Σιλωάμ



Μουτρωμένη. Η μύτη της, τα μάτια της, το σώμα της, τα κιλά της, ο εαυτός της, οι άλλοι και όλα στη χώρα στραβά. Και τα παιδιά της εξαφανισμένα. Ο δε άντρας της, άστο καλύτερα. Δεύτερη απόπειρα αυτή που πάει κατά διαβόλου.
Έφτασε. Από μέσα ήτανε έτοιμη, πέταξε το μακρύ της φόρεμα – μακρύ να κρύβει όσα περισσότερα γίνεται και να δίνει μια εντύπωση αγρού, κήπου κάτι λουλουδιασμένο και ευωδιαστό.
Δεν ήταν ζέστη, όχι. Μουντός ο καιρός και κάπως οργισμένος. Σαν το μυαλό και την ψυχή της. Άφησε τα παπούτσια πάνω στα βότσαλα. Καθαρά, γυαλιστερά βότσαλα χωρίς ήλιο. Είναι απ’ το νερό, το απέραντο, πάντα κινούμενο νερό.
Χώθηκε - στην αρχή τα πόδια, μετά η μέση, εκεί λίγο καθυστέρησε. Να πάρει θερμοκρασία το κορμί. Τα πόδια και η κοιλιά δεν είχαν ανάγκη. Ούτε ωάρια, ούτε ωρίμανση ούτε ωορρηξία. Χιλιάδες άχρηστα ωάρια στις τουαλέτες και τις χωματερές. Δυο μόνο σε όλη της τη ζωή δεν πήγανε στράφι – αν και τώρα καθόλου δεν είναι σίγουρη πια για τίποτα. Για το νερό μπορεί να μιλήσει τώρα. Αυτό που απλώνεται, τεντώνεται και ταράζεται μπροστά της.
Ευγενικά. Έτσι μπαίνει με το στήθος και μέχρι τον λαιμό. Εκεί σταματάει. Το κεφάλι όχι δεν θα το βουτήξει σήμερα. Τα μαλλιά της βαμμένα, αδύνατα, δεν αγαπούν το αλάτι, όπως το λαχταράει ολόκληρη. Βυθίζεται, απλώνει το σώμα της, όλες οι ίνες του κορμιού, τα μόρια, τα σημεία, οι ρίζες των πόρων, τα μαλακά και σκληρά μέρη, όπως τότε στο δάσος. Είχαν απλώσει την πετσέτα, τα χέρια του, τα πόδια του, τα χείλη του. Ήταν παιδιά σχεδόν, ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα κάτω από τα ψηλά δέντρα. Εκεί που δεν θα τους έβλεπαν. Της ξυπνούσε το σώμα, νάρκωνε το μυαλό, όλα τα μέλη της μουδιασμένα. Ένας έρωτας ολόκληρος, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.


Τώρα το νερό – άπειρο νερό – μέσα στα χέρια, στα πόδια, στην κοιλιά. Δεν έχει δέρμα, δεν έχει βάρος, δεν έχει σκέψεις βαριές και ασήκωτες. Την καθαρίζει, τη γυαλίζει, την πλένει απαλά χωρίς να κοκκινίζει, να ερεθίζει, να στιγματίζει.
Κάθε φορά, όσο δουλεύει η αρχή του Αρχιμήδη – παν σώμα εμβαπτιζόμενον εντός του ύδατος …– λες και το βάρος που εκτοπίζει είναι οι σκέψεις της οι σκοτεινές. 

Φόρεσε το φόρεμα, τα παπούτσια και πήρε την πετσέτα στο χέρι. Ανέβηκε το χωματόδρομο .
Η μέρα ήταν ακόμη μουντή και τίποτα δεν είχε διορθωθεί στη ζωή της. Μπορεί κάποτε να υπήρξα σταγόνα, σκέφτεται οδηγώντας δεξιά και αφήνοντας τους βιαστικούς να προσπερνάνε. Χαμογελούσε.
Ελένη Γ.


Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο