Περιμένοντας την αστρόσκονη


Πήγε μόνη της –ο Κώστας δούλευε όλες τις εργάσιμες ημέρες– και το πράγμα, όπως της είπαν, ήταν επείγον. Όχι Σάββατο, όχι Κυριακή. Της είχαν ζητήσει να πάρει μαζί της ένα σεντόνι γερό κι ένα μπουκάλι κρασί.
Πρώτα είχε περάσει από το γραφείο για να τακτοποιήσει τα οικονομικά. Μια γυναίκα στο ταμείο και οι άλλοι δυο-τρεις καθισμένοι σε κάτι καρέκλες πλαστικές με μπράτσα, την κοιτάξανε όλοι καλά καλά.
– Μόνη σας ήρθατε; τη ρώτησε ο ένας που φαινόταν επικεφαλής κι εκείνη τότε νευρίασε.
– Ναι, μόνη μου! Γιατί, πειράζει;
Σήκωσε τους ώμους ο τύπος και η γυναίκα τής ζήτησε να πληρώσει εξήντα ευρώ συνολικά. Για το νεκροταφείο και τους εργάτες.
– Θα τους περιμένετε τους εργάτες απ’ έξω, της είπαν.

Ήρθανε αμέσως δυο τύποι, σαράντα-πενήντα χρόνων, με τα φτυάρια τους στο χέρι. Ο ένας είχε και μια τσάπα.
– Πάμε, μαντάμ.
Τους οδήγησε στο μέρος όπου είχαν βάλει τον πατέρα – στον πέμπτο διάδρομο, στη βρυσούλα δεξιά, ο τρίτος τάφος. Βγάλανε αυτοί τα μπουφάν τους, κάτι μπλούζες μακό φορούσαν από μέσα και, χωρίς να βάλουνε γάντια, ξεκινήσανε. Πρώτα, σπάσανε το μάρμαρο – 700 ευρώ είχε στοιχίσει. Κρατήσανε μόνο τον σταυρό που έγραφε το όνομα του νεκρού – βαφτιστικό όνομα, όνομα πατρός και επίθετο. Μετά αρχίσανε να σκάβουν. Ο πατέρας ήτανε θαμμένος βαθιά, στο ενάμισι μέτρο, σύμφωνα με τον κανονισμό.

Στεκόμουνα όρθια με τη νάιλον σακούλα στο χέρι και τα μάτια μου γουρλωμένα. Πρέπει να κράταγα και την αναπνοή μου. Δε θυμάμαι να ανάσαινα καθόλου όση ώρα διήρκεσε η διαδικασία. Άκουγα μόνο τις κινήσεις από τα φτυάρια τους που ανεβοκατέβαιναν σε τρεις χρόνους. Μες στο κεφάλι μου διέκρινα τους τρεις διαφορετικούς ήχους όλη την ώρα. Πρώτα στον έναν εργάτη και μετά στον άλλον. Εκεί είχα συγκεντρωθεί. Σ’ αυτούς, νομίζω, χτυπούσε και η καρδιά μου. Ο ένας ήτανε η αντίσταση του αέρα όπως κατέβαιναν τα εργαλεία, ο δεύτερος μέσα στο χώμα –ο πιο παχύς ήχος αυτός, ο γεμάτος– κι ο τρίτος το άδειασμα. Χώνανε το φτυάρι τους λοξά στο χώμα βοηθώντας το συχνά με το πόδι. Οι μπότες τους κλειστές πλαστικές μαύρες, όπως και η γη που την πατούσανε σταθερά.
Φτυαριά-φτυαριά, ντούπου-ντούπου και τάκα-τακ η δική μου καρδιά, το φτάσανε το φέρετρο. Όταν ανοίξανε όμως το καπάκι, πιάστηκα από τον διπλανό τάφο να μην πέσω. Να γιατί χρειαζόμουνα παρέα και δεν ήτανε σοφό να έρθω μοναχή μου. Πρέπει να είχα γίνει κατακίτρινη. Ο πατέρας ήτανε με το κουστούμι και τη γραβάτα του άθικτα. Είδα και το πρόσωπο, φαγωμένο αλλά ακόμη το δέρμα πάνω στα κόκαλα.
Έτσι όπως ήμουνα μισοπεθαμένη άκουσα τη φωνή τους, σαν να βγαίνει από πηγάδι βαθύ.
– Δώστε μας το σεντόνι!
Ατάραχοι.
Ανασηκώθηκα στα πόδια μου, πήρα την ανάσα κι έβγαλα από μέσα το διπλωμένο σεντόνι. Ένα άσπρο σεντόνι πεντακάθαρο, σιδερωμένο και κολλαρισμένο.
Το ανοίξανε οι αθεόφοβοι με τα λασπωμένα τους χέρια και τραβώντας το κουφάρι από τα ρούχα, σαν να ήταν μια πάνινη κούκλα, το πετάξανε απάνω. Μια παράξενη μούμια ο πατέρας, ένα αφύσικο πράγμα, τα ρούχα, τα παπούτσια καινούργια σχεδόν ούτε καν σκονισμένα και κείνο το πρόσωπο, με τις τρύπες! Οι εργάτες διπλώσανε το σεντόνι απ’ τις άκρες και, όπως οι πλανόδιοι πωλητές που κουβαλάνε την πραμάτεια τους στους μπόγους, το φορτωθήκανε στον ώμο. Ο ένας πήρε και τον σταυρό με το όνομα – βαφτιστικό όνομα, όνομα πατρός, επίθετο.
– Ελάτε μαζί μας.
Αν μπορούσα, ας έκανα κι αλλιώς. Η τσάντα με το μπουκάλι παρατημένη πάνω στα χώματα. Εκείνοι όμως είχαν εμπειρία.
– Πάρτε μαζί σας και το κρασί.
Δρασκελώντας τα μνήματα, γρήγορα και χωρίς πολλές κουβέντες, φτάσαμε στην άκρη του κοιμητηρίου. Εκεί δεν υπήρχανε τάφοι, ούτε διάδρομοι ούτε τίποτα. Μόνο σκαμμένο χώμα περιφραγμένο με κοτόσυρμα να μην μπαίνουν σκυλιά, να μην κατεβαίνουν από τον Υμηττό κουνάβια, τσακάλια και άλλα ζωντανά. Ούτε λουλούδια ούτε καντήλια, μόνο σταυροί με τα ονόματα δηλώνανε τους νεκρούς.
Σκάψανε λίγο έναν ανάβαθο λάκκο κι εκεί μέσα ρίξανε το σεντόνι με τον πατέρα.
– Αδειάστε τώρα το κρασί, να μην πάει χαμένο.
Σκεπάσανε με λίγο χώμα ό,τι είχε απομείνει απ’ τον πεθαμένο, στερεώσανε τον σταυρό του και βάλανε τα εργαλεία τους στον ώμο.
– Τελειώσαμε!

Την παρατήσανε εκεί να στέκεται όρθια πάνω απ’ το φρεσκοσκαμμένο χώμα με άδειο το μπουκάλι, άδεια και την ψυχή της.
Άρχισε επιτέλους να κλαίει.
– Πατέρα, με συγχωρείς, μουρμούριζε μονότονα πάλι και πάλι και τα μάτια της τρέχανε βρύσες.
Εκεί, σ’ αυτό το περιφραγμένο κοτέτσι τής είπαν ότι πρέπει να μείνει ο νεκρός για δυο χρόνια και τότε να πάει πάλι να δει αν έλιωσε. Αλλά για καλό και για κακό μπορεί, αν θέλει, να πληρώσει κάτι παραπάνω για να τον κρατήσουν σ’ αυτή τη γωνιά περισσότερο. Ο λάκκος αυτός είναι ρηχός, αερίζεται καλά κι ο ήλιος θα ζεσταίνει ως και το δέρμα του. Ο ήλιος, ο αέρας και η βροχή θα διαλύσουν ακόμη και τα φάρμακα που πήρε ο άνθρωπος όσο ήταν άρρωστος. Όσο τον έτρεχε στους γιατρούς και όσο του έκανε εκείνες τις φριχτές ενέσεις.
«Ήτανε τόσο καλός και ήπιος άνθρωπος! Όλοι τον αγαπούσαμε. Δεν του άξιζε τέτοιος εξευτελισμός. Σε κανέναν δεν αξίζει. Για τη μάνα μου, ύστερα από αυτό που έπαθα με τον πατέρα, σκέφτομαι να την πάω στο χωριό όταν έρθει η ώρα της. Δεν έχει μείνει βέβαια τίποτα εκεί, ούτε σπίτι, ούτε χωράφι και, όπως μου είπαν στο τηλέφωνο, όλοι οι τάφοι είναι οικογενειακοί. Αλλά μπορεί κάποιος, αν κατάγεται από κει ή ζει στο μέρος, να θαφτεί σε ένα απλό μνήμα, όπου τον αφήνουν ήσυχο τουλάχιστον πέντε χρόνια. Όχι όπως εδώ, που στα τρία χρόνια τον πετάνε τον άνθρωπό σου στο κοτόσυρμα! Θα το σκεφτώ το χωριό για τη μάνα μου. Για μένα δε με νοιάζει, ας κάνει ο γιος μου ό,τι θέλει. Μέχρι τότε μπορεί να έχουν διαδοθεί τα αποτεφρωτήρια, ίσως όμως η τεχνολογία να λύσει και με άλλο τρόπο το πρόβλημα. Μπορεί να γινόμαστε όλοι αστρόσκονη...»

Δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο