Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2020

πρωί

Εικόνα
    Ο Ε. Χ. Γεωργίου ξύπνησε από τον ύπνο του. Κοίταξε το φως που έμπαινε από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Ούτε σύννεφα ούτε νέφος. Θα είναι μια ευχάριστη μέρα. Στάθηκε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως στην άκρη του τζαμιού – ούτε κρύο ούτε ακόμη η ζέστη η αποπνικτική. --Θα ήθελα να μην ζω όταν ξανάρθει η αφόρητη ζέστη... Το μεγάλο ταξίδι το σκεφτότανε κάθε μέρα. Ειδικά απ’ όταν πέθανε η Μαρία τον περσινό Δεκέμβριο. Τότε είχε πρωτοκάνει κι αυτή την ευχή. Αλλά δεν εισακούστηκε. Όχι μόνο δεν έφυγε στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά του παρουσιάστηκε και τούτος ο όγκος πίσω στην πλάτη. Έβαλε τον καθρέφτη, σιχαμένα κύτταρα που μεγαλώνουνε με δική τους πρωτοβουλία και του καθορίζουνε τη ζωή.

ήρθε για να γιατρέψει τα δέντρα

Εικόνα
Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, ήμουν κι εγώ εκεί. --Ψάχνω το σπίτι του Χρήστου του Χύμου... Είχε μια έρρινη κάπως φωνή. Καμιά σαρανταριά χρόνων με πουκάμισο και σακάκι σουέτ. Κρατούσε μια τσάντα δερμάτινη – λεπτή, τετράγωνη – που έμοιαζε να έχει μέσα το λάπ-τοπ, μολύβια και εργαλεία. Όχι τσάντα για ρούχα ή φάρμακα. Απόγευμα, κατά τις πέντε. Νοέμβριος αλλά χωρίς κρύο. Οι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους με ελαφρά ακόμη πουλόβερ. Χωρίς μπουφάν, χωρίς σκουφιά. Ούτε οι βροχές είχαν πέσει ακόμη δυνατές. Μόνο τα δέντρα κιτρινίζανε και τα φύλλα τους τα φυσούσε ο άνεμος και τα σκόρπιζε στους δρόμους και στις αυλές.

ίσως τον έλεγαν Ζαν

Εικόνα
«Ο Ζαν ήτανε Γάλλος και παραθέριζε τα καλοκαίρια στο σπιτάκι που είχε σκαρώσει ο Ζ. (δε γράφω ολόκληρο το όνομά του, έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία τώρα το πρόσωπο) κοντά στη θάλασσα, καμιά ώρα ποδαρόδρομο απ’ το χωριό. Το νοίκιαζε αυτό ένας ιδιόρρυθμος ξένος για να ξεφύγει, όπως έλεγε, απ’ τη ζαλάδα της χώρας του. Ο Ζαν ήτανε γιος του, ανιψιός του; Κανείς δεν ήξερε. Τον είχα συναντήσει μια φορά καταμεσήμερο στο δρόμο, ανεβασμένη στο γαϊδούρι μας. Εκείνος γύριζε από το μπάνιο με το μαγιό του και μια πετσέτα στους ώμους, γυαλίζανε στα μαλλιά του οι σταγόνες του νερού. Είχε σταθεί στην άκρη του δρόμου και με παρατηρούσε. Απ’ τη μια μεριά του σαμαριού τα πόδια μου, από την άλλη ένα σακί ξυλοκέρατα, φαΐ για τις γίδες που βόσκανε σ’ ένα χωράφι μας μισή ώρα πιο πέρα. Ποιος τα κανονίζει αλήθεια; Η μια, μαυροψειριασμένη πάνω στο γαϊδούρι και ανάμεσα στα κλήματα κι ο άλλος ηλιοθεραπεία δίπλα στο κυμοθάλασσο και μπλουμ! στο νερό για δροσιά και άσκηση. Τον κοίταζα κρυφά κ