πρωί


 

 

Ο Ε. Χ. Γεωργίου ξύπνησε από τον ύπνο του. Κοίταξε το φως που έμπαινε από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Ούτε σύννεφα ούτε νέφος. Θα είναι μια ευχάριστη μέρα. Στάθηκε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως στην άκρη του τζαμιού – ούτε κρύο ούτε ακόμη η ζέστη η αποπνικτική.
--Θα ήθελα να μην ζω όταν ξανάρθει η αφόρητη ζέστη...
Το μεγάλο ταξίδι το σκεφτότανε κάθε μέρα. Ειδικά απ’ όταν πέθανε η Μαρία τον περσινό Δεκέμβριο. Τότε είχε πρωτοκάνει κι αυτή την ευχή. Αλλά δεν εισακούστηκε. Όχι μόνο δεν έφυγε στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά του παρουσιάστηκε και τούτος ο όγκος πίσω στην πλάτη. Έβαλε τον καθρέφτη, σιχαμένα κύτταρα που μεγαλώνουνε με δική τους πρωτοβουλία και του καθορίζουνε τη ζωή.

Δεν είπε τίποτα στο γιο του, ούτε στους άντρες του καφενείου – καθόλου δεν είχε διάθεση να γίνει ένας ακόμη άρρωστος γέρος που σέρνεται στα νοσοκομεία και τις κλινικές. 
Όσο περνούσε από το χέρι του ήθελε να το αποφύγει. Όμως δε θα το κατάφερνε χωρίς γνώση. η γνώση είναι δύναμη. Και δεν ήθελε να αφήσει τη δύναμη στους άλλους.
Γι αυτό και μπήκε  στο κλιματιζόμενο τραμ και πήγε πολύ μακριά σε ένα γιατρό που δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Είχε λάβει όλες τις προφυλάξεις. Ούτε βιβλιάριο – ανασφάλιστος – ούτε ταυτότητα – την ξέχασα δεσποινίς – μόνο με τα ρούχα που φορούσε και το πορτοφόλι του. Είπε ένα τυχαίο όνομα Κωνσταντίνος Αργυρίου, είχε γράψει η γραμματέας για να κόψει την απόδειξη. 
Στάθηκε γυμνός από τη μέση και πάνω, το κρέας του πλαδαρό, οι ρυτίδες στα μπράτσα και στο στήθος, η κοιλιά του κάτι δίπλες που κρεμόντουσαν. Είδε ο γιατρός το εξόγκωμα, πήρε υλικό για τη βιοψία, ανέκφραστο πρόσωπο, χέρια σταθερά και φωνή επαγγελματική.
--Αφήστε στη γραμματεία το τηλέφωνό σας. Θα σας ειδοποιήσουμε όταν λάβουμε την απάντηση.
--Υπάρχει αμφιβολία; Μπορεί να μην είναι κακοήθης;
Απέφυγε τη λέξη. Ο γιατρός όμως, ήταν εκπαιδευμένος.
--Ποτέ δε γίνεται διάγνωση χωρίς τις απαραίτητες εξετάσεις.
Δεν έδωσε πουθενά το τηλέφωνο – θα τηλεφωνήσω εγώ – ούτε και λυπήθηκε τα χρήματα. Αυτά που είχε στην τράπεζα του φτάνανε για τις εξετάσεις και τους γιατρούς.  

«Κι όμως έχουμε τόσο χρόνο να προετοιμαστούμε για το τέλος. Η φθορά έτσι κι αλλιώς συμβαίνει αργά - αργά...»

Τότε όλα αφορούσαν ακόμη τους... άλλους και αργότερα, όταν η Μαρία έπεσε στο κρεβάτι δεν υπήρχε πια ο χρόνος...
Τον είχε κοιτάξει βαθιά η Μαρία, πόσο βαθύ ήταν το βλέμμα της τον τελευταίο καιρό... «Δε μπορείς να το αποφύγεις. Κανείς δε μπορεί...»
Την έβλεπε να πονάει, να πονάει παντού και πιο πολύ μέσα της βαθιά και μια ορμή να τα βάλει με όλο τον κόσμο. Βουρκώνανε τα μάτια του εκεί που καθότανε δίπλα της, ο κόμπος ανέβαινε, ανέβαινε... «Δεν υπάρχει γιατρειά, δεν υπάρχει σωτηρία...» Πώς να το δεχτεί αυτό; πώς να ανοίξει τα χέρια του να το αγκαλιάσει;
«Δε μπορείς να το αποφύγεις. Κανείς δε μπορεί...»
Όταν έφυγε η Μαρία και έμεινε μόνος στο σπίτι...σιωπή. Αν άνοιγε την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο... αλλιώς, φωνή καμία. Ακόμα και τη δική του τη φωνή... δεν τη χρειαζότανε πια.  
Η νύφη του είχε στείλει τον πρώτο καιρό μια κοπέλα. Κοινωνική λειτουργός; Ψυχολόγος; Άσχετη;
Επέμενε να του ψήσει καφέ, να παίξει μαζί του χαρτιά, να ακούσει ιστορίες και γεγονότα από τη ζωή του... Μια ξένη γυναίκα, ένας άνθρωπος που τον έβλεπε σαν μεροκάματο. Εκείνος όμως στις πληγές του δεν ήθελε γάζες ούτε ιώδιο. Μόνο αέρα και νερό. Ό,τι μπορούσε να γίνει μ’ αυτά ας γινόταν.
Και έγινε.
Στις πέντε μέρες, Τετάρτη, είχε τηλεφωνήσει στο ιατρείο «να περάσετε καλύτερα από δω κύριε Αργυρίου. Ο γιατρός είπε ότι...» Δεν περίμενε να ακούσει απ’ το τηλέφωνο τι είχε πει ο γιατρός. Θα περνούσε ο ίδιος να μάθει. Αλλά μόνο να μάθει όσα ήξερε ένας γιατρός για να του πει. Δεν θα ακολουθούσε καμία θεραπεία.
--Βλέπω ήρθατε μόνος σας... Αν δεν έχετε συγγενείς, παιδιά... μπορώ να σας συστήσω μια ψυχολόγο. Θα χρειαστείτε υποστήριξη... Θα κανονίσω εγώ την εισαγωγή στην κλινική. Ή προτιμάτε νοσοκομείο; Κανένα πρόβλημα. Αλλά μη φύγετε από δω μόνος σας. Κυρία Κανέλη, κρατήστε σας παρακαλώ τον κύριο Αργυρίου. Δεν πρέπει να φύγει! Έχουμε ευθύνη! Όσο κι αν είναι ενήλικας, όσο κι αν έχει σώας τα φρένας...
Ας ξελαρυγγιαζότανε όσο ήθελε. Ας φώναζε και τους μπράβους του. Ας έκανε όση φασαρία τον έπαιρνε στο κυριλέ του γραφείο...
Κείνη την ίδια καυτή μέρα είχε πάρει τη γάτα. Στην Αθηνάς ήξερε το μαγαζί. Διέθετε ακόμη και φίδια. Μια θηλυκιά, είχε ζητήσει και η κοπέλα του είχε φέρει να δει τη Χαρούλα. Έτσι την είχε πει εκεί επί τόπου, όταν άγγιξε με τα χέρια του το τρίχωμά της. Αγόρασε ακόμα κρεβατάκι, χώμα και φαγητό. Του δώσανε και ένα καλάθι για να τη μεταφέρει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Θα την κρατώ στην αγκαλιά μου είχε πει και για ταξίδια και μετακινήσεις, δεν πρόκειται να κάνω...
Η κοπέλα τον είχε κοιτάξει με κατανόηση, πρέπει να την αγαπούσε αυτή τη δουλειά ίσως επειδή αγαπούσε τα ζώα, φαινόταν ευχάριστη και καλή, κάτι όμορφο έβγαινε από μέσα της και όταν τον είδε να φεύγει τον είχε συνοδεύσει ως το πεζοδρόμιο να τον βοηθήσει με τα πράγματα ως που να περάσει κάποιο άδειο ταξί.
--Θα σας είναι θαυμάσια παρέα... ειδικά αν μένετε μόνος σας.
Πού ήξερε τούτο το νέο κορίτσι από μοναξιά; Πού είχε μάθει να συμπονά έτσι αυτόν, έναν ηλικιωμένο άρρωστο άντρα;  Αυτόν που ούτε ο γιος του ούτε η νύφη του ούτε ο εγγονός του, 16 χρονών παλικάρι, ούτε κανένας άλλος γνωστός, του λέγανε τίποτα άλλο πέρα από αυτά που «έπρεπε» να κάνει...

Ένα χρόνο σχεδόν τώρα είχε καταφέρει να κρατηθεί έτσι. Με τη γάτα στην αγκαλιά, τις κουβέρτες και το κομμάτι του ουρανού. Δεν είχε επιτρέψει σε κανένα να τονε γδύσει, ούτε να τονε κοιτάξει με περιέργεια πουθενά. Ο γιος του έτσι κι αλλιώς χαμένος στα δικά του καμία εμπειρία δεν είχε να φροντίζει τους άλλους και η νύφη του, ενδιαφερότανε να κάνει απλά το καθήκον της.
Έκρυβε προσεκτικά τα παυσίπονα, και τις γάζες που σκέπαζε το εξόγκωμά του για να μην ερεθίζεται από τα ρούχα και δεν άφηνε τη γυναίκα που καθάριζε να σκαλίζει τα πράγματά του.
Ένα χρόνο τα είχε καταφέρει!
Να όμως τώρα που ο όγκος του είχε αρχίσει να βγάζει πύον και να μυρίζει. Να τώρα που αναγκαζότανε να κοιμάται μόνο μπρούμυτα και να παίρνει όλο και πιο συχνά αντιβίωση...

Ο Ε. Χ. Γεωργίου στάθηκε λίγο ακόμη μπροστά στο παράθυρο. Το κομμάτι του ουρανού γινότανε όλο και πιο ανοιχτό. Θα άρχιζε η ζέστη και θα φούντωνε η υγρασία. Αν όχι σήμερα και αύριο πάντως δεν θα αργούσανε οι καύσωνες.
Εκεί πάνω δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε θεός ούτε διάβολος. Δεν υπάρχει ούτε αιώνια ζωή. Τίποτα δεν καθορίζει το κλίμα και τις τύχες των ανθρώπων. Ακόμη και η ανθρωπική αρχή είναι μόνο μια ανθρώπινη επινόηση...
Χάιδεψε το τρίχωμα της γάτας που με μισόκλειστα μάτια είχε αρχίσει να γουργουρίζει.
Σε λίγο θα έσπαγε το μεγάλο σπυρί του. Θα έτρεχε πύον και αίμα, θα ξαπλωνότανε στο πάτωμα ή στο κρεβάτι ανήμπορος. Η γυναίκα που καθαρίζει ή ίσως η νύφη του που ερχότανε συχνά, θα άνοιγαν με το κλειδί τους και θα τον έβρισκαν μισοπεθαμένο. Τότε θα τηλεφωνούσανε στο νοσοκομείο, εκείνοι θα ερχόντουσαν, θα τον μεταφέρανε με φορείο και θα του βάζανε ορούς. Από κει και ύστερα ήταν χαμένος. Ένας άνθρωπος ανίκανος να αποφασίσει για τον εαυτό του. και οι άλλοι βέβαια δεν θα είχαν το θάρρος, τη γνώση αλλά ούτε και την εξουσία που χρειαζότανε για να τον αφήσουνε να πεθάνει.
Ό,τι ήταν να κάνει έπρεπε να το κάνει ο ίδιος. 

Περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2011, σελ 46

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο