησε και πήρε να δουλεύει τη μηχανή. Την έβαζε μπροστά, της έριχνε βενζίνη, την καθάριζε από τα φύλλα και την μετακινούσε μόνος του, όπου τη χρειαζόμαστε. Στην ανηφόρα, στην κατηφόρα, στο ίσιωμα. Αμίλητος. Έτσι κι αλλιώς ό,τι και αν προσπαθούσε να πει θα το σκέπαζε ο μηχανικός θόρυβος. Όμως ήταν αργός. Πιο αργός από ό,τι περίμενα με την αμοιβή που μου είχε ζητήσει. Φούσκωνε τα χείλη του, άναβε που και που τσιγάρο, (συνήθως πριν μετακινήσει τη μηχανή σε άλλο σημείο), και συγκεντρωνότανε στη δουλειά του. Με ενοχλούσε ο ρυθμός του. Τα χέρια του δεν κινούνταν γρήγορα, κι ας είχαν μια σταθερή ταχύτητα, που δημιουργούσε κάτι σαν αρμονία. Όμως εμείς εδώ πληρώναμε λεφτά γι

τυχαιο απόσπασμα

Εικόνα
Είμαστε οι επιλογές μας. Η συνείδηση (αυτή που λένε ότι υπάρχει σε κάθε θνητό άνθρωπο και τον γρατζουνάει τσικι τσίκι ως που να ξεράσει το γάλα της μάνας του) φαίνεται σε ό,τι επιλέγουμε, όχι γιατί αν κάνουμε λάθος θα πάμε στην Κόλαση, θα βαρύνει το Κάρμα μας ή θα μας πιάσει η τσιμπίδα του νόμου, αλλά γιατί η επιλογή της μιας ή της άλλης ενέργειας, του ενός και όχι του άλλου φίλου και ούτω καθεξής, καθορίζει την ύπαρξη και την υπόστασή μας. Συχνά, οι άνθρωποι όταν δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε το ένα ή το άλλο, όταν βρισκόμαστε σε διλήμματα και μεγάλους προβληματισμούς δοκιμάζουμε να ξορκίσουμε τα πράγματα με τις λέξεις. Βρίσκοντας λέξεις, ταιριάζοντας φράσεις με συνοχή που αποδέχεται ο ανθρώπινος νους – αυτός που οργανώνει, φαντάζεται, αποδέχεται, απορρίπτει κλπ, μια παράγραφος ρήματα για τις λειτουργίες και τις χάρες του νου – η επιλογή μας, γίνεται “δέον” και στυλώνεται στα πόδια της. Κάτι πόδια γερά αν οι λέξεις φυσάνε κι αναπνέουν ή χολερικά και εξαντλημένα αν οι λέξεις τσαλαβουτάν

η ομορφιά του κόσμου

Εικόνα
Στην αρχή – 13 Μαρτίου, δεν υπολογίζαμε τι μας περίμενε, κι αν είχαμε δει το κονβόι στη Γιουχάν, ανθρώπους κάθε ηλικίας με τις βαλίτσες να διώχνονται από τα σπίτια τους υποχρεωτικά, κινέζοι λέγαμε είναι αυτοί, ολοκληρωτικά καθεστώτα, εμείς όχι – τότε, είχε κιόλας αρχίσει το μεγάλο θανατικό στην Ιταλία, μου έστειλε μια φωτογραφία. Από τον πρωινό μου περίπατο, έγραφε. Μόλις είχα αποδεχθεί το αίτημα φιλίας του. Δεν τον ήξερα και κανονικά δεν είχε ελπίδες. Όμως, ήμουνα μόνη στο σπίτι. Με τον Σταύρο, εκεί στην κρίση της μέσης ηλικίας, δεν αντέξαμε άλλο τη συμβίωση και τα βροντήξαμε κάτω. Τα παιδιά μας δουλεύανε μακριά. Ο Γιάννης στο Λονδίνο και η Φωτεινή στο Μόναχο. Ευχαριστώ για την αποδοχή, έγραψα χαζεύοντας την ανεμώνα, που κουνιότανε στο κοίταγμά μου, όπως τα βλέφαρα όταν πεταρίζουν. Αυτός είναι έξω, ζήλεψα. Μπορεί να περπατάει εκεί που φυτρώνουν ανεμώνες. Τυχερός! Πρόσθεσα, αλλά αντιστάθηκα στην παρόρμηση να φωτογραφίσω την απέναντι πολυκατοικία, το γκρίζο της χρώμα,

Σημειώσεις απ' την παράλληλη ζωή Μέρος Β. 2

Εικόνα
  Σταμάτησα και πλησίασα στο άνοιγμα της πόρτας να ρίξω μια ματιά, όπως κάνουμε όταν επισκεπτόμαστε ένα άγνωστο μέρος, όταν μας κάνει εντύπωση κάτι και μας κεντρίζει την περιέργεια, όπως όταν θέλουμε να εξερευνήσουμε ή σαν μια κίνηση αυθόρμητη, αδιάκριτη πέρα ως πέρα, που όμως συμβαίνει σε όλους μας σχεδόν αντανακλαστικά (ή μήπως ατταβιστικά για να προφυλαχθούμε από τον κίνδυνο;) αμέτρητες φορές στη ζωή μας. Σκύβουμε λίγο το κεφάλι, γέρνουμε το σώμα, στρίβουμε την πλάτη, να δούμε τι γίνεται πίσω από τον τοίχο, από την πόρτα που μια στιγμή άνοιξε. Ο ηλικιωμένος άγνωστος σε μένα άντρας είχε πιάσει τη σιδερένια πόρτα με τα δυο του χέρια έτοιμος να την κλείσει, μια κίνηση κοινή στους ανθρώπους. Παίρνουν ανάσα, μαζεύουν τη δύναμη στα χέρια φουσκώνουν τα μπράτσα. Εκεί σ’ αυτή τη χρονική διαίρεση – είναι αποτέλεσμα φυσικού τύπου, ο οποίος συναρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου και το βάρος της πόρτας – είπα τις πιο σημαντικές λέξεις εκείνης της ημέρας, που μάλλον καθόρισαν την από κείνη

Σημειώσεις από την παράλληλη ζωή. Μέρος Β. 1.

Εικόνα
  Πήρα τους δρόμους της θάλασσας τότε που σκορπίζανε κι άλλοι ένας –ένας από το ρημαδιό της ζωής μας. Πολλοί δικοί μου τότε μαζί και τα δυο μου παιδιά βρήκανε δουλειά στο εξωτερικό και ξενιτευτήκαν. Κι εγώ όμως στην ξενιτιά πήγα, αφού δ εν   ήξερα τι είναι να σε περιτριγυρίζει το νερό, να μη μπορείς να περάσεις με τα πόδια σου βουνά και λαγκάδια, να μη φτάνεις οδηγώντας αυτοκίνητο σε μεγάλο νοσοκομείο, στη μάνα σου που έπαθε ατύχημα, στο παιδί σου που ακόμη κι αν μεγάλωσε σε χρειάζεται. Να πρέπει να περιμένεις καράβι, τη θάλασσα και τον αέρα να κοπάσουν ή τις απεργίες και τις στάσεις να σε ευνοήσουν. Να προσεύχεσαι στην Παναγιά, τον Αη Στράτη, τον Αη Γεράσιμο και τους χίλιους Αγίους, κάθε στρέμμα και Άγιος κάθε οικογένεια και εκκλησάκι.   Δεν ήξερα πώς είναι αυτή η ανθρώπινη ανημπόρια κολλημένη στο πετσί, κληρονομημένη πιθανόν στο DNA του νησιώτη, που δεν τον νοιάζει η θάλασσα, που δε νιώθει αποκλεισμό αλλά ασφάλεια και ανάγκη. Ανάγκη να τη βλέπει τη θάλασσα, να την αγγίζει, να τ