Πέμπτη των εξευτελισμών


Ήρθε ένας ξάδερφος να μας δει κι άνοιξα μια μπύρα να πιούμε στην αυλή. Κούνησε το κεφάλι του – όχι. Ανάσαινε βαριά.
Την Κρίση, άρχισε, προσπαθείς να την περιγράψεις, να την αναλύσεις, προσπαθείς να τη δείξεις.
Βλακείες! Μπούρδες! Δηθενιές! Ξέρεις τι είναι η Κρίση;
Την είδα χτες το μεσημέρι στο Κέντρο, καθώς πήγαινα σε μια δουλειά. Μπαπ! Μπροστά μου!
Ο άνθρωπος, ένας από τους σπουδαιότερους που έχουμε. Θαυμαστός. Πρότυπό μου!
Το πρόσωπό του, σαν εκείνους τους Αγίους του Θεοτοκόπουλου. Ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια τεράστια. Τα ρούχα του σε κακό χάλι. Κρατούσα μια τυρόπιτα κι ετοιμαζόμουνα να τη δαγκώσω. Ασυναίσθητα τελείως, άπλωσα το χέρι με την τυρόπιτα προς το μέρος του. Είδα τη λαχτάρα στα μάτια του. Τα χείλη του έκαναν μια κίνηση, αλλά δεν την πήρε. Το φαντάζεσαι;
Κάθισα πιο πέρα σε ένα πεζούλι ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα κι έκλαιγα σα μικρό παιδί. Πόσο καιρό είχα έτσι να κλάψω δεν θυμάμαι.
Ο άνθρωπος αυτός ο σπουδαίος να πεινάει και να μην απλώνει το χέρι του! Δεν ξέρω τι με συγκλόνισε περισσότερο. Η πείνα του ή η αξιοπρέπειά του. Μάλλον το δεύτερο. Γιατί αν δεν είχε αξιοπρέπεια δεν θα πεινούσε.
Είχε σφιχτεί το στομάχι μου, το στόμα μου ήτανε στεγνό. Την τυρόπιτα την άφησα έτσι όπως ήτανε τυλιγμένη στο χαρτί της πάνω στον τοίχο μιας εκκλησίας. Ας την τσιμπούσαν τα πουλιά. Δε μπορούσα να τη φάω.   


Ελένη Γ. 





Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο