Πάθη
ἶχα καθυστερήσει πολύ. Τὸ ραντεβοὺ ἦταν γιὰ τὶς ἕξι καὶ τώρα κόντευε ὀκτώ. Βρῆκα ὅμως τὴν ἐξώπορτα ξεκλείδωτη καὶ τὴν αἴθουσα ἀναμονῆς ἔρημη. Προχώρησα διστακτικὰ καὶ ἔσπρωξα τὸ πορτάκι ποὺ ὑποχώρησε χωρὶς τὸν παραμικρὸ θόρυβο. Βρέθηκα στὸ μέσα δωμάτιο κι ἐκεῖ ξαφνικὰ σταμάτησα. Ἡ γυναίκα ποὺ ἔψαχνα καθότανε στὸ κέντρο ἑνὸς μεγάλου τραπεζιοῦ μπροστὰ ἀπὸ ἕνα τεράστιο δίσκο. Τὰ φαρδιά της ὀπίσθια, ἡ καμπουριασμένη της πλάτη καὶ τὸ κεφάλι, ὅλα τεράστια, ἔκρυβαν λίγο ἀλλὰ δὲν καταφέρνανε νὰ σκεπάσουν ὅσα ἑτοιμαζότανε νὰ καταβροχθίσει.
Πρόλαβα νὰ διακρίνω κομμάτια κρέας βουτηγμένα στὴν κόκκινη σάλτσα τους, ψημένες ροδοκόκκινες πατάτες, μιὰ ροζουλὶ σος πάνω σὲ ψιλοκομμένα λαχανικά, ἄσπρο ψωμὶ καί, τὸ καφὲ χρῶμα μιᾶς σοκολατένιας τούρτας. Ὑπῆρχαν κι ἄλλα ἐδέσματα, ποὺ δὲν κατάλαβα ἀκριβῶς τί ἦταν. Πολύχρωμα, ποικίλα, σωροὶ μέσα στὰ πιάτα.
Εἶχα μπεῖ ἀθόρυβα στὸ δωμάτιο – μιὰ σταλιὰ ἄνθρωπος, οὔτε πενήντα κιλὰ – ἡ σύσταση τοῦ ἀέρα ὅμως εἶχε βέβαια ἀλλάξει, κι ἔτσι ἡ γυναίκα γύρισε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ κοιτάξει. Σὰ νὰ εἶχα διαπράξει κάποια τρομερὴ ἀδιακρισία, σὰ νὰ εἶχα εἰσβάλει βάρβαρα φορώντας βρώμικα κουρέλια σὲ μιὰ σπουδαία δεξίωση…
—Με συγχωρεῖτε…
Τὸ βλέμμα της ἦταν θολὸ καὶ τρομαγμένο. Μιὰ ἀγωνία πατικωμένη στὰ λίπη, στὰ τυριά, στὰ αὐγά, στὶς μαρμελάδες. Πασαλειμμένη μὲ βούτυρα, σοκολάτες καὶ μέλια…
Ἂν εἶχε νὰ φάει μέρες, ἂν βρισκότανε γιὰ καιρὸ κλεισμένη στὴ φυλακή, ἂν εἶχε μείνει θαμμένη κάτω ἀπὸ τὰ βαριὰ ντουβάρια τοῦ σεισμοῦ…
Βγῆκα πισωπατώντας καὶ ἄφησα τὴν πόρτα νὰ κλείσει ἀπὸ μόνη της. Πέρασα πάλι τὴν ἔρημη αἴθουσα ἀναμονῆς καὶ ἄνοιξα τὴν ξεκλείδωτη ἐξώπορτα νὰ βγῶ στὸν ἀέρα. Δὲν ἤθελα νὰ περιμένω πότε θὰ τελειώσει τὸ τεράστιο γεῦμα της. Ἴσως μιὰ ἄλλη φορά, σὲ ἄλλη εὐκαιρία…
Περπάτησα στὸ πεζοδρόμιο βιαστικὰ καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὸ ἁμάξι μου. Οἱ πληροφορίες ποὺ εἶχα συγκεντρώσει μιλούσανε μόνο γιὰ μιὰ νοσηλεύτρια. Δὲν εἶχα περιγραφή, δὲν ἤξερα ὅτι ἦταν ὑπέρβαρη καὶ τόσο μὰ τόσο πολὺ πεινασμένη…
Ἔβαλα μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ ἀπομακρύνθηκα. Ἔπρεπε νὰ σκεφτῶ τὴν καινούρια εἰκόνα καὶ νὰ τὴ «δέσω» μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες. Νὰ κουμπώσω τὸν ὄγκο μὲ τὴν ἀδυναμία. Καὶ νὰ προσπαθήσω ὕστερα, ἂν τὰ καταφέρω, νὰ ἀποδεχτῶ ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπέρβαρη βουλιμικὴ γυναίκα ἦταν, ὅπως ἰσχυριζότανε ὁ ντέντεκτιβ Μάρκαρης, ἡ φυσική μου μητέρα.
Δημοσιευμένο στο Πλανόδιον. Ιστορίες Μπονζάι
Πρόλαβα νὰ διακρίνω κομμάτια κρέας βουτηγμένα στὴν κόκκινη σάλτσα τους, ψημένες ροδοκόκκινες πατάτες, μιὰ ροζουλὶ σος πάνω σὲ ψιλοκομμένα λαχανικά, ἄσπρο ψωμὶ καί, τὸ καφὲ χρῶμα μιᾶς σοκολατένιας τούρτας. Ὑπῆρχαν κι ἄλλα ἐδέσματα, ποὺ δὲν κατάλαβα ἀκριβῶς τί ἦταν. Πολύχρωμα, ποικίλα, σωροὶ μέσα στὰ πιάτα.
Εἶχα μπεῖ ἀθόρυβα στὸ δωμάτιο – μιὰ σταλιὰ ἄνθρωπος, οὔτε πενήντα κιλὰ – ἡ σύσταση τοῦ ἀέρα ὅμως εἶχε βέβαια ἀλλάξει, κι ἔτσι ἡ γυναίκα γύρισε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ κοιτάξει. Σὰ νὰ εἶχα διαπράξει κάποια τρομερὴ ἀδιακρισία, σὰ νὰ εἶχα εἰσβάλει βάρβαρα φορώντας βρώμικα κουρέλια σὲ μιὰ σπουδαία δεξίωση…
—Με συγχωρεῖτε…
Τὸ βλέμμα της ἦταν θολὸ καὶ τρομαγμένο. Μιὰ ἀγωνία πατικωμένη στὰ λίπη, στὰ τυριά, στὰ αὐγά, στὶς μαρμελάδες. Πασαλειμμένη μὲ βούτυρα, σοκολάτες καὶ μέλια…
Ἂν εἶχε νὰ φάει μέρες, ἂν βρισκότανε γιὰ καιρὸ κλεισμένη στὴ φυλακή, ἂν εἶχε μείνει θαμμένη κάτω ἀπὸ τὰ βαριὰ ντουβάρια τοῦ σεισμοῦ…
Βγῆκα πισωπατώντας καὶ ἄφησα τὴν πόρτα νὰ κλείσει ἀπὸ μόνη της. Πέρασα πάλι τὴν ἔρημη αἴθουσα ἀναμονῆς καὶ ἄνοιξα τὴν ξεκλείδωτη ἐξώπορτα νὰ βγῶ στὸν ἀέρα. Δὲν ἤθελα νὰ περιμένω πότε θὰ τελειώσει τὸ τεράστιο γεῦμα της. Ἴσως μιὰ ἄλλη φορά, σὲ ἄλλη εὐκαιρία…
Περπάτησα στὸ πεζοδρόμιο βιαστικὰ καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὸ ἁμάξι μου. Οἱ πληροφορίες ποὺ εἶχα συγκεντρώσει μιλούσανε μόνο γιὰ μιὰ νοσηλεύτρια. Δὲν εἶχα περιγραφή, δὲν ἤξερα ὅτι ἦταν ὑπέρβαρη καὶ τόσο μὰ τόσο πολὺ πεινασμένη…
Ἔβαλα μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ ἀπομακρύνθηκα. Ἔπρεπε νὰ σκεφτῶ τὴν καινούρια εἰκόνα καὶ νὰ τὴ «δέσω» μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες. Νὰ κουμπώσω τὸν ὄγκο μὲ τὴν ἀδυναμία. Καὶ νὰ προσπαθήσω ὕστερα, ἂν τὰ καταφέρω, νὰ ἀποδεχτῶ ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπέρβαρη βουλιμικὴ γυναίκα ἦταν, ὅπως ἰσχυριζότανε ὁ ντέντεκτιβ Μάρκαρης, ἡ φυσική μου μητέρα.
Δημοσιευμένο στο Πλανόδιον. Ιστορίες Μπονζάι
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου