Βέλγικα σοκολατάκια


 της Πόλυς
Μπήκε ντυμένη ανοιξιάτικα – παρόλο που ακόμη η άνοιξη καθυστερούσε. Εμείς φορούσαμε τα παλτά μας. Κρατούσε μια τσάντα πολύχρωμη, χάντρες, πούλιες και διάφορα άλλα ζωηρά στολίδια. Ακούμπησε το δώρο της στο γραφείο. Ντυμένο με γυαλιστερό χαρτί, σφραγισμένο καλά, ενισχυμένο για ταξίδια μακρινά. Ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Το γέλιο της ζωηρό, όπως το θυμόμουν.
Κεραστήκαμε όλοι κάτι μικρές εκλεκτές μπουκίτσες σοκολατένιες, ποιήματα μοναδικά, που φτιάχνουν φημισμένα εργοστάσια σοκολάτας. Εκεί, το έχω δει κι εγώ με τα μάτια μου, οι τεχνίτες φοράνε γάντια, κάποιο μηχάνημα γράφει γράμματα, κόβει κομμάτια πανομοιότυπα, τυπώνει στάμπες, πασπαλίζει μικρά τρίμματα πολύχρωμα· μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα γάλακτος, άσπρη σοκολάτα κι άλλες διαβαθμίσεις. Ροζ μπαλίτσες, κίτρινες, μικρές, λεπτεπίλεπτες. Βέλγικη τέχνη με το λογότυπο της εταιρίας.

Κάποια εκλεκτή φίρμα θα είναι, δεν τη γνωρίζω εγώ από δω, αλλά μπορώ  να μπω στο διαδίκτυο, να ακολουθήσω το Google Earth  (επίγεια αναζήτηση), να περιηγηθώ στη γειτονιά, να σταθώ στις όψεις των κτιρίων, αλλά μέσα όχι δε θα μπω. Δε θα δω αν έχει τραπεζάκια το κατάστημα, αν οι τουρίστες κάθονται σε παρέες ή αν παίρνουν μόνο από τον πάγκο τα ωραία κουτάκια τους και φεύγουν. Μπορεί μια ελληνίδα, η φίλη μου, την ώρα που ψωνίζει τις σοκολάτες αυτές για να μας τις φέρει σήμερα, να αισθάνεται μέσα της εκείνο το παραπονεμένο τσίμπημα, ανάμεικτο με μια περηφάνια όμως και μια ικανοποίηση.
Τα παιδιά της πια θα είναι αυτό που λέμε πολίτες, επιστήμονες του κόσμου. Τι κι αν δε ζούνε συνεχώς και για πάντα εδώ στους στενούς δρόμους, τα βρώμικα πεζοδρόμια, την άναρχη καθημερινότητα. Μήπως έτσι δε γίνεται σε όλες τις ιστορικές περιόδους! Οι ικανοί, οι ανήσυχοι δεν μαζεύονται στις δραστήριες μητροπόλεις! Και στην αρχαία Αθήνα δεν είχαν συγκεντρωθεί απ’ τις αποικίες και από όλο τον κόσμο οι σοφιστές και πιο πριν εκείνος ο προσωκρατικός Παρμενίδης δεν την επισκέφθηκε, ο Ελεάτης που ισχυριζόταν ότι στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει η έννοια της κίνησης, κι ο άλλος ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές που τον εξορίσανε όμως οι Αθηναίοι γιατί υποστήριζε, λέει, ότι ο ήλιος είναι λίθος και όχι θεός!
Με τέτοιους ανήσυχους ανθρώπους δεν προχωρεί ο κόσμος, δε βγαίνει απ’ τις σπηλιές και μετακομίζει σε ψηλές ταράτσες να βλέπει τον ήλιο και να ευφραίνεται… Κι αν μένουν κάποιοι στις τρώγλες, κι αν κλείνονται σε ανήλιαγα και σκοτεινά δωμάτια κι αν νιώθουν δυστυχείς κι απόκληροι, αποσυνάγωγοι ή πάνω τους την αδικία, κι αν δε μπορούν να απολαύσουν σοκολάτες πολύχρωμες, μπουκίτσες λαχταριστές, που λυπάσαι να τις χαλάσεις μέσα στα σάλια και τις βλέννες στο στόμα σου, κι αν τώρα σκέφτεσαι τους ξεσπιτωμένους κι κείνους που πνίγονται στις κλειστές θάλασσες, αυτές που προσπαθούν να διασχίσουν χρεωμένοι ως το λαιμό με μόνη προσδοκία τους να σωθούν, να σώσουν τα παιδιά τους, να γλυτώσουν τις σφαίρες και το θάνατο και τα αέρια της μάχης…
κι άλλες εικόνες φρίκης και μάχες χωρίς σφαίρες που κάνουμε ότι δε βλέπουμε, μόνο μασουλάμε τα ωραία σοκολατάκια και μέσα μας νιώθουμε ένα τσίμπημα που μπορεί να είναι πόνος γι αυτούς που φεύγουν, ζήλεια που το τολμάνε αλλά και θυμός, ένας θυμός που μας τρώει τα σωθικά, μας αρρωσταίνει, μας ορφανεύει από τα παιδιά μας, απ’ τα καλύτερά μας παιδιά!
Κι είναι τέτοιες στιγμές που αναρωτιέμαι – επίμονα, βασανιστικά κι ανόητα – για κείνο το τέχνασμα του πατέρα, όταν παιδιά, μας έδινε να καταπιούμε την πικρή αντιβίωση μαζί με το σκληρό μήλο το άγουρο, όχι ζάχαρη, μέλι ή άλλο γλυκό.
Έγδερνε το λάρυγγα η σκληρή κάψουλα, όμως το μήλο από κοντά την έσπρωχνε να κατέβει, έπεφτε ο πυρετός και γυρίζαμε στο σχολείο να γίνουμε άνθρωποι, να γλυτώσουμε απ’ τις λάσπες και τη δουλειά τη σκληρή.
Μόνο, όταν αργότερα ήρθαν τα δύσκολα, τότε που η φίλη μου (κι άλλοι πλήθος σαν κι αυτήν παντού), τα μάζευε κλαίγοντας κι έφευγε στο εξωτερικό, εμείς πάλι εκεί χωρίς τους πατεράδες μας οι περισσότεροι πια, πίσω στις λάσπες γυρίσαμε και στα δέντρα, στην αγκαλιά τη στενή των βράχων, δίπλα στον ορίζοντα των βουνών, μέσα στις λέξεις τις γνωστές, τις τετριμμένες και στις σοκολάτες με το κόκκινο μονόχρωμο χαρτί της συνήθειας.
Στο βάθος παντού φως, αδυσώπητο και στ’ αυτιά μας η βουή της θάλασσας, η ασώπαστη.

Ελένη Γ.
Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο