σημεία και τέρατα
Συνεχίζω με κείνο το τετράδιο, που
αγόρασα το καλοκαίρι.
Τι κι αν βρισκόμαστε στην
επαρχία. Οι άνθρωποι κλέβουν κι εδώ, μέρα μεσημέρι αρπάζουν χρυσαφικά και
χρήματα. Ό,τι βρούνε. Παλιότερα ένας σκότωσε κάποιον. Σήκωσε μια μεγάλη πέτρα και
του έλιωσε το κεφάλι. Δεν ήμουν εκεί, το άκουσα όμως. Ο φονιάς είχε χρήματα –
δεν θα πω εδώ πώς τα βρήκε – κι έβαλε καλούς δικηγόρους να τον υπερασπιστούν.
Βρισκόταν σε άμυνα λένε οι δικηγόροι και οι συγγενείς. «Αιμοβόρος άνθρωπος. Είναι
το σόι τους», λένε στα καφενεία και στις αυλές. Έτσι τους κατατάσσουν εδώ.
Ανάλογα με την καταγωγή, κολλάνε και τις ταμπέλες.
Τα σόγια μένουν στην ίδια
γειτονιά – ο αρχικός πυρήνας τουλάχιστον γιατί με τα χρόνια κατοικήσανε στους
κήπους, στα χωράφια, σε άλλες πόλεις και σε όλη την υφήλιο πια. Τα σόγια συνήθως
υποστηρίζονται μεταξύ τους ή τουλάχιστον οφείλουν να υποστηρίζονται. Όταν έχουν
βέβαια κτηματικές ή άλλες διαφορές, δεν υπολογίζουν σόγια και τέτοια. Ο πιο
εύκολος τρόπος τότε για να επιτεθεί κανείς σ’ αυτόν που τον έχει άχτι, είναι οι
πέτρες. Ακόμη και τα μικρά παιδιά – δεν ξέρω για τα λίγα που γεννιούνται τώρα
μόνο για τότε, όταν σε μια τάξη μαζευόντουσαν καμιά τριανταριά τουλάχιστον –
πετροβολούσαν το ένα το άλλο κι ανοίγανε τα κεφάλια τους.
Φέτος – βροχές, κρύο και
αέρας – πέσανε πολλές φορές οι πέτρες οι μεγάλες στους δρόμους, αλλά κανένα
ατύχημα δεν άκουσα να συμβεί. Μόνο τα εγκλήματα πληθαίνουν.
Έχω καταγράψει μερικά σ’
ένα παλιότερο αρχείο, τότε που ξεχώρισα τις ιστορίες των εγκλημάτων απ’ τις
συνταγές των φαγητών – και οι συνταγές, ιστορίες μου φανήκανε στην αρχή. Καλύτερα
γι αυτές να πω τώρα.
Είναι ντόπιες συνταγές
που τις άκουσα απ’ τη μάννα μου κι απ’ άλλους διάφορους, γείτονες και
γειτόνισσες. Μερικές γυναίκες μαγειρεύουν ακόμη με αυτό τον παραδοσιακό τρόπο.
Ανάβουν και φωτιά με ξύλα, βάζουν πάνω μια σιδερένια λαμαρίνα και φτιάχνουν
κάτι σαν κρέπες. Η φωτιά καψαλίζει τα δάχτυλα, όμως εκείνες έχουν σκληρές
πέτσες στα χέρια κι είναι γρήγορες πολύ. Σαν κάτι σεφ ακριβοπληρωμένους.
Θα ήταν ωραίο να δούλευε
η κάμερα της φωτογραφικής μηχανής μου να βιντεοσκοπήσω τη διαδικασία. Να
καταλάβω πώς δεν καίγονται στις φωτιές, πώς τακτοποιούν τα γλυκά στις πιατέλες,
πώς αλείφουν με λάδι τα ταψιά. Όμως η ζωή τους δε μπορεί να καταγραφεί στην
κάμερα και πιο πολύ απ’ όλα αυτή η ζωή που βγαίνει στα φαγητά τους. Τα πιο
συγκλονιστικά είναι όσα φτιάχνουν με αλεύρι αλλά κι εκείνα με το γάλα. Πήγα σε
μια μεγάλη γυναίκα που διατηρούσε τις γίδες της και παρακολούθησα πάλι πώς
έπηζε το τυρί. Πώς το σταύρωνε και πώς έλεγε μια προσευχή καθώς το έκοβε. «Έλα
Χριστέ και Παναγιά!»
Είδα και τη διαδικασία
του σαπουνιού. Εκεί μπαίνουν σοβαροί περιορισμοί απαράβατοι. Για να βάλουν το
καζάνι με τα παλιόλαδα πάνω στη μεγάλη φωτιά – εμείς βάνουμε είκοσι κιλά λάδι –
πρέπει καμιά να μην έχει περίοδο και να μην υπάρχει πρόσφατα πεθαμένος στο
σπίτι. Το πρώτο μού το εξήγησε ένας βιολόγος επιστημονικά – οι γυναικείες
ορμόνες επηρεάζουν τη χημική διαδικασία – αλλά για το δεύτερο δε μπορώ να βρω
λογική εξήγηση. «Εμείς δεν είχε σαραντίσει ο μπαρμπα-Παναγιώτης, δυο μέρες το
παλεύαμε και δε γινότανε. Το πήρε η Κατίνα στο σπίτι όμως και έγινε αμέσως. Το
σαπούνι είναι αερικό».
Πώς ετοιμάζουν πανί για
τον αργαλειό δεν είδα. Καμιά νομίζω δεν υφαίνει πια. Όμως άκουσα να λένε ότι
όταν φτιάξει ο καιρός θα «ιδιάσουν». Θα φέρουν τα μιτώματα και όλα όσα
χρειάζονται και θα υφάνουν κουρελούδες. Υπάρχει ένα μαγαζί με τουριστικά είδη στην
περιοχή που ζητάει κουρελούδες παραδοσιακές.
Ελένη Γ.
Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου