Σημειώσεις από την παράλληλη ζωή. Μέρος Β. 1.

 


Πήρα τους δρόμους της θάλασσας τότε που σκορπίζανε κι άλλοι ένας –ένας από το ρημαδιό της ζωής μας. Πολλοί δικοί μου τότε μαζί και τα δυο μου παιδιά βρήκανε δουλειά στο εξωτερικό και ξενιτευτήκαν. Κι εγώ όμως στην ξενιτιά πήγα, αφού δεν  ήξερα τι είναι να σε περιτριγυρίζει το νερό, να μη μπορείς να περάσεις με τα πόδια σου βουνά και λαγκάδια, να μη φτάνεις οδηγώντας αυτοκίνητο σε μεγάλο νοσοκομείο, στη μάνα σου που έπαθε ατύχημα, στο παιδί σου που ακόμη κι αν μεγάλωσε σε χρειάζεται. Να πρέπει να περιμένεις καράβι, τη θάλασσα και τον αέρα να κοπάσουν ή τις απεργίες και τις στάσεις να σε ευνοήσουν. Να προσεύχεσαι στην Παναγιά, τον Αη Στράτη, τον Αη Γεράσιμο και τους χίλιους Αγίους, κάθε στρέμμα και Άγιος κάθε οικογένεια και εκκλησάκι. 

Δεν ήξερα πώς είναι αυτή η ανθρώπινη ανημπόρια κολλημένη στο πετσί, κληρονομημένη πιθανόν στο DNA του νησιώτη, που δεν τον νοιάζει η θάλασσα, που δε νιώθει αποκλεισμό αλλά ασφάλεια και ανάγκη. Ανάγκη να τη βλέπει τη θάλασσα, να την αγγίζει, να τη μυρίζει, να ανασαίνει πάνω της. Ήτανε να το μάθω αυτό όπως κι άλλα που ξεκίνησαν να συμβαίνουν στην αρχή του καινούριου αιώνα στα μέρη μας, όταν πια ο καιρός της ευκολίας (κάτι σαν τις παχιές αγελάδες της Γραφής) είχε τελειώσει.

Αναγκασμένοι κι εμείς από δάνεια – πώς να αντισταθεί κανείς όταν του προσφέρουν απ’ το τηλέφωνο την ευκαιρία να αγοράσει το σπίτι των ονείρων του! Ανοικτό δάνειο! Το χρησιμοποιείς όποτε και αν θέλεις! Όσο για την επιστροφή, όποτε ευκολύνεσθε! Και τρέχουν οι τόκοι και ανατοκίζονται πάλι οι τόκοι και μην ανησυχείτε, οι τράπεζες, θα κάνουμε διακανονισμό. Μέχρι να βουλιάξεις ως το κεφάλι, να μη μπορείς να βγάλεις το στόμα σου έξω από το βούρκο. Ένα βούρκο σαν αυτούς που κινούνται και ρουφάνε τα θύματά τους να τα καταπιούν. 

Καλύτερα στην ανοιχτή θάλασσα είπα. Στο γαλάζιο νερό, στο αφρισμένο κύμα, όταν οι άλλοι φεύγανε γι’ αλλού. Αεροπλάνα, νοσοκομεία και στο τέλος ο θεριστής, με το δρεπάνι του το αδυσώπητο, που πήρε τη μάνα μου. Και όταν χάσει ο άνθρωπος τη μάνα, παύει να είναι παιδί, γίνεται μεγάλος και πια δεν υπάρχει κανείς ν’ ακούσει το παράπονό του.

Δεν ήθελα να βλέπω στεριά, τη θάλασσα να χαθώ.

Μπήκα στο πλοίο μ’ ένα σάκο στον ώμο. Ούτε σπίτι, ούτε αμάξι. Τίποτα.

Δεν ήξερα για το νησί, για το κάστρο για τον πύργο. Τίποτα δεν ήξερα. Η καρδιά όμως δε χρειάζεται να ξέρει. Δίνει αυτή άλλες εντολές, οδηγεί τα βήματα με δική της πυξίδα. Μπορεί να μην το είχα κάνει στα νιάτα μου, τότε που όλοι γυρεύουμε ελευθερία και επανάσταση, να όμως που τώρα είχε έρθει και η δική μου ώρα να φύγω.

Κατέβηκα στο τέρμα της διαδρομής, στο τελευταίο λιμάνι. Από κει και πέρα φόρτωνε το πλοίο επιστροφή. Κι εγώ δεν ήθελα πουθενά να επιστρέψω.

Ήτανε ξημερώματα και δεν ένιωθα τα πόδια μου κουρασμένα. Είδα τον ήλιο να βγαίνει από τη θάλασσα και μια ζέστη που είχα καιρό να νιώσω κύλησε αργά στα μάτια μου. Μπήκε στο κεφάλι και σα να φάρδυνε το στενό μου στήθος. Έκατσα στην πρώτη άδεια παραλία που βρήκα, λίγο έξω από το λιμάνι, κάτι χαλίκια χοντρά και πιο πέρα μια άμμος ψιλή άσπρη και μασούλισα τις φρυγανιές μου. Μου μένανε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό, δυο κονσέρβες φασόλια και ένα κουτί ακόμη φρυγανιές. Ήπια νερό αργά λες και δοκίμαζα κρασί σε κυριλέ εστιατόριο, από αυτά που πηγαίναμε στα χρόνια της ευφορίας. Πλατάγισα και τα χείλη μου απέναντι από τον κόκκινο δίσκο του ήλιου, έτσι όπως ξετυλιγότανε απ’ το νερό, και μου ήρθανε δάκρυα. Κάτι δάκρυα που δε βρέχανε τα μάτια αλλά υγραίνανε το λαιμό μου και μαλακώνανε το πρόσωπο. Άφησα τον ήλιο να ανέβη πολύ και να με ζεστάνει κι άλλο. Οι ακτίνες του σα να ισιώνανε τις ρυτίδες που είχα στο μέτωπο, το πάτημα της χήνας και κείνες τις απαίσιες γραμμές γύρω από το στόμα μου. Κάτι γραμμές θλίψης και απογοήτευσης που δίνουν και στις φατσούλες τις λυπημένες. Η Ε. είναι λυπημένη στην τοποθεσία Π., θυμήθηκα το κλισέ του φβ και ανασήκωσα τις άκρες των χειλιών μου. Νιώθει ευγνωμοσύνη, επέλεξα μέσα στο νοητό μου πληκτρολόγιο. Κάτω κάτω ο κέρσορας, αναζήτηση στα έτοιμα μόσιον, ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ.

Πώς ορίζεται η ευγνωμοσύνη, αναρωτήθηκα με τα μάτια μου κλειστά και τα βλέφαρα να ρουφάνε την πρωινή ζεστασιά του ήλιου. Μια γελαστή φατσούλα έχουν φτιάξει οι σχεδιαστές σε συνεργασία με τους κομπιουτεράδες, αλλά η ευγνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα της επεξεργασίας που κάνει ο εγκέφαλος αναλύοντας τα δεδομένα της εμπειρίας του. Τώρα θα μπορούσα εγώ να αισθάνομαι χαμένη, δυστυχής, εκνευρισμένη, απογοητευμένη, απελπισμένη και άλλους αρνητικούς προσδιορισμούς, που θυμόμουνα στις φατσούλες των εμοτικον. Δεν έχω παρά μόνο είκοσι ευρώ στο πορτοφόλι μου, καμία κάρτα πιστωτική, αναληπτική ή χρεωστική και ένα κινητό τηλέφωνο που θα χρειαστεί μονάδες σε μια εβδομάδα για να δουλεύει, αν υποθέσουμε ότι βρίσκω κάπου ρεύμα για να το φορτίσω ξανά όταν αδειάσει η μπαταρία του. Όμως εδώ είναι ήσυχα, καθαρά και με μια ομορφιά πέρα και πάνω από μένα και από κάθε άνθρωπο. Είχα ξεχάσει πόσο γεμίζει η ψυχή από τον ήλιο και την ησυχία της φύσης αλλά κάπου μέσα μου η καρδιά το θυμόταν και με έφερε μόνη της ως εδώ. Γι’ αυτό ίσως η ευγνωμοσύνη. Για την καρδιά, για την επιλογή μου να της αφήσω το πηδάλιο, για την ιδέα αυτή που είχα στην άκρη της απελπισίας μου. Για το ότι δε χάθηκα πηδώντας από τον πέμπτο όροφο, από το ρετιρέ που χάσαμε μαζί με τη ζωή που τη θεωρούσαμε δική μας. Γιατί τούτη η μικρή παραλία με περίμενε και ο ήλιος θα έβγαινε να μου στεγνώσει τούτα τα δάκρυα που κυλάγανε τώρα στα μάγουλά μου και καταλήγανε στα χείλη μου αλμυρά όπως πάντα.

 

ΦΩΤ: πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου (1876 - 1965), της πρώτης γυναίκας που φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και για την οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είπε ότι αποτέλεσε το πρότυπό του για την ηρωίδα του Στέλλα Βιολάντη 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο