"στο Μπαρκαριό", Ελένη Γούλα
Είναι καλοκαίρι. Δε φυσάει και ήρθαμε βόλτα με το φουσκωτό, πρώτη φορά δια θαλάσσης στον τόπο. Το ερώτημα που γεννιέται, έτσι όπως προσεγγίζουμε το μέρος από θαλάσσης, είναι τι μπαρκάρανε, εδώ στον Ακρίτα με τις μεγάλες αμμουδερές πέτρες που είναι προφυλαγμένο από το Βενέτικο, ανατολικά, χωρίς όμως εγκαταστάσεις λιμανιού.
Οι πειρατές θα ερχόντουσαν εδώ στην ερημιά, με το ακατοίκητο βουνό από πάνω. Και οι βοσκοί θα κατεβαίνανε την κατηφόρα του βουνού πίσω μας με τα γίδια και τα γελάδια τους. Έχω ακούσει για μια γελάδα που κολύμπησε όλη την απόσταση μέχρι τα απέναντι νησάκια. Το Βενάτικο και τη Σχίζα.
Κανένα κτίσμα τώρα, ούτε δρόμος, ούτε άνθρωπος. Μια πανέμορφη έρημη παραλία με άμμο και πιο πάνω, στη ρίζα του βουνού οι πέτρες μεγάλες αλλά από χώμα, καφεπράσινο χρώμα. Στην άκρη, πέρα διακρίνω ένα μεγάλο σκίνο στον απάγκιο. Κι άλλες αμάδες γκριζωπές και μπεζ και πιο άσπρες και καφέ. Όλο αμάδες γυαλισμένες καθαρές.
Κατέβηκα από το σκάφος και περπάτησα ξυπόλυτη με τα σανδάλια στο χέρι - δε θα αργήσω, φώναξα μόνο. Οι ακόνες ήταν στεγνές, ούτε σκουπίδια ούτε πλαστικά, όλα καθαρισμένα από την ομάδα των νέων του χωριού, όπως έμαθα αργότερα. Τότε δεν το ήξερα και έτσι όπως δεν έβλεπα άνθρωπο και ψυχή, λες και πέρασα στο χρόνο για μια στιγμή. Να εδώ είχαν φτιάξει τη γωνιά τους, με πέτρες. Γύρω γύρω να προστατεύονται από τον αέρα οι φλόγες, κάποιο κατσαρόλι, μπρίκι ή μπορεί μια αυτοσχέδια σχάρα. Μαυρισμένες τούτες οι πέτρες. Από πότε άραγε; ναι εδώ ερχόντουσαν οι βοσκοί, περνούσαν τα ζώα τους απέναντι, τα εμπορεύονταν μέσω θαλάσσης. Το βουνό άγριο ρουμάνι τώρα. Τότε όμως θα περπατούσανε ζώα στα πατημένα και ξαναπατημένα μονοπάτια, οι βοσκοί θα γνωρίζανε την κάθε πιθαμή, εδώ οι κουμαριές, εκεί τα ρίκια, τα σκίνα, τα πουρνάρια, η μεγάλη κουκουνάρα, το δεντρούλι και η θάλασσα στα χαμηλά αιώνια πρόκληση.
Δεν είναι μεγάλη απόσταση από απέναντι το Βενέτικο ούτε από τη Σχίζα, το κατάφυτο νησί. Ακόμη και σήμερα ζούνε τα σχιζιώτικα κατσίκια που πίνουνε θάλασσα και έχουνε πεντανόστιμο κρέας. Κάποτε, όταν ακόμη κατοικούσαν στο βουνό οι τσοπάνηδες με τα καλύβια τους και τα πολλά τους παιδιά, λένε ότι μια γελάδα κολύμπησε για να βρει το μοσχαράκι της την απόσταση από τα νησάκια.
Περπατούσα, φυσούσε αεράκι, καθόλου δε ζεσταινόμουν, μόνο που θα με περιμένανε σκεφτόμουν κι έκανα πιο γρήγορα να φτάσω μέχρι το σκίνο που έβλεπα στην άκρη.
Εκεί τα βρήκα κείνα τα παιδιά. Ολομόναχοι με τη μηχανή τους είχαν κατέβει τον χωματόδρομο.
Κάποτε είχαν βρει εδώ κόκκαλα ανθρώπων θυμήθηκα, όμως δεν είπα τίποτα. Άραγε γνωρίζονταν καλά; κι αν αρχίζανε τον καυγά; κι αν εκείνος σαν πιο δυνατός...
Τους χαιρέτησα. Έλληνες ήταν και η κοπέλα καταγόταν από ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής. Σκέφτηκα να τους πω για τον Νίκο.
Ναι τον ξέρουμε τον Νίκο. Εκεί πάμε και τρώμε κάθε βράδυ.
Και μετά ερχόσασταστε εδώ για ύπνο;
Τους κοίταξα άλλη μια φορά. Είχαν στήσει μικρή σκηνή κάτω από το σκίνο. Η θάλασσα στα πόδια τους, ο αέρας, οι πέτρες. Τίποτα άλλο δεν θέλει ο άνθρωπος. Το ζευγάρι, τα νιάτα και η φύση.
Στο Μπαρκαριό μπαρκάρανε ζώα και εμπορεύματα. Μπορεί και αρχαία και λαθραία και ναρκωτικά. Μπορεί.
21/8/21
Ελένη Γούλα

     
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου