Πάθη


01-Epsilonχα κα­θυ­στε­ρή­σει πο­λύ. Τὸ ραν­τε­βοὺ ἦ­ταν γιὰ τὶς ἕ­ξι καὶ τώ­ρα κόν­τευ­ε ὀ­κτώ. Βρῆ­κα ὅ­μως τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα ξε­κλεί­δω­τη καὶ τὴν αἴ­θου­σα ἀ­να­μο­νῆς ἔ­ρη­μη. Προ­χώ­ρη­σα δι­στα­κτι­κὰ καὶ ἔ­σπρω­ξα τὸ πορ­τά­κι ποὺ ὑ­πο­χώ­ρη­σε χω­ρὶς τὸν πα­ρα­μι­κρὸ θό­ρυ­βο. Βρέ­θη­κα στὸ μέ­σα δω­μά­τιο κι ἐ­κεῖ ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σα. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­ψα­χνα κα­θό­τα­νε στὸ κέν­τρο ἑνὸς με­γά­λου τρα­πε­ζιοῦ μπρο­στὰ ἀ­πὸ ἕ­να τε­ρά­στιο δί­σκο. Τὰ φαρ­διά της ὀ­πί­σθια, ἡ καμ­που­ρι­α­σμέ­νη της πλά­τη καὶ τὸ κε­φά­λι, ὅ­λα τε­ρά­στια, ἔ­κρυ­βαν λί­γο ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­φέρ­να­νε νὰ σκε­πά­σουν ὅ­σα ἑ­τοι­μα­ζό­τα­νε νὰ κα­τα­βρο­χθί­σει.


Πρό­λα­βα νὰ δι­α­κρί­νω κομ­μά­τια κρέ­ας βου­τηγ­μέ­να στὴν κόκ­κι­νη σάλ­τσα τους, ψη­μέ­νες ρο­δο­κόκ­κι­νες πα­τά­τες, μιὰ ρο­ζου­λὶ σος πά­νω σὲ ψι­λο­κομ­μέ­να λα­χα­νι­κά, ἄ­σπρο ψω­μὶ καί, τὸ κα­φὲ χρῶ­μα μιᾶς σο­κο­λα­τέ­νιας τούρ­τας. Ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λα ἐ­δέ­σμα­τα, ποὺ δὲν κα­τά­λα­βα ἀ­κρι­βῶς τί ἦ­ταν. Πο­λύ­χρω­μα, ποι­κί­λα, σω­ροὶ μέ­σα στὰ πιά­τα.




Εἶ­χα μπεῖ ἀ­θό­ρυ­βα στὸ δω­μά­τιο – μιὰ στα­λιὰ ἄν­θρω­πος, οὔ­τε πε­νήν­τα κι­λὰ – ἡ σύ­στα­ση τοῦ ἀ­έ­ρα ὅ­μως εἶ­χε βέ­βαι­α ἀλ­λά­ξει, κι ἔ­τσι ἡ γυ­ναί­κα γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι γιὰ νὰ κοι­τά­ξει. Σὰ νὰ εἶ­χα δι­α­πρά­ξει κά­ποι­α τρο­με­ρὴ ἀ­δι­α­κρι­σί­α, σὰ νὰ εἶ­χα εἰ­σβά­λει βάρ­βα­ρα φο­ρών­τας βρώ­μι­κα κου­ρέ­λια σὲ μιὰ σπου­δαί­α δε­ξί­ω­ση…


—Με συγχω­ρεῖ­τε…


Τὸ βλέμ­μα της ἦ­ταν θο­λὸ καὶ τρο­μαγ­μέ­νο. Μιὰ ἀ­γω­νί­α πα­τι­κω­μέ­νη στὰ λί­πη, στὰ τυ­ριά, στὰ αὐ­γά, στὶς μαρ­με­λά­δες. Πα­σα­λειμ­μέ­νη μὲ βού­τυ­ρα, σο­κο­λά­τες καὶ μέ­λια…


Ἂν εἶ­χε νὰ φά­ει μέ­ρες, ἂν βρι­σκό­τα­νε γιὰ και­ρὸ κλει­σμέ­νη στὴ φυ­λα­κή, ἂν εἶ­χε μεί­νει θαμ­μέ­νη κά­τω ἀ­πὸ τὰ βα­ριὰ ντου­βά­ρια τοῦ σει­σμοῦ…


Βγῆ­κα πι­σω­πα­τών­τας καὶ ἄ­φη­σα τὴν πόρ­τα νὰ κλεί­σει ἀ­πὸ μό­νη της. Πέ­ρα­σα πά­λι τὴν ἔ­ρη­μη αἴ­θου­σα ἀ­να­μο­νῆς καὶ ἄ­νοι­ξα τὴν ξε­κλεί­δω­τη ἐ­ξώ­πορ­τα νὰ βγῶ στὸν ἀ­έ­ρα. Δὲν ἤ­θε­λα νὰ πε­ρι­μέ­νω πό­τε θὰ τε­λει­ώ­σει τὸ τε­ρά­στιο γεῦ­μα της. Ἴ­σως μιὰ ἄλ­λη φο­ρά, σὲ ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α…


Περ­πά­τη­σα στὸ πε­ζο­δρό­μιο βι­α­στι­κὰ καὶ κα­τευ­θύν­θη­κα πρὸς τὸ ἁ­μά­ξι μου. Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ εἶ­χα συγ­κεν­τρώ­σει μι­λού­σα­νε μό­νο γιὰ μιὰ νο­ση­λεύ­τρια. Δὲν εἶ­χα πε­ρι­γρα­φή, δὲν ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ἦ­ταν ὑ­πέρ­βα­ρη καὶ τό­σο μὰ τό­σο πο­λὺ πει­να­σμέ­νη…


Ἔ­βα­λα μπρο­στὰ τὴ μη­χα­νὴ καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κα. Ἔ­πρε­πε νὰ σκε­φτῶ τὴν και­νού­ρια εἰ­κό­να καὶ νὰ τὴ «δέ­σω» μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες. Νὰ κουμ­πώ­σω τὸν ὄγ­κο μὲ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α. Καὶ νὰ προ­σπα­θή­σω ὕ­στε­ρα, ἂν τὰ κα­τα­φέ­ρω, νὰ ἀ­πο­δε­χτῶ ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ὑ­πέρ­βα­ρη βου­λι­μι­κὴ γυ­ναί­κα ἦ­ταν, ὅ­πως ἰ­σχυ­ρι­ζό­τα­νε ὁ ντέν­τε­κτιβ Μάρ­κα­ρης, ἡ φυ­σι­κή μου μη­τέ­ρα.






Δημοσιευμένο στο Πλανόδιον. Ιστορίες Μπονζάι

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο