Οι λεύκες


Όταν φυσάει αέρας οι λεύκες βογκάνε.
Σα να ουρλιάζουνε μέσα στη νύχτα.
Όταν φυσάει δυνατός αέρας, οι λεύκες, κάνουν έναν παράξενο θόρυβο που μοιάζει με βογκητό. Ο ήχος βγαίνει από τις ρίζες τους όπως μετακινούνται μέσα στο χώμα ακολουθώντας την ταλάντευση του κορμού. Τόση είναι η αγωνία του δέντρου να στηριχθεί και να μείνει στη θέση του! Γι’ αυτό, όσοι έχουν λεύκες στους κήπους, φροντίζουνε να τις κλαδεύουν ταχτικά, έτσι ώστε να μην ψηλώνουν αυτές ανεξέλεγκτα. Γι’ αυτό και στις αλέες που στολίζονται από ψηλές και όμορφες λεύκες, τις σκοτεινές νύχτες όταν φυσάει ο βοριάς δυνατά, ζωντανεύει ο εφιάλτης και παίρνει διάφορες μορφές.
Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της βίλας δεν ήξεραν για το βογκητό της λεύκας, ούτε φαντάστηκαν ότι υπήρχε τέτοιο φαινόμενο. Φρεσκοπαντρεμένοι, ήρθαν με τις βαλίτσες, τα καπέλα, τα λάπ τοπ και τα τάμπλετ. Κουβαλούσανε και την αγάπη τους όπως νόμιζαν, αλλά η αγάπη δεν είναι μπαούλο ούτε βολεύεται στις αποσκευές.

Άφηναν τα παράθυρα ανοιχτά να μπαίνει μέσα ο φρέσκος αέρας, να ξεμυρίσει το σπίτι από τη γεροντίλα της γιαγιάς, που το έγραψε στη διαθήκη της, να το πάρει το σπίτι η πρώτη από τις εγγονές της που θα παντρευτεί. Είχαν καταφέρει να ανακαινίσουν εν όψει το γάμου την κουζίνα και το μπάνιο, αλλά στα μαρμάρινα δάπεδα, στις ξύλινες επενδύσεις των τοίχων στις μπορντούρες του ταβανιού, και στον καταπράσινο κήπο, μένανε ακόμη τα φαντάσματα.
Αυτά, τα φαντάσματα σκέφτηκαν πρώτα εκείνο το βράδυ που ακούσανε το παράξενο υπόκωφο βογγητό.
Είχαν γυρίσει απ΄ τις δουλειές τους αργά, τα πιάτα στο νεροχύτη άπλυτα από τις προηγούμενες μέρες, στο ψυγείο μόνο μπύρες, βούτυρο και ψωμί σε φέτες. Ούτε τυρί ούτε λίγο κρέας.
–Η γιαγιά θέλει να μας εκδικηθεί!
–Η αδερφή μου μας καταράστηκε.
Και τότε, αντί να τηλεφωνήσουν σε κάποιον ειδικό, ή έστω να γκουγκλάρουν την ερώτηση αναζητώντας μια έστω και ανακριβή απάντηση, άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον στην κουζίνα την ώρα που ετοίμαζαν το βραδινό τους.
*
Κανονικά το σπίτι έπρεπε να το πάρει η Δέσποινα. Εκείνη ερχότανε πολλά βράδια κι έκανε παρέα στη γιαγιά, βλέπανε μαζί τα αγαπημένα της σίριαλ, παίζανε μέσα στην ησυχία του σπιτιού χαρτιά και, σαν κάτι παλιές δέσποινες της αυτοκρατορικής Αγγλίας, πίνανε τσάι και καφέ με βουτήματα σερβιρισμένα στο παλιό σερβίτσιο με τις χρυσές μπορντούρες.
Η Δέσποινα όμως, αν και μεγαλύτερη, δεν ήθελε να παντρευτεί. Της φαινότανε τρομερό να δεσμεύσει τη ζωή της δίπλα σε κάποιον άντρα. Ακόμη και τον Σπύρο που τη ζήτησε σε γάμο, τον είχε απορρίψει.
Η γιαγιά, θέλοντας μάλλον να την αναγκάσει να πάρει απόφαση «να φτιάξει τη ζωή της, να μη μείνει μαγκούφα και άκληρη», και ξέροντας ότι το σπίτι το λάτρευε, έβαλε τον όρο αυτό στη διαθήκη της. Πόσο λίγο όμως την ήξερε την αγαπημένη της εγγονή! Πώς μπορούσε να παντρευτεί όταν δεν της άρεσαν οι άντρες; Και βέβαια δεν ήταν του τύπου της, για να κερδίσει το σπίτι, να κοροϊδέψει ανθρώπους αθώους και καλοπροαίρετους σαν τον Σπύρο, που επέμενε να την πολιορκεί και να της εκφράζει τον έρωτά του με κάθε τρόπο.
Έτσι, το σπίτι θα το έπαιρνε η Βικτώρια που ανάγγειλε στην οικογένεια ότι θέλει να παντρευτεί και έφερε μάλιστα και τον γαμπρό να τον γνωρίσουν. Η Δέσποινα δοκίμασε να το διεκδικήσει.
–Η γιαγιά θα ήθελε στο σπίτι να μείνω εγώ, είπε στον πατέρα της. Δεν είναι τώρα σωστό να το πάρει η Βικτώρια. Εκείνος αν ήθελε, σαν γιος της πεθαμένης, θα μπορούσε να χειριστεί την υπόθεση έτσι ώστε να μην κακοκαρδίσει καμιά από τις κόρες του.
Όμως μόνο σήκωσε τους ώμους και το πρόσωπό του έγινε πέτρινο.
–Τότε παντρέψου εσύ πρώτη. Φέρ’ τον γαμπρό και πάρε το σπίτι.
–Μα, γιατί να κάνω μια τέτοια βεβιασμένη κίνηση; Δεν το βλέπεις ότι η Βικτώρια παντρεύεται μόνο και μόνο για να πάρει το σπίτι; Δεν το κατάλαβες ότι ο Παύλος είναι μια επιπόλαιη σχέση; Ένας τυχαίος άντρας από αυτούς που νταραβερίζεται κατά καιρούς; Ότι, αν δεν έβαζε η γιαγιά τον όρο ούτε θα μας τον παρουσίαζε καν;
Ο πατέρας της δεν άλλαξε έκφραση ούτε όταν άκουσε την κόρη του να κατηγορεί έτσι την αδερφή της. Εξακολουθούσε να στέκεται απέναντί της με την παγωμένη μάσκα του αδιάφορου πατέρα, που η κοπέλα γνώριζε τόσο καλά.
–Μη με ανακατεύεις εμένα στις διαφορές σας. Δεν θα τρέχω στα δικαστήρια επειδή η μάνα μου θέλει να επιβάλλει το δικό της ακόμη και μετά θάνατον. Έπρεπε να το είχες καταλάβει πόσο παράξενη και εγωίστρια ήτανε. Εμείς, ολόκληρη οικογένεια μέναμε τόσα χρόνια στο νοίκι κι εκείνη ολομόναχη ζούσε στη βίλα, μόνο και μόνο επειδή δεν χώνευε τη μάνα σου. Μη με ανακατεύεις εμένα.
–Μα γιατί να παντρευτώ αν δεν το θέλω; Δε βλέπεις ότι είναι άδικο και άτιμο;
Δεν έβλεπε τίποτα ο πατέρας της. Δεν ήθελε να δει.
Και η μάνα της όμως, με τον ίδιο τρόπο την απέφυγε τη συζήτηση.
–Δε χάθηκε ο κόσμος αν κάνεις έναν εικονικό γάμο! Το διαζύγιο βγαίνει πια αυτόματα. Δεν το έχεις καταλάβει; Αν πραγματικά θέλεις το σπίτι κάνε ένα γάμο!
Η αδελφή της, η Βικτώρια, αντίθετα από τους άλλους δυο, ήταν πιο άμεση και πιο ειλικρινής
–Εσύ τόσα χρόνια μας το ’παιζες η καλή. Η έξυπνη, η εργατική. Φρόντιζες τη γιαγιά, σε αγαπούσε και σε χαρτζιλίκωνε τακτικά, σου χάρισε όλα της τα χρυσαφικά πότε με τη μια πότε με την άλλη αφορμή. Εγώ δες, δεν έχω τίποτα δικό της. Ούτε ένα τόσο δα βραχιόλι, ούτε ένα δαχτυλίδι. Τι με νοιάζει που δεν θέλεις εσύ να παντρευτείς ακόμη.
Σηκώθηκε, έφερε μια βόλτα στην καρέκλα της, πήρε την τσάντα, φάνηκε ότι ήθελε να φύγει.
–Και, κοίτα να σου πω, μη νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω κιόλας το γάμο που εσύ ονειρεύεσαι.
*
Το νιόπαντρο ζευγάρι πρέπει να κοιμήθηκε κουρασμένο από τον καυγά και μέσα στον ύπνο τους ο ήχος του κήπου θα τους τρέλανε. Ίσως είδανε εφιάλτες, ίσως ονειρευτήκανε ανθρώπους χωρίς πρόσωπα, όμως το πρωί φύγανε κανονικά για τις δουλειές τους. Και ο ένας και η άλλη.
Κανείς δεν ξέρει τι μεσολάβησε όλη την ημέρα. Πώς κύλησε η καθημερινή ρουτίνα στη δουλειά τους. Εκείνος στην τράπεζα κι εκείνη στο μεγάλο πολυκατάστημα. Αν ο προϊστάμενος τούς έκανε παρατήρηση, αν οι πελάτες ήταν ευγενικοί ή αν ήρθανε κακοδιάθετοι και εριστικοί. Πάντως, όπως αποδείχτηκε αργότερα και οι δυο έφαγαν σάντουιτς με γαλοπούλα και τυρί που είχαν φέρει μαζί τους από το σπίτι. Άρα, πρέπει το βράδυ μετά τον καυγά ή το πρωί προτού φύγουν από το σπίτι να ετοίμασαν τα σάντουιτς. Ίσως η Βικτώρια να έφτιαξε και τα δύο ή μπορεί ο καθένας να έφτιαξε το δικό του. Μέσα στο ψυγείο – ένα άδειο ψυγείο κατά τα άλλα, ούτε φρούτα, ούτε χυμοί, ούτε τάπερ με φαγητά, ούτε βούτυρα, ούτε γιαούρτια – βρέθηκαν πέντε ακόμη φέτες ζαμπόν γαλοπούλας, κι άλλες τόσες φέτες κίτρινο τυρί. Ψωμάκια όμως δεν βρέθηκαν ούτε πίτες αραβικές. Μάλλον θα χρησιμοποίησαν τις τελευταίες που είχαν ή μπορεί να έπαιρναν κάθε μέρα φρέσκα ψωμάκια από κάποιο πρατήριο. Εκεί κοντά όμως, αραιοκατοικημένη περιοχή με βίλες και τέτοια, δεν είχε πρατήριο και στο παντοπωλείο δεν τους ήξεραν. Ίσως δεν είχαν προλάβει να τους μάθουν, ίσως ο υπάλληλος δεν ήθελε να μπλέξει.
*
–Το στρες της κοινής τους ζωής, το άγχος της τεράστιας αλλαγής καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η μικρή σας κόρη κέρδισε το σπίτι, αύξησαν την ευαισθησία τους και έγιναν πιο επιρρεπείς σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Έτσι το βράδυ, το δεύτερο στη σειρά με τον δυνατό αέρα, τρομαγμένοι με ό,τι μπορεί να τους επιφύλασσε το μέλλον, έχασαν για λίγο τον έλεγχο και οι πράξεις τους ξεπέρασαν τη λογική.
Ο πατέρας στεκότανε ανέκφραστος και έμοιαζε χαμένος. Όταν όμως άκουσε το σχολιασμό της ψυχολόγου που βοηθούσε την αστυνομία στη δουλειά της, ξέσπασε.
–Μα τι λέτε τώρα! Είναι δυνατόν δυο νέοι και υγιείς άνθρωποι να σηκώσουν τα κουζινομάχαιρα και να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου; Ποια ευαισθησία δικαιολογεί μια τέτοια αποτρόπαιη πράξη;
*
Η Δέσποινα φόρεσε μαύρα. Και μαύρες κάλτσες και μαύρα παπούτσια και μια μαύρη κορδέλα στα μακριά της μαλλιά. Τα μάτια της τα έκρυψε πίσω από κάτι μαύρα μεγάλα γυαλιά και ακολούθησε την κηδεία αργά. Σε όσους της μιλούσαν δε απαντούσε μόνο κουνούσε το κεφάλι της και τα γυαλιά της δεν άφηναν να καταλάβει κανείς αν βούρκωναν τα μάτια της.
Στην ανάκριση, απάντησε καθαρά και με ψυχραιμία σε όλες τις ερωτήσεις, δίνοντας με σαφήνεια το άλλοθι που της επέτρεπε να γυρίσει με ησυχία στο σπίτι της. Μια φίλη, αυτή που όλοι ήξεραν σαν την κολλητή της, είχε δηλώσει ότι ήτανε μαζί σε μια εξοχική περιοχή, όπου η κοπέλα εκείνη διέθετε σπίτι. Μάλιστα ο ταβερνιάρης είχε καταθέσει ότι οι δυο γυναίκες έμειναν ως αργά στην ταβέρνα του και μαζί με άλλους έτρωγαν ψάρια και έπιναν λευκό κρασί. Η παρέα τους ήτανε κάτι ηλικιωμένοι ψαράδες και μια γυναίκα που ασχολιότανε με κήπους και καλλιεργούσε τα πιο ωραία τριαντάφυλλα της περιοχής.
Κανείς δεν είχε λόγο να μην πιστέψει τη Δέσποινα ούτε σκέφτηκαν να αμφισβητήσουν το άλλοθί της. Έτσι κι αλλιώς η γνωμάτευση της ψυχολόγου είχε μια επιστημονική εγκυρότητα και διευκόλυνε στο κλείσιμο της υπόθεσης.
*
Αργότερα, η Δέσποινα μετακόμισε στη βίλα. Παρόλες τις συμβουλές και τις παροτρύνσεις, δεν δέχτηκε να την πουλήσουν ή να την νοικιάσουν σε κάποιους που δεν ήξεραν την ιστορία της.
Η πρώτη της δουλειά ωστόσο, ήταν να φωνάξει συνεργείο να κλαδέψει τις λεύκες και να τους κοντύνει τις κορυφές. Ένα φορτηγό γέμισαν τα κομμένα κλαδιά.
Όρθια στη βεράντα με μια κούπα καφέ ζεστό χάζευε τα γκριζοπράσινα φύλλα που γυαλίζανε και κουνιόντουσαν πάνω στην καρότσα. Η κολλητή της στεκότανε κι αυτή εκεί, κρατώντας μια εσάρπα που τύλιγε και ξετύλιγε στους ώμους. Είχε έρθει στη βίλα εκείνο το Σάββατο να τη βοηθήσει με το καθάρισμα και να της συμπαρασταθεί στην επιχείρηση λεύκες.
–Δεν το είπα στην αστυνομία – πού να καταλάβουν αυτοί – ούτε στον μπαμπά έκανα κουβέντα. Όμως δε νομίζεις κι εσύ ότι η φύση εκδικήθηκε την αδερφή μου; Δεν ήξερε τίποτα για το σπίτι και για τις λεύκες, δεν είχε ζήσει καθόλου τη ζωή τους, δεν ρώτησε να μάθει, δεν ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί. Φανταζότανε με την έπαρση και την επιπολαιότητά της ότι μπορεί να τα χαίρεται όλα και μάλιστα χωρίς προσπάθεια και χωρίς να πληρώνει ποτέ κανένα τίμημα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Κράτα το

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο