Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2019

Τι-δη-τα-χρη-δραν

Εικόνα
αφιερωμένο σε όσους ζητούν την ψήφο μας Το πρόσωπο του Τύραννου τρομαγμένο – φο-βα-μαι! φο-βα-μαι! όπως η ανάσα, η αναπνοή, το βήμα και το κομματιασμένο του βλέμμα. Είναι το στόμα του ανοιχτό, η τραγική μάσκα και η κραυγή του Munch. Πόλεμος! νεκροί! κομματιασμένοι! Κινείται στη σκηνή με απόγνωση και ο χορός αναρωτιέται πάλι με την ανάσα, πάλι κομματιαστά, πάλι όπως αέναα το κύμα σκάει στην ακτή. τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν! Παραλογισμός, απόγνωση, καταστροφή! Ο άστεγος έχει σκύψει στην άκρη της πλατείας και σκουπίζει τον ποπό του! Είναι ακόμη πρωί, ο ήλιος όμως λάμπει στα τζάμια των κτιρίων και τα αυτοκίνητα περνούν κι όλο περνούν βιαστικά. Ένα βανάκι με τον λογότυπο και τα χρώματα της μεγάλης εταιρίας (μπλε και πράσινες φωτεινές λουρίδες με λατινικά μεγάλα γράμματα ορατά από παντού), έχει σταθμεύσει στη στροφή του πολυσύχναστου δρόμου, μπροστά ακριβώς από τον άστεγο που στέκεται σκυμμένος – κάτω το κεφάλι, ψηλά, όσο ψηλά μπορεί ο πισινός. Ένας γυμνός αντρικός πισι

προσωπική γνώμη

Εικόνα
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΓΝΩΜΗ γιὰ τὴν Καλ­λι­ό­πη δὲν εἶ­χα μέ­χρι χτὲς τὸ πρω­ῒ ποὺ δὲ μὲ χω­ροῦ­σε τὸ σπί­τι καὶ πῆ­ρα τοὺς δρό­μους, νὰ ξε­λαμ­πι­κά­ρει τὸ μυα­λό μου, νὰ ἀ­να­πνεύ­σω τὴ δρο­σιὰ τοῦ βου­νοῦ, νὰ μυ­ρί­σω τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Τὸ σπί­τι της εἶ­ναι σὲ ψη­λὸ ση­μεῖ­ο μὲ τε­τρά­γω­νη αὐ­λή, ὡ­ραῖα λου­λού­δια, κα­θα­ροὺς τοί­χους ἄ­σπρους. Δὲν ἔ­χει ἀ­να­και­νι­στεῖ, εἶ­ναι ὅ­πως τὰ φτι­ά­χνα­νε πα­λιὰ τὰ σπί­τια μὲ σκε­πα­στὸ χα­γιά­τι καὶ μιὰ πέ­τρι­νη σκά­λα ἐ­ξω­τε­ρι­κή. Ἐ­κεῖ ἔ­χει πλέ­ξει ἡ κλη­μα­τα­ριὰ μὲ τὰ κί­τρι­να τώ­ρα φύλ­λα της ἕ­τοι­μα νὰ πέ­σουν. Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ κι­τρι­νι­σμέ­να φύλ­λα εἶ­χαν βγεῖ θεί­α κι ἀ­νι­ψιὰ καὶ τὶς εἶ­δα. Κα­θι­σμέ­νη στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ἡ θεί­α, ὄρ­θια μὲ τὸ κου­τά­λι καὶ τὸ βα­θὺ πιά­το ἡ ἀ­νι­ψιά.

γαλάζι, θειάφι κι άλλα δαιμόνια

Εικόνα
                                     γραμμένο εξ αιτίας της Φωτεινής Βασιλοπούλου (Φωτεινή του Νότου), αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου, Χρήστου Ξετύλιγε το λάστιχο κι εγώ έκανα υπολογισμούς: Για να βρω πόσα μέτρα είναι όλη αυτή η κατηφόρα που κατεβαίνει κουτσαίνοντας, πρέπει να υπολογίσω την πλευρά ενός ορθογώνιου παραλληλόγραμμου για το οποίο ξέρω το εμβαδόν. Αφού όλο το κτήμα είναι τέσσερα στρέμματα και το ένα στρέμμα αντιστοιχεί σε χίλια τετραγωνικά μέτρα, η επιφάνεια είναι τέσσερες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Δηλαδή η μία πλευρά ισούται με τη ρίζα του τέσσερις χιλιάδες! Ποια είναι όμως η τετραγωνική ρίζα του 4000 και με ποια διαδικασία την υπολογίζουμε; Μια αχνή εικόνα μου ερχότανε στο μυαλό για τον πίνακα που κυκλοφορούσε στα τετράδιά μας μαζί με κείνο το ποιηματάκι «αεί ο θεός ο μέγας γεωμετρεί», αλλά πέρα από αυτό, ένα σκοτεινό πέπλο, μια σκοτοδίνη. Η φαντασία μου ήταν αλλού απασχολημένη. Βιαζόμουνα. Έπρεπε να φύγω. Η επίμονη, βασανιστική μου βιασύνη.

Οι λεύκες

Εικόνα
Όταν φυσάει αέρας οι λεύκες βογκάνε. Σα να ουρλιάζουνε μέσα στη νύχτα. Όταν φυσάει δυνατός αέρας, οι λεύκες, κάνουν έναν παράξενο θόρυβο που μοιάζει με βογκητό. Ο ήχος βγαίνει από τις ρίζες τους όπως μετακινούνται μέσα στο χώμα ακολουθώντας την ταλάντευση του κορμού. Τόση είναι η αγωνία του δέντρου να στηριχθεί και να μείνει στη θέση του! Γι’ αυτό, όσοι έχουν λεύκες στους κήπους, φροντίζουνε να τις κλαδεύουν ταχτικά, έτσι ώστε να μην ψηλώνουν αυτές ανεξέλεγκτα. Γι’ αυτό και στις αλέες που στολίζονται από ψηλές και όμορφες λεύκες, τις σκοτεινές νύχτες όταν φυσάει ο βοριάς δυνατά, ζωντανεύει ο εφιάλτης και παίρνει διάφορες μορφές. Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της βίλας δεν ήξεραν για το βογκητό της λεύκας, ούτε φαντάστηκαν ότι υπήρχε τέτοιο φαινόμενο. Φρεσκοπαντρεμένοι, ήρθαν με τις βαλίτσες, τα καπέλα, τα λάπ τοπ και τα τάμπλετ. Κουβαλούσανε και την αγάπη τους όπως νόμιζαν, αλλά η αγάπη δεν είναι μπαούλο ούτε βολεύεται στις αποσκευές.

Η κουβέρτα

Εικόνα
παρακμή θα πει να μην κυκλοφορούν άνθρωποι στους δρόμους, να μην υπάρχουν μαγαζιά ανοιχτά, να ερημώνουν τα σπίτια· οι κληρονόμοι να μην ενδιαφέρονται για τα έπιπλα, τα ρούχα και τα άλλα ενθύμια. Μάλλον την είχε αγοράσει από τον άνθρωπο με το μπόγο στον ώμο, τον έμπορα. Αυτόν που έφερνε και πουλούσε τα προικιά. Η μάνα την είχε ανοίξει πάνω στο κρεβάτι ανυπόμονη και βιαστική προσέχοντας να απλωθεί καλά, να μη ζαρώνει πουθενά, να φανεί όλο το σχέδιο. Την έπιασε με τα δάχτυλα, τη χάιδεψε, έβαλε και τη Γεωργία να κάνει το ίδιο. –Κοίτα τι γερή και ζεστή που είναι … το χειμώνα δε θα καταλαβαίνεις καθόλου το κρύο. Η κουβέρτα είχε ένα πορτοκαλί φανταχτερό χρώμα και ήτανε αγριωπή, της έγδαρε της Γεωργίας το δέρμα. Δε μίλησε όμως, τι να πει στη μάνα. Μόνο κοίταζε τα σχέδια που ήταν ανάγλυφα – το είχε μάθει στο σχολείο αυτό όταν μελετούσανε τον χάρτη, καλή μαθήτρια. Δέντρα, λουλούδια, γραμμές και δυο ελάφια με μακριά μεγάλα κέρατα και ζωηρά μάτια στο κέντρο, εκεί που κανονικά βρίσκεται

Πάθη

Εικόνα
ἶ χα κα­θυ­στε­ρή­σει πο­λύ. Τὸ ραν­τε­βοὺ ἦ­ταν γιὰ τὶς ἕ­ξι καὶ τώ­ρα κόν­τευ­ε ὀ­κτώ. Βρῆ­κα ὅ­μως τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα ξε­κλεί­δω­τη καὶ τὴν αἴ­θου­σα ἀ­να­μο­νῆς ἔ­ρη­μη. Προ­χώ­ρη­σα δι­στα­κτι­κὰ καὶ ἔ­σπρω­ξα τὸ πορ­τά­κι ποὺ ὑ­πο­χώ­ρη­σε χω­ρὶς τὸν πα­ρα­μι­κρὸ θό­ρυ­βο. Βρέ­θη­κα στὸ μέ­σα δω­μά­τιο κι ἐ­κεῖ ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σα. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­ψα­χνα κα­θό­τα­νε στὸ κέν­τρο ἑνὸς με­γά­λου τρα­πε­ζιοῦ μπρο­στὰ ἀ­πὸ ἕ­να τε­ρά­στιο δί­σκο. Τὰ φαρ­διά της ὀ­πί­σθια, ἡ καμ­που­ρι­α­σμέ­νη της πλά­τη καὶ τὸ κε­φά­λι, ὅ­λα τε­ρά­στια, ἔ­κρυ­βαν λί­γο ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­φέρ­να­νε νὰ σκε­πά­σουν ὅ­σα ἑ­τοι­μα­ζό­τα­νε νὰ κα­τα­βρο­χθί­σει. Πρό­λα­βα νὰ δι­α­κρί­νω κομ­μά­τια κρέ­ας βου­τηγ­μέ­να στὴν κόκ­κι­νη σάλ­τσα τους, ψη­μέ­νες ρο­δο­κόκ­κι­νες πα­τά­τες, μιὰ ρο­ζου­λὶ σος πά­νω σὲ ψι­λο­κομ­μέ­να λα­χα­νι­κά, ἄ­σπρο ψω­μὶ καί, τὸ κα­φὲ χρῶ­μα μιᾶς σο­κο­λα­τέ­νιας τούρ­τας. Ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λα ἐ­δέ­σμα­τα, ποὺ δὲν κα­τά­λα­βα ἀ­κρι­βῶς τί ἦ­ταν. Πο­λύ­χρω­μα, ποι­κί­λα, σ

Ομορφιά...

Εικόνα
χει τὰ φου­στά­νια της ση­κω­μέ­να στὴ μέ­ση. Ἀ­να­σκουμ­πω­μέ­να. Τὰ πό­δια ἀ­νοι­χτά. Κά­τι στρα­βὰ κα­κο­χυ­μέ­να πό­δια. Φαί­νον­ται τὰ γό­να­τα καὶ ἡ ἄ­σπρη, πο­λὺ ἄ­σπρη ἐ­πι­δερ­μί­δα. Δὲν τὰ βλέ­πει ὁ ἥ­λιος – σκε­πα­σμέ­να μὲ τὴ μα­κριὰ φού­στα – o­ύ­τε χά­δι ἀ­πὸ ἄν­τρα κα­νέ­να. Στέ­κε­ται ἔ­τσι στὴ μέ­ση τοῦ πο­τα­μιοῦ. Τὸ νε­ρὸ ὁρ­μη­τι­κὸ τρέ­χει μὲ δύ­να­μη. Κά­νει κύ­κλους τρι­γύ­ρω της. Σπρώ­χνει τὸ δέρ­μα, φου­σκώ­νει τὶς κόκ­κι­νες φλέ­βες, γλύ­φει τὶς πλη­γὲς καὶ τοὺς μώ­λω­πες, πα­γώ­νει τὰ δά­χτυ­λα τὰ ξυ­πό­λυ­τα. Τὰ κό­κα­λα ὅ­μως, τὰ στρα­βο­κολ­λη­μέ­να κό­κα­λα, τὰ πλα­κου­τσά… τὰ κρυμ­μέ­να στὸ κρέ­ας,… αὐ­τὰ δὲν τὰ κλο­νί­ζει. Ἔ­χουν μιὰ δι­κιὰ τους ὁρ­μὴ αὐ­τά, ποὺ τὰ στή­νει ἀ­κού­νη­τα… κόν­τρα στὴ δύ­να­μη τοῦ νε­ροῦ. Στὰ χέ­ρια της, δυ­να­τά, κρα­τά­ει τὰ σπάρ­τα. Τὰ ση­κώ­νει ψη­λὰ καὶ τὰ βου­τά­ει πά­λι στὸ νε­ρὸ νὰ μου­λιά­σουν. Ἔ­χει μ’ αὐ­τὰ νὰ ὑ­φά­νει πα­νί, πρέ­πει νὰ ντύ­σει τὰ ὀρ­φα­νά.Τόσα ὀρ­φα­νά. Τὰ πό­δια τὰ ἄ­σχη­μα, τὰ στρ

Δε γίνεται ή μήπως και γίνεται;

Εικόνα
1. ΦΟΙΝΙΚΑΣ τῆς γειτονιᾶς μου ἀρ­ρώ­στη­σε. Πρῶ­τα μα­ρά­θη­κε ἡ κο­ρυ­φή, με­τὰ γεί­ρα­νε τὰ μυ­τε­ρά του κλα­διά, ἔ­γι­νε ἕ­να ξε­ρὸ μνη­μεῖ­ο μι­ζέ­ριας καὶ λα­μο­γιᾶς. (Για­τὶ, ὅ­λοι ψι­θυ­ρί­ζου­νε πιὰ πὼς ἡ αἰ­τί­α τῆς ἀρ­ρώ­στιας βρί­σκε­ται στὶς προ­μή­θει­ες τῶν ἐρ­γο­λά­βων, ἀ­φοῦ ὅ­πως λέ­νε, στοὺς Ὀ­λυμ­πια­κούς τοῦ 2004, θέ­λον­τας νὰ βά­λου­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα στὴν τσέ­πη, φέ­ρα­νε μο­λυ­σμέ­νους φοί­νι­κες ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, ποὺ τοὺς πλη­ρώ­σα­νε φτη­νό­τε­ρα, ἀλ­λὰ βέ­βαι­α στὰ χαρ­τιὰ ὅ­σο καὶ τοὺς ὑ­γι­εῖς.) Δου­λεύ­ει τὸ σκου­λή­κι, με­τα­δί­δε­ται ἡ ἀ­σθέ­νεια μὲ τὸν ἀ­έ­ρα καὶ ἁ­πλώ­νε­ται παν­τοῦ στὶς αὐ­λές, στοὺς κή­πους, στὰ πάρ­κα. Οἱ φοί­νι­κες ποὺ κα­νο­νι­κὰ ζοῦν πολ­λὰ χρό­νια καὶ πα­λι­ό­τε­ρα δή­λω­ναν εὐ­πο­ρί­α, εὐ­μά­ρεια καὶ κα­λο­τυ­χί­α στοὺς κή­πους, ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον ξε­ραί­νον­ται παν­τοῦ. Τώ­ρα, λέ­νε, χρει­ά­ζε­ται νὰ βροῦ­νε κά­ποι­ον ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὰ γι­α­τρέ­ψει αὐ­τὰ τὰ δέν­τρα καὶ νὰ τὸν πεί­σου­νε νὰ ἔρ­θει ἐ­δῶ. Νὰ

Ερωτική ιστορία (αριθμός 2)

Εικόνα
Μια σιδερένια γραμμή χωρίζει τον κήπο του από τον δικό μου. Κι όμως δεν είχαμε ποτέ μας συναντηθεί. Δεν έβλεπα ούτε τον κήπο ούτε αυτόν. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Έβγαινα ασυγκίνητη από το στενό άνοιγμα της πόρτας – πράσινο σκούρο το χρώμα της όπως τα δέντρα στις χώρες του βορά. Έπεσα πάνω του με τα μούτρα ένα απόγευμα, την ώρα που δεν υπήρχανε σκιές γιατί το φως είχε λιγοστέψει και μαζί μ’ αυτό και η φοβερή – παράξενη για την εποχή – κάψα του ήλιου. –Προσέχτε! Άκουσα τη φωνή κι αμέσως σχεδόν είδα και τον άνθρωπο που είπε τη λέξη. Στην ηλικία μου, ωραίος και με μια ευγενική χροιά στο ξάφνιασμά του. –Συγγνώμη!

Περιμένοντας την αστρόσκονη

Εικόνα
Πήγε μόνη της –ο Κώστας δούλευε όλες τις εργάσιμες ημέρες– και το πράγμα, όπως της είπαν, ήταν επείγον. Όχι Σάββατο, όχι Κυριακή. Της είχαν ζητήσει να πάρει μαζί της ένα σεντόνι γερό κι ένα μπουκάλι κρασί. Πρώτα είχε περάσει από το γραφείο για να τακτοποιήσει τα οικονομικά. Μια γυναίκα στο ταμείο και οι άλλοι δυο-τρεις καθισμένοι σε κάτι καρέκλες πλαστικές με μπράτσα, την κοιτάξανε όλοι καλά καλά. – Μόνη σας ήρθατε; τη ρώτησε ο ένας που φαινόταν επικεφαλής κι εκείνη τότε νευρίασε. – Ναι, μόνη μου! Γιατί, πειράζει; Σήκωσε τους ώμους ο τύπος και η γυναίκα τής ζήτησε να πληρώσει εξήντα ευρώ συνολικά. Για το νεκροταφείο και τους εργάτες. – Θα τους περιμένετε τους εργάτες απ’ έξω, της είπαν.

Βέλγικα σοκολατάκια

Εικόνα
 της Πόλυς Μπήκε ντυμένη ανοιξιάτικα – παρόλο που ακόμη η άνοιξη καθυστερούσε. Εμείς φορούσαμε τα παλτά μας. Κρατούσε μια τσάντα πολύχρωμη, χάντρες, πούλιες και διάφορα άλλα ζωηρά στολίδια. Ακούμπησε το δώρο της στο γραφείο. Ντυμένο με γυαλιστερό χαρτί, σφραγισμένο καλά, ενισχυμένο για ταξίδια μακρινά. Ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Το γέλιο της ζωηρό, όπως το θυμόμουν. Κεραστήκαμε όλοι κάτι μικρές εκλεκτές μπουκίτσες σοκολατένιες, ποιήματα μοναδικά, που φτιάχνουν φημισμένα εργοστάσια σοκολάτας. Εκεί, το έχω δει κι εγώ με τα μάτια μου, οι τεχνίτες φοράνε γάντια, κάποιο μηχάνημα γράφει γράμματα, κόβει κομμάτια πανομοιότυπα, τυπώνει στάμπες, πασπαλίζει μικρά τρίμματα πολύχρωμα· μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα γάλακτος, άσπρη σοκολάτα κι άλλες διαβαθμίσεις. Ροζ μπαλίτσες, κίτρινες, μικρές, λεπτεπίλεπτες. Βέλγικη τέχνη με το λογότυπο της εταιρίας.

καθώς τα πουλιά

Εικόνα
Καθόμασταν με τη φίλη μου στο τρένο. Γυρίζαμε από ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Φθινόπωρο έπιανε αλλά ακόμη η γλύκα του καλοκαιριού έμπαινε από το παράθυρο. Λίγες ώρες νωρίτερα είχα πηδήσει πάνω από κρεβάτια και τραπέζια να πιάσω το τηλέφωνο που χτυπούσε. Ακόμη τα τηλέφωνα ήτανε χωρίς ιντερνέτ κι εμείς μπορούσαμε να κάνουμε άλματα πάνω από αντικείμενα και καταστάσεις χωρίς δυσκολία. Τα δικά της παιδιά, ωστόσο είχανε κιόλας εγκαταλείψει τη φωλιά. Θυμάμαι ακόμη τη φωνή της χωρίς ένταση, σχεδόν ανάσα. Πόσα χρόνια λες ότι διαρκεί ο ρόλος μας ε; Αυτός ο ρόλος που τώρα πας να προλάβεις, νομίζεις ότι θα χαθεί ο κόσμος αν καθυστερήσεις ένα λεπτό, δε σου μιλάω για ώρες – και όντως θα χαθεί μάλλον – αν δεν ετοιμάσεις τα ρούχα, τα φαγητά, τα παιχνίδια, τα πάρτι, τα παραμύθια και όλα όσα πρέπει να προλαβαίνεις κάθε μέρα και κάθε πρωί και βράδυ κι απόγευμα και νύχτα και χαράματα και δεν ξέρω γω αν υπάρχουνε καθόλου ώρες ελεύθερες, ώρες που δεν χρειάζεται να τρέχεις και να προσέχεις και να

θέμα

Εικόνα
Ξυπνάω με την αίσθησή του δίπλα μου. Καθαρό προφίλ, προσεκτική οδήγηση. Χαζεύω από τη μια τη θάλασσα και από την άλλη το αδύνατο σώμα του, όπως διαγράφεται από το πουκάμισο και το παντελόνι. Αφήνουμε τον δρόμο τον παραλιακό, περνάμε μέσα από το μικρό συνοικισμό και μετά, στρίβουμε αριστερά. –Εδώ είναι το κτήμα, του λέω, κι εκείνος ψύχραιμα παρκάρει στο μοναδικό σημείο όπου υπάρχει χώρος. Μετά, «με συγχωρείτε, αν μπορείτε να με περιμένετε…», βγαίνει από το αμάξι, βρίσκει τη Μαίρη, και πιάνουν την κουβέντα. Είμαι μακριά, δεν ακούω. Θέλω σαν τρελή να ακούσω, πλάθω κιόλας τα σημεία, βουλώνω τα κενά, ανοίγω παρενθέσεις, φαντάζομαι τον διάλογό τους, σχεδόν νιώθω τα συναισθήματα. Βγαίνω, κάνω μια μικρή βόλτα, τριγύρω πράσινο, τα χορτάρια ως τη μέση μου στο χωράφι, εγώ παίρνω τον χωματόδρομο και χαζεύω τα έντομα.