λάδια, ξίδια κι άλλες προφάσεις



Στον τελευταίο τους καυγά ήμουν μπροστά. Οι φωνές τους ξεσηκώσανε το μαγαζί. Είχαμε βγει παρέα να γιορτάσουμε τα γενέθλια – στη δεκαετία του βοδιού[1] όπως έλεγε κι ο πατέρας.  
Δεν ήξερα τι στάση να κρατήσω. Τους αγαπούσα και τους δυο. Ζευγάρι στο σπίτι, αλλά και σύντροφοι καλοί, όπως νόμιζα αγαπημένοι. Μόνο που η αγάπη, όλο και πιο πολύ με μπέρδευε πια. Δεν ήμουνα βλέπεις σίγουρη για τις ρίζες της. Δεν έβαζα το χέρι μου στη φωτιά για το νοιάξιμο, την προσφορά, το γέλιο ή και το κλάμα ακόμη. Αν είναι δηλαδή ο άλλος στο κέντρο του συναισθήματος και της τρυφερής αντίδρασης ή ο εκτεταμένος, μεγάλος, τεράστιος εφιαλτικός εαυτός, ο παμφάγος.
Σηκώθηκα λυπημένη και βγήκα απ’ το μαγαζί.
Τίποτα τόσο μεγάλο και τόσο δυνατό όσο το πλάκωμα της κρύας μαυρίλας που μας σπρώχνει να τα βάλουμε με τον άλλον. Κι αν στροβιλίζονται γύρω μας πεταλούδες κι αν χτυπάνε κύματα φωτεινά τη ζωή μας, χίλιες μυρωδιές, χρώματα και παιχνίδια ομορφιάς στον αέρα, όλα μικρά κι ασήμαντα, ελαφριά και φευγαλέα. Η καρδιά πλακωμένη και κρύα, ο ήλιος θαμπωμένος και λίγος, καμία χαρά πουθενά.
Παραπονεμένα παιδιά, φοβισμένοι ενήλικες, ανικανοποίητες ψυχές, χτυπιόμαστε μήπως και γλιτώσουμε.

Μερικοί, δοκιμάζουν ξόρκια και προσευχές. Γονατισμένοι βαθιά – σκυμμένο το κεφάλι στο στήθος – στραμμένοι σε κάτι μεγαλύτερο, σε κάτι πιο δυνατό και πανάγαθο.
Άλλοι, εμπιστεύονται τους θεραπευτές, ανθρώπους δηλαδή με χάρισμα και ανθρώπινα εργαλεία. Αυτοί σαν τους παλιούς μύστες, υπομονετικά και με τέχνη μαλάζουν τα κέντρα, χαϊδεύουν τις συνδέσεις και καταγίνονται να λύσουν κόμπους και θηλιές των ανθρώπων.
Είναι και λίγοι που καταφεύγουν στη φιλοσοφία. Με όπλο αυτοί, θεωρίες – παλιές ή καινούριες – με τη σκέψη τους καθαρή, δυνατή και επίμονη, παίζουν το παιχνίδι της μετακίνησης. Θέλουν να παρατηρήσουν τα πράγματα – τους ίδιους και τους άλλους – από απόσταση. Παραμερίζουν τον εαυτό τους, με προσπάθεια, από το κέντρο και βλέπουν τότε το φως να απλώνεται σε όλες τις διαστάσεις, να τρυπώνει στις γωνίες, να τινάζει τις σκιές, να διώχνει τις υποψίες.
Αλλά και η Τέχνη – μεγάλη ή ταπεινή, τελειωμένη ή ακόμη νηπιακή και αδύναμη – τούτο τον αγώνα δηλώνει!
Όποιο τρόπο όμως κι αν μηχανευτούν – πλήθος μέθοδοι, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά[2] ίδιος είναι ο στόχος. Μια μικρή μετατόπιση. Ένα μικρό μαγικό κλικ! Αριστερά-δεξιά, μπρος-πίσω, πάνω-κάτω, δεν έχει σημασία. Μόνο ένα κλικ.
Και μετά, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν τον αφορά ο καυγάς, ο χαμός, η εξουσία. Δεν τον νοιάζει αν του λένε ότι έπρεπε να βάλει εκεί το ξύδι, εδώ το λάδι, αν τα σύνορα του χωραφιού είναι δέκα πόντους πιο πέρα ή ακόμη και ένα μέτρο μακρύτερα. Δεν νοιάζεται ούτε αν ο άλλος επιμένει πως πίσω από τις κουρτίνες υπάρχουν κρυμμένα φαντάσματα. Δεν υπάρχουν φαντάσματα, το ξέρει. Μόνο ψυχές που τα κουβαλάν και τα στήνουν.


[1] Γίνεται αναφορά στον μύθο του Αισώπου, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είχε δικά του αρχικά μόνο 40 χρόνια ζωής, που φρόντισε να τα ζει ωραία, χτίζοντας σπίτι και συγκεντρώνοντας αγαθά. Αυτή την άνεση ζήλεψαν τα ζώα που ήρθαν κοντά του. Έτσι, με αντάλλαγμα στέγη και τροφή, του έδωσαν από δέκα χρόνια πρώτα το άλογο, μετά το βόδι και τέλος ο σκύλος.

[2] Ο στίχος από το πρώτο στάσιμο στην τραγωδία του Σοφοκλή, Αντιγόνη.

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Γίνεται αναφορά στον μύθο του Αισώπου, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είχε δικά του αρχικά μόνο 40 χρόνια ζωής, που φρόντισε να τα ζει ωραία, χτίζοντας σπίτι και συγκεντρώνοντας αγαθά. Αυτή την άνεση ζήλεψαν τα ζώα που ήρθαν κοντά του. Έτσι, με αντάλλαγμα στέγη και τροφή, του έδωσαν από δέκα χρόνια πρώτα το άλογο, μετά το βόδι και τέλος ο σκύλος.


Ελένη Γ. 
Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για  την τέχνη και τη ζωή Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο