προσωπική γνώμη



ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΓΝΩΜΗ γιὰ τὴν Καλ­λι­ό­πη δὲν εἶ­χα μέ­χρι χτὲς τὸ πρω­ῒ ποὺ δὲ μὲ χω­ροῦ­σε τὸ σπί­τι καὶ πῆ­ρα τοὺς δρό­μους, νὰ ξε­λαμ­πι­κά­ρει τὸ μυα­λό μου, νὰ ἀ­να­πνεύ­σω τὴ δρο­σιὰ τοῦ βου­νοῦ, νὰ μυ­ρί­σω τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες.

Τὸ σπί­τι της εἶ­ναι σὲ ψη­λὸ ση­μεῖ­ο μὲ τε­τρά­γω­νη αὐ­λή, ὡ­ραῖα λου­λού­δια, κα­θα­ροὺς τοί­χους ἄ­σπρους. Δὲν ἔ­χει ἀ­να­και­νι­στεῖ, εἶ­ναι ὅ­πως τὰ φτι­ά­χνα­νε πα­λιὰ τὰ σπί­τια μὲ σκε­πα­στὸ χα­γιά­τι καὶ μιὰ πέ­τρι­νη σκά­λα ἐ­ξω­τε­ρι­κή. Ἐ­κεῖ ἔ­χει πλέ­ξει ἡ κλη­μα­τα­ριὰ μὲ τὰ κί­τρι­να τώ­ρα φύλ­λα της ἕ­τοι­μα νὰ πέ­σουν.

Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ κι­τρι­νι­σμέ­να φύλ­λα εἶ­χαν βγεῖ θεί­α κι ἀ­νι­ψιὰ καὶ τὶς εἶ­δα. Κα­θι­σμέ­νη στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ἡ θεί­α, ὄρ­θια μὲ τὸ κου­τά­λι καὶ τὸ βα­θὺ πιά­το ἡ ἀ­νι­ψιά.


Γειά σας! Ἂν δὲ χαι­ρε­τή­σεις ἐ­δῶ σὲ θε­ω­ροῦν ἀ­κα­τά­δε­χτο, τί ψυ­χὴ ἔ­χει μιὰ κα­λη­μέ­ρα; Τί κά­νε­τε; Κα­λη­μέ­ρα! Ἡ κυ­ρί­α Τάδε, ἔ­σκυ­ψε ἡ νε­ό­τε­ρη στὴν ἄλ­λη ποὺ κα­θό­τα­νε στὸ κα­ρό­τσι καὶ δὲν κου­νοῦ­σε οὔ­τε χέ­ρια οὔ­τε πό­δια οὔ­τε κε­φά­λι μό­νο τὰ μά­τια της!

Στα­μά­τη­σα. Ἐ­κεῖ­νο τὸ βλέμ­μα μὲ κάρ­φω­σε ἐ­πὶ τό­που, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ κι­τρι­νι­σμέ­να φύλ­λα, κι ἄρ­χι­σα ἐ­γώ, ποὺ ἤ­μουν δι­στα­κτι­κὴ στὶς κου­βέν­τες (τὸ ἀν­τί­θε­το μοῦ συμ­βαί­νει μὲ τὶς λέ­ξεις στὸ χαρ­τί), νὰ μι­λά­ω γιὰ τὸν ἄρ­ρω­στο πα­τέ­ρα, γιὰ τὸν κῆ­πο, γιὰ τὶς κο­λο­κυ­θι­ές, τὴν κο­λο­κυ­θό­πι­τα, τὸ τυ­ρί, τὸν του­ρι­σμὸ καὶ οὔ­τε θυ­μᾶ­μαι πιὰ γιὰ τί ἄλ­λο. Μὲ ὁ­δη­γοῦ­σαν αὐ­τὰ τὰ μά­τια, ρου­φοῦ­σαν ὅ­λες τὶς κου­βέν­τες, ὅ­λες τὶς κι­νή­σεις, καὶ τὶς μυ­ρω­δι­ὲς τὶς ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­έ­γρα­φα, τοὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἀ­κό­μη ἤ­χους ποὺ κά­να­με ἡ ἀ­νι­ψιά της κι ἐ­γώ. Ἀγ­γί­ζα­νε τὰ μά­τια τὶς ἐ­πι­φά­νει­ες ἀ­πὸ τὰ σώ­μα­τά μας, ὅ,τι φαι­νό­τα­νε ἀ­πέ­ξω ἀ­πὸ τὰ ροῦ­χα καὶ ἐ­κεῖ­να ποὺ τὰ εἴ­χα­με κλεί­σει προ­σε­κτι­κὰ στὰ μα­νί­κια, στὰ φερ­μου­άρ, στὰ κουμ­πιά, στὶς πα­ρα­μά­νες, στὶς φό­δρες, στὶς κό­πι­τσες.

Δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­θά­νει πο­τέ! τρό­μα­ξα ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους κα­τά­φε­ρα νὰ ξε­γαν­τζω­θῶ. Περ­πα­τοῦ­σα πα­ρα­πα­τών­τας στὸν δρό­μο τὸν ἀ­νη­φο­ρι­κό, ἔ­στρι­βα νὰ ἀ­γναν­τέ­ψω τὴ θά­λασ­σα, τὸ βου­νό, ἀ­κουμ­ποῦ­σα τὰ μι­κρὰ φυ­τὰ ποὺ πρα­σι­νί­ζα­νε στὶς ἄ­κρες, ἀλ­λὰ μέ­σα μου, πά­νω μου καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὰ ροῦ­χα μου ἀ­κό­μη, εἶ­χε τρυ­πώ­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­χόρ­τα­γο, ἄ­πλη­στο βλέμ­μα. Δὲν ἦ­ταν τό­σο ἡ λα­χτά­ρα γιὰ ζω­ὴ καὶ ὁ φό­βος τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας, ἀλ­λὰ μιὰ ἄλ­λη αἴ­σθη­ση ποὺ μὲ τά­ρα­ζε πα­ρό­λο ποὺ ἤ­μου­να πιὰ μα­κριὰ ἀ­π’ ὅ­λους. Ὁ ἀ­έ­ρας, τὰ δέν­τρα, οἱ ἦ­χοι τῶν που­λι­ῶν, ἡ ἐκ­πλη­κτι­κὴ φυ­σι­κὴ ὀ­μορ­φιὰ τοῦ τό­που δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δι­ώ­ξει ἀ­πὸ πά­νω μου —εἶ­χε κολ­λή­σει σὰν στάμ­πα καὶ ἁ­πλω­νό­τα­νε παν­τοῦ— τὸ μί­σος ποὺ ἔ­κρυ­βε τὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο βλέμ­μα: Κα­νεὶς νὰ μὴ χα­ρεῖ τί­πο­τα, ἀ­φοῦ δὲ μπο­ρῶ ἐ­γώ, νὰ χα­ρῶ.

Δημοσιεύτηκε στο Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

πράγματα

Ελένη Γούλα, Όπου υπάρχει πόλεμος, ψάξε να βρεις τα μεγάλα συμφέροντα. Τα μάτια μας στη Γάζα.

Στη Μάνη