Η Λίμνη (2)


Τον περίμενε. Τον Ορφέα. Αυτός ήταν ο εραστής. Οχτώ με εννιά κάθε βράδυ ξάπλωνε στο κρεβάτι – ένα ντιβάνι με μαλακό στρώμα – έβγαζε όλα της τα ρούχα και τον περίμενε. Του έδινε ό,τι ήθελε. Μόνο περισσότερο χρόνο δε μπορούσε να του δώσει, όσο κι αν εκείνος επέμενε. Μια ώρα. Οχτώ με εννιά.
Ύστερα έστρωνε τα μαλλιά της, τέντωνε πίσω τα μπράτσα της και του χαμογελούσε. Μαλακά, γλυκά, όπως ταιριάζει στον ξεχωριστό, αγαπημένο εραστή.
Μια Κυριακή, απελπισμένος, την παραφύλαξε. Έκανε πως βγαίνει από την πόρτα, μα ξαναγύρισε για να κρυφτεί στη σκάλα. Ήθελε να καπνίσει, αλλά κρατήθηκε. Μια ώρα, δυο, τρεις ώρες, πήγε δώδεκα, όμως δεν άκουγε τίποτα. Πίστεψε πως η γυναίκα κοιμάται, σκέφτηκε να φύγει, είχε κουραστεί πια, ένιωθε και γελοίος. Σηκώθηκε λοιπόν αργά και δοκίμασε να τεντωθεί, αλλά αμέσως μαζεύτηκε. Μια σκιά γλιστρούσε στο σκοτάδι. Ούτε φως ούτε τίποτα.
Μόνο η γυναικεία σιλουέτα, λεπτή και απαλή, όπως και στο κρεβάτι της. Κρατούσε δυο τσάντες πλαστικές κι έγερνε απ’ το βάρος τους.
Την ακολούθησε προσεχτικά. Για λίγο. Όσο να ψιθυρίσει κανείς ένα τραγούδι, απ’ αυτά που μιλάνε για την ανθρώπινη δύναμη, εκείνη που περνάει δίπλα μας κάθε μέρα, όμως δεν τη συναντούμε, αν δεν ανοίξουνε κι άλλο τα μάτια μας.
Μπήκε η γυναίκα σ’ ένα πορτάκι, πέρασε την αυλή και χώθηκε σε κάποιο δωμάτιο. Ο Ορφέας στάθηκε απέξω. Απ’ το λιγοστό φως που έριχνε η κολώνα του δρόμου, μπόρεσε να συμπεράνει το χώρο. Την άλλη μέρα θα έψαχνε.
Δεν άντεξε ως την άλλη μέρα. Ξαναγύρισε αργότερα, αφού πρώτα περιπλανήθηκε στα μπαρ της πόλης.
Είχε ζεσταθεί από το αλκοόλ κι έσπρωξε το πορτάκι. Δεν ήταν αγενής, όμως το μυστήριο κεντρίζει την ανθρώπινη περιέργεια. Περπάτησε την αυλίτσα και κόλλησε το μούτρο του σ’ ένα τζάμι, στη βορινή πλευρά. Τίποτα. Σκοτάδι. Γύρισε να φύγει, όταν αντιλήφθηκε ξανά τη σκιά. Την ίδια σκιά. Λεπτή και μαλακή, αυτή που ακολούθησε λίγες ώρες νωρίτερα. Γύριζε. Η ίδια διαδρομή, όμως ανάποδα τώρα.

Την άλλη μέρα οχτώ με εννιά στο κρεβάτι δίπλα του να μην του αρνιέται τίποτα. Σιωπηλή, όπως πάντα. Μόνο το χαμόγελο στο τέλος, λίγο πριν του ανοίξει την πόρτα για να τον διώξει.
Για μια βδομάδα κάθε βράδυ το ίδιο πρόγραμμα. Οχτώ με εννιά έκανε έρωτα μαζί του, εννιά με δώδεκα κλεισμένη στο σπίτι κάτι ετοίμαζε και δώδεκα με δύο έμενε στο μυστηριώδες δωμάτιο.

Σήμερα είναι πάλι Κυριακή. Η ώρα που τεντώνει τα όμορφα μπράτσα της. Ο Ορφέας την αφήνει να τελειώσει την κίνηση που αγαπά να χαζεύει. Ύστερα βυθίζει τα μάτια του μέσα στα δικά της. Ώρα πολλή. Την μαγνητίζει σχεδόν. Έχει μάθει την τεχνική από κάτι ταξίδια που διδάσκουν εκτός από το πνεύμα και την ψυχή. Θέλει να του μαρτυρήσει το μυστικό της, αλλά πιο πολύ θέλει να επέμβει στο χρόνο της. Νιώθει πως αν δεν το κάνει αυτό θα πλαντάξει. Κι η γυναίκα ... για μια στιγμή χαλαρώνει. Τόσο, μια στιγμή αρκεί για να τον αφήσει ν’ αλώσει το μυστικό της.
Του επιτρέπει να μείνει κοντά της, όσο ετοιμάζει τα φαγητά. Πολλά και διαφορετικά. Τρεις ολόκληρες ώρες να τα μαγειρέψει, να τα συσκευάσει σε δίσκους, πιατέλες και σακούλες. Τη βοηθάει να τα κουβαλήσει κι η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Είναι η ώρα να αντικρίσει την αλήθεια που θα τον κάνει – αλίμονο – να το βάλει στα πόδια.
Δυο παραμορφωμένοι γέροι, παχύσαρκοι, ξαπλωμένοι σε πεντακάθαρα σεντόνια. Ένα στρογγυλό τραπέζι και, ψεύτικα λουλούδια – πλαστικά – σε όλες τις γωνίες.

Μένει λίγο ακόμη μαζί της. Δεν τον εμποδίζει τώρα. Όλα μπορεί να τα μάθει αν θέλει. Μα ο άντρας με τον καιρό αραιώνει. Πηγαίνει μέρα παρά μέρα κι αργότερα δυο φορές τη βδομάδα. Εκείνη του χαμογελάει ακόμη, αμίλητη και μαλακιά, όμως δεν τεντώνει πια τα μπράτσα της. Το βλέμμα της σκάβει το δικό του. Πού είχε πάει τώρα η μαγεία;
Ο Ορφέας βιάζεται να φύγει. Θέλει να τραβήξει για τη μεγάλη λίμνη, που λένε οι φίλοι του…
--Είναι οι γονείς μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω για να τους συντηρώ. Οχτώ με δύο το πρωί δέχομαι άντρες κάθε λογής. Αρκεί να πληρώνουν. Τρεις με τέσσερις τρώω το φαΐ μου και τέσσερις με εφτά κοιμάμαι. Ως τις εννιά, οι ώρες είναι δικές μου. Εφτά με εννιά μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Παλιότερα ζωγράφιζα, μα από τότε που σε γνώρισα δε ζωγραφίζω πια. Μόνο ετοιμάζω το κορμί μου, το πλένω, το αρωματίζω και το περιποιούμαι έτσι που να σου αρέσει όσο γίνεται περισσότερο. Ύστερα, για μια ώρα κάνω έρωτα μαζί σου. Σε αγαπώ. Θέλω να σε φροντίζω, να σε κάνω χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Μπορώ και να σε συντηρώ κιόλας, αν θέλεις. Μόνο μη μ’ αφήσεις. Δεν ξέρω τι να την κάνω τη ζωή μου πια, αφού έγινες εσύ η ομορφιά της…
Είχε απαλή και γλυκιά φωνή. Ως τότε την θεωρούσε μουγκή.
Μα, ... πόσο μπορεί να βαστάξει η γοητεία μιας φωνής;
Πόσο χρειάζεται για να ξεκοκαλίσει κανείς ένα κορμί;

ΣΗΜ. Απόσπασμα από το ομότιτλο διήγημα της συλλογής Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2010

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο