Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2019

Πέμπτη των εξευτελισμών

Εικόνα
Ήρθε ένας ξάδερφος να μας δει κι άνοιξα μια μπύρα να πιούμε στην αυλή. Κούνησε το κεφάλι του – όχι. Ανάσαινε βαριά. Την Κρίση, άρχισε, προσπαθείς να την περιγράψεις, να την αναλύσεις, προσπαθείς να τη δείξεις. Βλακείες! Μπούρδες! Δηθενιές! Ξέρεις τι είναι η Κρίση; Την είδα χτες το μεσημέρι στο Κέντρο, καθώς πήγαινα σε μια δουλειά. Μπαπ! Μπροστά μου! Ο άνθρωπος, ένας από τους σπουδαιότερους που έχουμε. Θαυμαστός. Πρότυπό μου! Το πρόσωπό του, σαν εκείνους τους Αγίους του Θεοτοκόπουλου. Ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια τεράστια. Τα ρούχα του σε κακό χάλι. Κρατούσα μια τυρόπιτα κι ετοιμαζόμουνα να τη δαγκώσω. Ασυναίσθητα τελείως, άπλωσα το χέρι με την τυρόπιτα προς το μέρος του. Είδα τη λαχτάρα στα μάτια του. Τα χείλη του έκαναν μια κίνηση, αλλά δεν την πήρε. Το φαντάζεσαι; Κάθισα πιο πέρα σε ένα πεζούλι ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα κι έκλαιγα σα μικρό παιδί. Πόσο καιρό είχα έτσι να κλάψω δεν θυμάμαι. Ο άνθρωπος αυτός ο σπουδαίος να πεινάει και να μην απλώνει το χέρι του! Δεν ξέρω

Γεννημένοι το ’60

Εικόνα
Μας είπαν γενιά του ιδιωτικού οράματος. Γεννημένοι το ’60, στο γύρισμα μιας εποχής –ροκ, χίππιδες, σεξουαλική απελευθέρωση, Μάης του ’68– μάθαμε να είμαστε προσαρμοστικοί, ευέλικτοι και χωρίς ανόητους φανατισμούς. Δεν υπάρχουν, φίλοι μου στεγανά, ούτε τόσο πια άκαμπτα σύνορα για να ξεχωρίζουν απόλυτα ανθρώπους και έθνη. Η γη μας –το πλανητικό χωριό της μετανεωτερικότητας– σηκώνει τη σάρα τη μάρα και το κακό συναπάντημα. Ταυτοχρόνως αγκαλιάζει ή λιθοβολεί – αναλόγως με την περίσταση – άγιους και προφήτες. Και ο θεός πώς να κρυφτεί πίσω από τον Ουρανό; Πώς να κουνήσει τα νέφη αθέατος από μηχανήματα και δορυφόρους; Γεννημένοι το ’60, γίναμε εξπέρ στην ποικιλία των αναγνώσεων. Ερμηνείες καινούριες και παλαιότερες σενιαρισμένες, τακτοποιημένες στα ράφια και στις έδρες. Ψυχαναλυτική, φεμινιστική, μαρξιστική, αναγνωστικής ανταπόκρισης, κριτική, φορμαλιστική, σημειωτική, δομισμός…πολιτισμική… και πάει λέγοντας. Μάθαμε να διαβάζουμε έτσι κι αλλιώς και ξανά από την αρχή. Να τονίζουμε πρ

Σιλωάμ

Εικόνα
Μουτρωμένη. Η μύτη της, τα μάτια της, το σώμα της, τα κιλά της, ο εαυτός της, οι άλλοι και όλα στη χώρα στραβά. Και τα παιδιά της εξαφανισμένα. Ο δε άντρας της, άστο καλύτερα. Δεύτερη απόπειρα αυτή που πάει κατά διαβόλου. Έφτασε. Από μέσα ήτανε έτοιμη, πέταξε το μακρύ της φόρεμα – μακρύ να κρύβει όσα περισσότερα γίνεται και να δίνει μια εντύπωση αγρού, κήπου κάτι λουλουδιασμένο και ευωδιαστό. Δεν ήταν ζέστη, όχι. Μουντός ο καιρός και κάπως οργισμένος. Σαν το μυαλό και την ψυχή της. Άφησε τα παπούτσια πάνω στα βότσαλα. Καθαρά, γυαλιστερά βότσαλα χωρίς ήλιο. Είναι απ’ το νερό, το απέραντο, πάντα κινούμενο νερό. Χώθηκε - στην αρχή τα πόδια, μετά η μέση, εκεί λίγο καθυστέρησε. Να πάρει θερμοκρασία το κορμί. Τα πόδια και η κοιλιά δεν είχαν ανάγκη. Ούτε ωάρια, ούτε ωρίμανση ούτε ωορρηξία. Χιλιάδες άχρηστα ωάρια στις τουαλέτες και τις χωματερές. Δυο μόνο σε όλη της τη ζωή δεν πήγανε στράφι – αν και τώρα καθόλου δεν είναι σίγουρη πια για τίποτα. Για το νερό μπορεί να μιλήσει τώρα.

λάδια, ξίδια κι άλλες προφάσεις

Εικόνα
Στον τελευταίο τους καυγά ήμουν μπροστά. Οι φωνές τους ξεσηκώσανε το μαγαζί. Είχαμε βγει παρέα να γιορτάσουμε τα γενέθλια – στη δεκαετία του βοδιού [1] όπως έλεγε κι ο πατέρας.   Δεν ήξερα τι στάση να κρατήσω. Τους αγαπούσα και τους δυο. Ζευγάρι στο σπίτι, αλλά και σύντροφοι καλοί, όπως νόμιζα αγαπημένοι. Μόνο που η αγάπη, όλο και πιο πολύ με μπέρδευε πια. Δεν ήμουνα βλέπεις σίγουρη για τις ρίζες της. Δεν έβαζα το χέρι μου στη φωτιά για το νοιάξιμο, την προσφορά, το γέλιο ή και το κλάμα ακόμη. Αν είναι δηλαδή ο άλλος στο κέντρο του συναισθήματος και της τρυφερής αντίδρασης ή ο εκτεταμένος, μεγάλος, τεράστιος εφιαλτικός εαυτός, ο παμφάγος. Σηκώθηκα λυπημένη και βγήκα απ’ το μαγαζί. Τίποτα τόσο μεγάλο και τόσο δυνατό όσο το πλάκωμα της κρύας μαυρίλας που μας σπρώχνει να τα βάλουμε με τον άλλον. Κι αν στροβιλίζονται γύρω μας πεταλούδες κι αν χτυπάνε κύματα φωτεινά τη ζωή μας, χίλιες μυρωδιές, χρώματα και παιχνίδια ομορφιάς στον αέρα, όλα μικρά κι ασήμαντα, ελαφριά και φευγαλέ

την είδα

Εικόνα
Την είδα στο διάδρομο. Μόνη της καθισμένη μπροστά από τον πάγκο – μια άσπρη φτηνή μελαμίνη – έσκυβε σε χαρτιά κι εκκρεμότητες. Το μακρύ πλούσιο – πολύ πλούσιο – φόρεμά της κρεμότανε στο πλακάκι, σερνότανε στο μωσαϊκό. Τα μαλλιά της φουντωτά, κόκκινα, πλούσια κι αυτά. Στη γυμνή της πλάτη – μέχρι χαμηλά, το άνοιγμα της εντυπωσιακής τουαλέτας – είχε ριγμένο ανάλαφρα το μπολερό. Μπλε ελεκτρίκ όλη η σύνθεση. Μονόχρωμο μακρυμάνικο μπολερό, περασμένο χαμηλά στα χέρια, έξω οι ώμοι, γλιστρούσε κι άφηνε κομμάτια της γυμνής πλάτης ξεσκέπαστα, με άσπρα πουά το μακρύ χυτό φόρεμα. Ελάτε από δω, προσφέρθηκα να την εξυπηρετήσω, όχι χωρίς υστεροβουλία, καιγόμουνα να μάθω το πώς και το γιατί.   Καμία σχέση με ό,τι φανταζόμουνα – φτωχή και τετριμμένη η φαντασία αν είναι να αναμετρηθεί με τη ζωή την πολύμορφη. Είχε μια πλούσια ζωή. Δουλειά, άντρες, παιδιά. Μόνο που τα παιδιά δεν είναι φουστάνια ούτε μπούκλες να χύνονται στους ώμους πλούσια και να σέρνονται στα πλακάκια.   Μπήκαμε μαζί στο γρ

περί χρημάτων ο λόγος

Εικόνα
Ατμός είναι. Εκεί που λες έχω λεφτά και κανονίζεις τις δουλειές σου, κάτι μπορεί να τύχει και να μείνεις στον άσσο. Και άλλες φορές ενώ είσαι απένταρος, κάτι γίνεται και όλα έρχονται εύκολα. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Πριν καμιά τριανταριά χρόνια – δεν είχαμε μπει ακόμη στο ευρώ – τότε που πέθανε η πεθερά μου πήγα να δώσω κάτι ρούχα της σε μια άπορη γριά σε άλλο χωριό. Δεν την ήξερα, μου είπανε γι αυτήν ότι είναι μισότυφλη και ζει με τον ανάπηρο γιο της σε ένα καλύβι από ελεημοσύνες. Φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πήγαμε με τον άντρα μου τον συχωρεμένο. Μέσα στις μύγες, κατουρημένη, εκεί που έτρωγε εκεί τα έκανε, τι να σου πω. Απελπισία. Ντράπηκα τον εαυτό μου. Τότε έκαμα το σταυρό μου και είπα. Θεέ μου βοήθησέ μας να τους φτιάξουμε ένα σπίτι να μένουνε τούτοι οι άνθρωποι. Έτρεξα τότε κι εγώ και ο συχωρεμένος, ο δήμαρχος έβγαλε άδεια, βρήκαμε μαστόρους, όλοι δουλέψανε χωρίς να πάρουνε φράγκο, και τα υλικά τα πληρώσαμε στο κόστος. Το σπίτι ήτανε έτοιμο προτού πιάσουν οι

τα ψάρια

Εικόνα
Ήτανε γέρος με παιδικό πρόσωπο και είχε μπροστά του ένα πιάτο ψάρια τηγανητά. –Φάε! Άνοιγα τον αργό υπολογιστή μου όταν άκουσα να τον μαλώνουν. –Φάε! Θα κάτσουμε ως το βράδυ, όσο χρειαστεί, μέχρι να φας το φαγητό σου. Φάε! Εκείνος μουρμούριζε αρνήσεις και βρισιές. Τις επανέλαβε τόσες φορές, σχεδόν όσες η γυναίκα φοβέριζε με μια φωνή που μου φάνηκε ότι ερχόταν από άλλες εποχές. Γύρισα λίγο το κεφάλι μου να δω το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τη γυναίκα που μπορούσε να είναι τόσο απελπισμένη. Αλλά δεν τη διέκρινα. Ήταν μπροστά αυτός ο άντρας ο ψηλός, καμπουριασμένος με το μακρουλό πρόσωπο και τα μάτια του τα θολά. Δεν κατάλαβα αν ήταν μεγάλη, αν ήτανε όμορφη ή καλοφτιαγμένη. Είδα όμως το κοριτσάκι της. Αμίλητο, με τα πεταχτά του δοντάκια χαριτωμένο. Παρακολουθούσε, άκουγε κι αισθανόταν. Καμιά δεκαριά χρόνων.

8 Μάρτη

Εικόνα
Α. Δεν ήθελα παρά να πεθάνω. Για να καθαρίσει ο τόπος από μια ακόμη άχρηστη μύξα, όπως μου έλεγε. Είχα κιόλας ανοίξει την πόρτα να φύγω, να χαθώ. Δεν υπήρχε πια ουρανός, μόνο η δική μου ντροπή, όταν άκουσα τη φωνή του να με καλεί για να παίξουμε το παιχνίδι της εξουσίας με τη μάσκα του πόθου. Β. Τα χέρια του – κάτι μεγάλες παλάμες που χαϊδεύανε μαγικά – όταν τα σήκωσε πρώτη φορά πάνω μου, έσκυψα απλώς το κεφάλι. Ήμουν η βασίλισσά του, το αστέρι που έλαμπε στον ουρανό. Τον ήλιο τον έβλεπα μόνο στα μάτια του, θεός μου.   Το ήξερα πως δεν ήταν αποδεκτό, ακόμη και διδακτορικό είχα, γνώριζα όλες τις συμβουλές φίλων και ειδικών, όμως ποιος υπολογίζει επιστήμονες και σοφούς, αν μπορεί να βρεθεί στον παράδεισο, έστω κι αν βουτάει στην κόλαση βαθιά. Όσο πιο πολύ το σκοτάδι, τόσο ψηλότερα μετά. Το δικό μας κρυφό μυστικό. Ο δικός μας, κατάδικός μας κόσμος. Γ. Δεν ήταν ούτε τα λόγια ούτε τα αγγίγματα. Μόνο το χτύπημα της σιωπής κάτω απ’ τη ζώνη.   Όταν ήρθε ο πατέρα