κονιάκ 7 αστέρων



στους απόντες
που όλο πληθαίνουν

Όταν έφυγαν όλοι – άδεια η κλιματιζόμενη αίθουσα – πήρα τον διάδρομο που είχε ακολουθήσει η πομπή λίγο νωρίτερα και στάθηκα μόνη μου πάνω στο σβολιασμένο χώμα. Η ζέστη του μεσημεριού πύρωνε τον κόσμο, φλεγότανε το κεφάλι μου.
 Η χήρα είχε έρθει φορώντας ένα ολόασπρο σύνολο – κάποιοι το θεωρούν κι αυτό πένθος – και κουνούσε τη μαύρη βεντάλια της μπροστά στο πρόσωπο όλη την ώρα. Ένα πρόσωπο χωρίς ρυτίδες, νεανικό.
Το βλέμμα της, όταν τη συλλυπήθηκα, ήταν σκληρό, αδιαπέραστο.
Ευχαριστώ, είχε πει ανέκφραστα, όπως έκανε με τον προηγούμενο από μένα και με τον επόμενο και με άλλους εκατόν πενήντα περίπου συγγενείς και φίλους του εκλιπόντα. Πάνω από εκατόν πενήντα ευχαριστώ μέσα στο μεσημέρι του καύσωνα, το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.
Στην ώρα του καφέ είχα καθίσει μακριά της, ανάμεσα σε μαύρα ρούχα και βλέμματα συμπονετικά. Κανένα δεν γνώριζα εξ όψεως. Κανείς δε με γνώριζε ούτε εξ ακοής. Σε όσους με ρώτησαν, συστήθηκα σαν συνάδελφος που έμαθα απ’ τα κοινωνικά δίκτυα το λυπηρό γεγονός.

Τώρα μόνη μου, μακριά από όλους πάνω στο ξερό χώμα, δίπλα στα λουλούδια που μαραινόντουσαν. Αν έκλαψα με λυγμούς, αν τρέξανε τα δάκρυα και κατάπια την αρμύρα τους ή αν στεγνώσανε πάνω στα μάγουλά μου δεν θυμάμαι. Ούτε ακόμη πώς έφυγα από κείνο το πυρωμένο λιοπύρι ξέρω. Αν κάποιος με έπιασε απ’ το χέρι, υπάλληλος του δήμου, γυναίκα συμπονετική ή κανένας άγνωστος κουστουμαρισμένος άντρας, από αυτούς που μισθώνουν τα γραφεία κηδειών με οδήγησε μισολιπόθυμη να πάρω ταξί και να γυρίσω στο ήσυχο σπίτι μου, δεν μπορώ να πω. 
Πάντως το απόγευμα της ίδιας ημέρας – πύρωνε ακόμη ο ήλιος, τα παράθυρά μου κλειστά και τα πατζούρια κατεβασμένα – ήμουνα καθισμένη στη δροσιά της βορινής μου κουζίνας με ένα ποτήρι παγωμένο νερό στα χέρια. Ίδρωνε το γυαλί, βρεχόταν το ξύλο του τραπεζιού. Φορούσα το κίτρινο βαμβακερό μου φόρεμα. Τα ρούχα του πένθους τα είχα τακτοποιήσει καλά στη ντουλάπα. Μαζί και τη δερμάτινη τσάντα, στη θήκη της τη χνουδωτή. Τίποτα δε θα φανέρωνε ότι είχα πάει σε κηδεία. Δεν θα το μάθαιναν ποτέ ότι πενθούσα πολύ κάποιον. Ακόμη και το άδειο μπουκάλι, το γνώριμο με τον μακρύ λαιμό, ήταν χωμένο βαθιά στον κάδο της ανακύκλωσης.
Μόνο το ποτήρι το γυάλινο, εκείνο το κολονάτο με την πλατιά βάση και το στενότερο στόμιο – να μένει το ποτό μέσα στον φαρδύ πάτο, να ποτίζει τα τοιχώματα, να βγαίνουν αργά τα αρώματα, να αναδεύονται στον αέρα και να απλώνονται πυκνά παντού όπως ο πόνος – το ξέχασα άπλυτο μέσα στο νεροχύτη τον άσπρο, που στραφτάλιζε πεντακάθαρος.


Ελένη Γ.

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο