Στη Μάνη

 

 Ξεκινήσαμε τρεις μέρες μετά την κηδεία του συμμαθητή μου. Είχε πεθάνει καθώς περπατούσε στην εξοχή. Ξαφνικά. Στα 65 μας χρόνια.

Δεν ήταν τώρα μόνο ο δρόμος, η ανηφόρα, η κατηφόρα, η στροφή, τα χιλιόμετρα, πόσο θέλουμε ακόμη να φτάσουμε γιατί πεινάμε, γιατί κλαίει το παιδί, γιατί πρέπει να διορθώσω τα γραπτά ή γιατί βιάζομαι να γυρίσω να ξεκουραστώ. Ήταν ο δρόμος αλλά με τη στροφή που αποκαλύπτει ένα φιόρδ, ένα βράχο, μια μεγάλη συστάδα πολύχρωμη. Σπάρτα ολάνθιστα που μοσχοβολάνε, ασφάκες ήμερες με ωραία μωβ άνθη και ασφάκες άγριες με κείνα τα κίτρινα μικρά μισοφέγγαρα γύρω από τη στρογγυλή τους βάση σαν σφηκοφωλιά, που όμως βγαίνουνε και σ’ αφήνουνε να ρουφήξεις το σιρόπι τους. Τραβάς το λουλουδάκι- φύλλο, το κρατάς από το μικρούτσικο κεφαλάκι του και γλείφεις στα χείλη σου το μικρό του μίσχο που είναι γεμάτος μέλι. Ούτε μια σταγόνα στ’ αλήθεια, αλλά μελώνει το χείλι και η γλώσσα και τραβάς και το άλλο φυλλαράκι το παχιό, το χνουδωτό που είναι όμως απαλό και το γλείφεις κι αυτό και πάλι το άλλο...

Μυρίζει ο Ταΰγετος χίλιες μυρωδιές - σπάρτα, σφάλαχτρα, χώμα, γρασίδι και αυτός ο αέρας του ψηλού βουνού που δεν βρωμίζουνε άνθρωποι -  και είναι άνοιξη. Ο Ταΰγετος που από μικρό παιδί αγναντεύω και ονειρεύομαι και τώρα, καθώς μόλις έφυγε ο φίλος μου για το μεγάλο υστερνό ταξίδι, επιτέλους γυρίζω το βουνό με το αμάξι, έχω χρόνο και υγεία, μπορώ να σταματήσω σ’ αυτό το έρημο εκκλησάκι, που κοίτα το όνομα εδώ του ευεργέτη χαραγμένο να μην ξεχαστεί, όμως τι ανόητες επεμβάσεις, πόσο αταίριαστες. Σιδερένια πόρτα γεμάτη σκουριά αντί για κείνη την ξύλινη με τις καρφωτές τάβλες που έχουν τα παλιά ερειπωμένα σπίτια παντού στις κορυφές.

Η άλλη φίλη μου, η Γιώτα [1] που έχασε το μωρό της προτού ακόμη γεννηθεί - έφτιαχνε ποιήματα και το καθυστέρησε πολύ να το επιθυμήσει ένα δικό της μωρό με οστά και σάρκα, τρυφερό -ναζιάρικο άραγε ή μήπως έτσι έτυχε;- εκείνη τα είχε δει πιο πριν με τα μάτια της ποίησης τα ερείπια της Μάνης. Εγώ τώρα με το δικό μου παιδί μεγάλη γυναίκα, λίγα ερείπια βρίσκω και κυρίως στις κορυφές τις ασύμφορες. Πιο κάτω στα ομαλότερα εκεί που και το αμάξι και τα πούλμαν έχουνε πρόσβαση, οι πέτρες ομορφοπελεκημένες, ομοιόμορφες, καινούριες και τα παραθυρόφυλλα πλαστικά αδιάβρωτα από την αλμύρα χρωματιστά όμως, απομίμηση πολύ πετυχημένη του ξύλου του παλιού. Και όλα απομίμηση και όλα για να τα βλέπει το μάτι να ξεγελιέται. Το μάτι του κάπως άσχετου, του βιαστικού, του άπληστου τουρίστα. Ωστόσο ακόμη τώρα, λίγες μέρες πριν το Πάσχα και όπως ο ήλιος έχει μπει σε κάτι ωχρά σύννεφα αφρικάνικης σκόνης, δεν έχουν πλακώσει πολλοί επισκέπτες και τα γκαρσόνια μπορούν να στέκονται λίγο. Μπροστά τους, δίπλα τους, παντού στις προβλήτες στέκουν επίσης και οι άδειες καρέκλες. 

Αλλά να, σε λίγο, στο δρόμο για την Τραχήλα, να ο βράχος ο όρθιος πάνω από τα κεφάλια μας. Φραγκοσκιές, σφάλαχτρα, κίτρινες μαργαρίτες-κουκουβάγιες, κι άλλες φραγκοσκιές πάνω από τη θάλασσα, φυτρωμένες στις πέτρες, ζουμερές, κατάφρεσκες.

Πάμε στο χωριό που μνημονεύει ο Λάμπρος Σπυριούνης [2] - αλήθεια γιατί δεν λέγεται Σπυριουνέας. Ήταν 66 αυτός όταν μας άφησε.

Ο κομμένος βράχος είναι φασκιωμένος με σύρμα στη στροφή, μην τυχόν και πέσουν κομμάτια στο δρόμο, στα ζώα, στους ανθρώπους, στα αυτοκίνητα.

Οδηγούμε αργά το αυτοκίνητο. Δεξιά η θάλασσα, αριστερά το πέτρινο φυσικό αδιαπέραστο τείχος. Πιο πέρα δεν έχει σύρμα και τα βράχια, οι κοτρώνες, οι πέτρες και τα λουλούδια συγκρατούνται από τον θεό. Αυτό το Θεό της Μάνης και του Ταΰγετου.

Στην είσοδο της Τραχήλας βλέπουμε την ταμπέλα:  "Προσοχή σιγά. Παιδιά". Όμως κανένα παιδί. Μόνο τουρίστες μεσήλικες, κάκτοι μεγάλοι στις ταράτσες, θάλασσα, βαρκούλες στη στεριά, πέτρινα σπίτια με πλαστικά κουφώματα απομίμηση ξύλου, τα σπίτια πάνω απ' τη θάλασσα με την αρμύρα ολοχρονίς. Ησυχία. Ένας ηλικιωμένος βάφει τον πάγκο του, μια ασπρομάλλα γυναίκα συγυρίζει την αυλή της. Δυο άλλες - γκριζομάλλες - κάθονται στην πλατεία. "Εσαεί ευγνώμονες" στον... για την προσφορά του κοινοτικού τούτου κτιρίου, διαβάζω στη μαρμάρινη πλάκα.

Αφήνουμε την Τραχήλα στην ησυχία της και κατεβαίνουμε κι άλλο προς το ακρωτήριο. Να δούμε το τέρμα. Την άκρη της στεριάς. Τουλάχιστον από ψηλά. Κι ας μην περπατήσουμε τον χωματόδρομο.

Φτάνουμε ως το Μαρμάρι και σταματάμε.

Μόνο άσπρα μαλλιά και γκρίζες τρίχες συναντώ. Τα σπίτια είναι επισκευασμένα-ξενώνες ή μισογκρεμισμένα-έρημα. Στέκομαι στην άκρη και αγναντεύω χαμηλά τον ήρεμο κόλπο που μοιάζει μαγικός. Απαγκιάζει εκεί. Πατάω στο δροσερό χορτάρι, τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μωβ αγκάθια, τις κόκκινες παπαρούνες, αποφεύγω τις φραγκοσκιές. Ένας γάιδαρος βόσκει - ο πρώτος που βλέπω - κι άλλος ένας από κάπου γκαρίζει. Λαλούν τα πουλιά. Σπουργίτες, τσιπουργιάνηδες ή μπορεί κορυδαλλοί, κοτσύφια και άλλα διάφορα. Δεν γνωρίζω τις φωνές τους, είναι όμως μια συναυλία με τον αέρα για μουσικό χαλί. Στη μύτη μου η μυρωδιά της ζωής. Αυτής που είναι, γεννιέται και υπάρχει

Τι όμορφη που είναι η χώρα μου θέλω να πω, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι πριν και μετά από μένα. Γιομάτη ερείπια σύγχρονα, παλιά, παλιότερα και πολύ παλιά. Αιώνες σπαρμένοι κόκκαλα, που μερικά μιλάνε ακόμη σε όποιον κάθεται να τα ακούσει. Μπορεί και να κλαίνε ή να φωνάζουν. 

Αργότερα, στη Βάθεια, ξένοι τουρίστες περιδιαβαίνουν, ένας σκύλος τσακώνεται με μια γάτα κι εμείς στεκόμαστε στο ψήλωμα για να βγάλουμε φωτογραφία. Φυσάει βοριάς. Αυτόν κοιτάω, τον Βοριά. Τα μαλλιά μου παίρνουν τη χτενισιά της θύελλας, μισοκλείνω τα μάτια στη δύναμή του και προσπαθώ με μια καινούρια ματιά να κοιτάξω την πατρίδα. Αυτή τη ματιά που στέκεται αντίκρυ στο θάνατο και όλο τον πλησιάζει.

Το ξενοδοχείο μας, που φτάνουμε αργά το απόγευμα, είναι πέτρινο. Όλο πέτρινο. Και η παραλία πέτρινη κι αυτή. Και τα βράχια ίδια μαχαίρια ως πέρα. Κάτι γκριζωπά- στο χρώμα του πάγου- φωτεινά όμως κι ας έχει χαθεί από ώρα ο ήλιος. Η πέτρα έχει ρουφήξει το φως που το αντανακλά θαρρείς μέσα στη νύχτα και σου ταράζει την καρδιά.

Δεν είναι περίπατος φίλε μου η ζωή, μουρμουρίζει μου φαίνεται. Και ο αέρας όλο φυσάει. Κουνιούνται τα δέντρα που έχουν φυτέψει και ποτίσει οι ξενοδόχοι, βουίζει και η θάλασσα στον υπήνεμο κόλπο. Σέρνεται πάνω στην πέτρα και την σμιλεύει. Χρόνια πίσω, αιώνες πολλούς, χιλιάδες.

Ελένη Γούλα

η Βάθεια στη Μάνη

 
[1]
«Το βοτάνι» Το 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό μυθικοί και νέοι στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο του λιγνίτη. Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς στην άκρη δεξιά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι. Οδοιπορούσαν θεϊκοί –αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια– και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη τις πλάτες του Ταΰγετου πύργους και χωριά, κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι. Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε κι όσους συναπάντησαν το αναγνωρίζαν το βλέπαν στα χωράφια τους δεν ήξερε κανένας τ’ όνομά του. Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου, τους έδειξαν ψηλά σ’ ένα χωριό, τα ξέρει μια γερόντισσα ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα. Περάσανε χωριά απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους –στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο– άκουσαν την καμπάνα. Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρέτησε του τόπου της τις πέτρες και τα βότανα για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια. Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα. Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική είπαν επίσημα οι δυό τους.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kazantzakis-sikelianos-mani/ ]
«Το βοτάνι» Το 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό μυθικοί και νέοι στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο του λιγνίτη. Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς στην άκρη δεξιά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι. Οδοιπορούσαν θεϊκοί –αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια– και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη τις πλάτες του Ταΰγετου πύργους και χωριά, κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι. Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε κι όσους συναπάντησαν το αναγνωρίζαν το βλέπαν στα χωράφια τους δεν ήξερε κανένας τ’ όνομά του. Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου, τους έδειξαν ψηλά σ’ ένα χωριό, τα ξέρει μια γερόντισσα ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα. Περάσανε χωριά απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους –στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο– άκουσαν την καμπάνα. Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρέτησε του τόπου της τις πέτρες και τα βότανα για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια. Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα. Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική είπαν επίσημα οι δυό τους.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kazantzakis-sikelianos-mani/ ]
«Το βοτάνι» Το 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό μυθικοί και νέοι στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο του λιγνίτη. Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς στην άκρη δεξιά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι. Οδοιπορούσαν θεϊκοί –αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια– και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη τις πλάτες του Ταΰγετου πύργους και χωριά, κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι. Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε κι όσους συναπάντησαν το αναγνωρίζαν το βλέπαν στα χωράφια τους δεν ήξερε κανένας τ’ όνομά του. Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου, τους έδειξαν ψηλά σ’ ένα χωριό, τα ξέρει μια γερόντισσα ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα. Περάσανε χωριά απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους –στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο– άκουσαν την καμπάνα. Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρέτησε του τόπου της τις πέτρες και τα βότανα για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια. Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα. Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική είπαν επίσημα οι δυό τους.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/kazantzakis-sikelianos-mani/ ]
«Το βοτάνι»
Το 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη
ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό
μυθικοί και νέοι
στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά
στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο του λιγνίτη.
Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς
στην άκρη δεξιά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι. 

Οδοιπορούσαν θεϊκοί –αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό
όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια–
και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα
όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη
τις πλάτες του Ταΰγετου
πύργους και χωριά, κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι.
Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε
κι όσους συναπάντησαν το αναγνωρίζαν
το βλέπαν στα χωράφια τους
δεν ήξερε κανένας τ’ όνομά του.
Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου,
τους έδειξαν ψηλά σ’ ένα χωριό,
τα ξέρει μια γερόντισσα
ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα.
Περάσανε χωριά απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους
–στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο– άκουσαν την καμπάνα. 

Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρέτησε του τόπου της τις πέτρες
και τα βότανα για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια.
Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα.
Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική είπαν επίσημα οι δυό τους.
(Γιώτα Αργυροπούλου, Διηγήματα, Μεταίχμιο, 2010)
 
[2]
Ψαροκόκκαλα της μνήμης
Πίσω από τον αγκώνα σου είναι ένα μικρό χωριό με αμυγδαλιές
Εκεί που φαίνεται η δεύτερη ουτοπία στο βάθος μετά τη θλίψη
Είπαμε να μαζέψουμε τα πεσμένα φύλλα και τις θρυμματισμένες μέρες μας/
Να τα στρίψουμε όλα σ' ένα χαρτάκι, μπόλικα ψηφοδέλτια έχουμε/
Να πιούμε μαζί ένα τσιγάρο για τότε, την εποχή
Που τον παράδεισο τον λέγαμε Τραχήλα
πεταλίδες, μπαρμπούνια και πέρκες
αστακοί, κουτσομούρες και γόπες
συναγρίδες, καβούρια και χάνοι
Κουφάρια βάρκες τώρα η ζωή, της μνήμης ψαροκόκκαλα.
Πεινασμένες μέρες, νύχτες παγωμένες, εν ολίγοις ζωή εν τάφω•
Θ' αντισταθούμε, στα βότσαλα θα καίμε τα κουφάρια
Ρουφώντας το μεδούλι απ' τα κόκκαλα
Και το πρωί θα στήσουμε χορό, εμείς οι νέοι μελλοθάνατοι. 
 
(Λάμπρος Σπιριούνης, Η εκ φύσεως, Μανδραγόρας, 2019)

 
 
 
 
 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

Κάτω απ’ το Σάος, το φεγγάρι