Βερανζέρου και Ξούθου



Στρίβω στον πεζόδρομο Μαρίκας Κοτοπούλη.
Ο εφημεριδοπώλης έχει μαζέψει το εμπόρευμά του και το έχει ασφαλίσει, δεμένο γερά στη μεγάλη κολώνα. Αυτή που στηρίζει το ψηλό κτίριο με την τεράστια ταμπέλα του ΚΚΕ. Πιάνουν τα κόκκινα γράμματα τον δεύτερο και τρίτο όροφο. Βλέπω δυο γεροδεμένες κοπέλες να βγαίνουν από τη γυάλινη πόρτα του ισογείου γελαστές και ζωηρές. Κι ένας άντρας μαζί τους με το κράνος στο χέρι τις χαιρετάει. Κι αυτός γεροδεμένος, γήινος κι αυτός. Ούτε λεπτές αιθέριες υπάρξεις, ονειροπόλα αγόρια και εύθραυστες μορφές.
Δυο-τρία βήματα πιο πέρα, ένας άντρας – ή μήπως γυναίκα με αρρενωπά χαρακτηριστικά;- είναι ανεβασμένος σε μια μεγάλη μοτοσικλέτα, παρκαρισμένη στον τοίχο του ίδιου κτιρίου και βάφει τα μάτια του. Μαύρα ρούχα, μακριά μαλλιά, μακρουλό πρόσωπο που όλο αγριεύει, όσο προσθέτει πινελιές γύρω από τα μάτια κοιτώντας στο καθρεφτάκι της μηχανής.
Στέκομαι λίγο, όχι τόσο για να δω τι θα βάλει ακόμη, πώς θα συνεχίσει τη δραστηριότητά του, αλλά μήπως και καταλάβω γιατί το κάνει αυτό.  
Να περπατάς με τα μάτια κάτω, μην κοιτάς περίεργα. Δεν ξέρεις τι είναι ο καθένας, πώς μπορεί να αντιδράσει, τι σταυρούς κουβαλάει!

Συνήθως περνώ βιαστικά. Κρατάω το κεφάλι μπροστά, κοιτάω δεξιά αριστερά, όχι όμως και προς τα πάνω. Δεν στέκομαι στο στενό και άβολο πεζοδρόμιο, δεν σηκώνω τα μάτια να καταλάβω τη γεωγραφία της περιοχής. Με απασχολεί μη με πατήσουν τα αυτοκίνητα, μην πατήσω τις σύριγγες, μη με διπλαρώσει κανένας κλέφτης, μη σκοντάψω σε κανένα άστεγο. Τα ξενοδοχεία Ηνίοχος, Πριγκιπικόν, μόλις τα προσπέρασα χωρίς ούτε μια ματιά να τους ρίξω πάλι.
 Θυμώνω με την αδιαφορία μου. Πρέπει να αποτυπώσω τον δρόμο. Όλα αλλάζουν τώρα. Ξεφυτρώνουν ξενοδοχεία παντού. Η καινούρια μου ασχολία να τα μετράω. Είναι πολυκατοικίες που γίνονται καταλύματα για τουρίστες και ξένους γενικά. Και τα παλιά όμως ανακαινίζονται. Τη νύχτα ανάβουν τα φώτα. Ωραία μελετημένα, χρωματιστά. Πανδαισία.
Στην Ξούθου, το στενό δρομάκι δεξιά, δεν έχει φτάσει ο εξωραϊσμός, κι ας την έκαναν εικαστικό έκθεμα το 2017 καλλιτέχνες με το project «ΞΟΥΘΟΥ, η σιωπή της πόλης». Τώρα είναι έρημη. Οι δυο πόρτες του COSMOPOLIT όμως σφύζουν. Στην πρώτη sine COSMOPOLIT, ταινίες μόνο ΣΕΧ στη δεύτερη το HOTEL.
Πίσω μου το αστυνομικό τμήμα Ομονοίας, στη γωνία το Απολλώνιο, κυριλέ και στην άλλη μεριά του πεζόδρομου, το καλύτερο Μιλφέιγ της Αθήνας – κατά την άποψη του αδερφού μου – στο γαλακτοπωλείο «Η Στάνη» από το 1931.
Περπατάω στην οδό Μ. Κοτοπούλη, τον μικρό πεζόδρομο που οδηγεί στην πλατεία Ομονοίας. Είναι πρωί Σαββάτου. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Ελένη Γ.

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο