Ερωτική ιστορία (αριθμός 2)


Μια σιδερένια γραμμή χωρίζει τον κήπο του από τον δικό μου. Κι όμως δεν είχαμε ποτέ μας συναντηθεί. Δεν έβλεπα ούτε τον κήπο ούτε αυτόν. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Έβγαινα ασυγκίνητη από το στενό άνοιγμα της πόρτας – πράσινο σκούρο το χρώμα της όπως τα δέντρα στις χώρες του βορά.
Έπεσα πάνω του με τα μούτρα ένα απόγευμα, την ώρα που δεν υπήρχανε σκιές γιατί το φως είχε λιγοστέψει και μαζί μ’ αυτό και η φοβερή – παράξενη για την εποχή – κάψα του ήλιου.
–Προσέχτε!
Άκουσα τη φωνή κι αμέσως σχεδόν είδα και τον άνθρωπο που είπε τη λέξη. Στην ηλικία μου, ωραίος και με μια ευγενική χροιά στο ξάφνιασμά του.
–Συγγνώμη!

Φέρθηκα κι εγώ ευγενικά μαζί του, αν και τον τελευταίο καιρό τα νεύρα μου ήταν πολύ τεντωμένα. Είχα εγκατασταθεί προσωρινά σ’ αυτό το ζεστό παλιό σπίτι με τον μεγάλο κήπο, επειδή εδώ στην επαρχία έβρισκα πιο εύκολα φαγητό, υπήρχε ένα κρεβάτι καθαρό για να κοιμάμαι και το παλιό πηγάδι κρατούσε λίγο νερό για να πλένομαι. Ωστόσο οι ειδήσεις έφταναν κάθε μέρα και πιο απογοητευτικές και τα νέα ήταν άθλια. Η ζωή είχε γίνει εχθρική για τους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά πιο πολύ δυστυχούσαν τα φυτά! Το νερό ήταν πανάκριβο και δεν έβρεχε πια ο ουρανός. Παρέμενε όλη μέρα άσπρος, ανέφελος και μόνο προς το βράδυ έπαιρνε ένα γκρίζο ανοιχτό χρώμα.
Ωστόσο, αυτό το παράξενο απόγευμα, απέναντι σε τούτο τον άγνωστο άντρα δε μου ήρθε να θυμώσω ούτε να βάλω τις φωνές. Μάλιστα στάθηκα κιόλας εκεί στην είσοδο της μισάνοιχτης πόρτας και πήρα ανάσα. Δεν άρχισα τις ερωτήσεις, ποιος είσαι, από πού ήρθες και τι θέλεις εδώ, όπως θα έκανα αν έπεφτα πάνω στον υπάλληλο της εφορίας, έναν ταχυδρόμο, ή κάποιον τουρίστα, από αυτούς που τριγυρίζουν όλο και πιο ξεδιάντροπα τελευταία.
Στάθηκα ακίνητη, γούρλωσα τα μάτια μου κι άφησα λίγη από την φρεσκάδα αυτού του άγνωστου να με αγγίξει. Το δέρμα του ντυμένο όπως και το δικό μου περίπου – καρώ πουκάμισο, τζην παντελόνι και παπούτσια αθλητικά – ανέδιδε μια μυρωδιά που μου θύμισε καλοκαίρι και θάλασσα, παρόλο που πια είναι βαθύ φθινόπωρο κι η θάλασσα πολύ μακριά.
Εκτός από τις δυο λέξεις – «Προσέχτε» τη δική του και «Συγγνώμη», τη δική μου – δεν είπαμε για πολλή ώρα τίποτα άλλο. Στεκόμαστε σε κείνη τη σιδερένια γραμμή, τη ράγα όπου σερνόταν η πόρτα του κήπου μου, αμίλητοι. Έξω κανονικά ήξερα ότι είναι ο δρόμος, ένας δρόμος αδιάφορος, χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, όπως νόμιζα. Να όμως που εκτός από τον αδιάφορο δρόμο, εκεί απέξω ήταν και κάτι άλλο, ένας άλλος κόσμος από όπου είχε έρθει τούτος ο επισκέπτης απαντώντας στη λέξη μου.
Δε θυμάμαι πώς τελείωσε αυτή η πρώτη συνάντησή μας. Αν είπαμε κάτι ακόμη, αν έκανα εγώ πίσω, αν βγήκα πράγματι στο δρόμο, αν έκλεισα την πόρτα, σέρνοντας με προσπάθεια τη σιδερένια βαριά κατασκευή, την κάπως ελαττωματική, αφού με δυσκόλευε πολύ στο τελευταίο της κομμάτι – γι αυτό και την άφηνα λίγο ανοιχτή στην άκρη της, μια ιδέα. Το βράδυ όμως, υποψιασμένη πια, συγκεντρώθηκα στον εαυτό μου – κάτι που δεν είχα ως τώρα κατορθώσει να πετύχω, από τότε δηλαδή που αλλάξανε τα πράγματα, η ζωή μας ήρθε τα πάνω κάτω, η χώρα μας αδυνατούσε να δώσει τροφή και νερό σε όλους τους κατοίκους, κι άλλοι ξένοι εισβολείς με τη μορφή τουριστών ρήμαζαν σπίτια, καταστήματα, κήπους, υδραγωγεία και επαύλεις ακόμη.
Κοιμήθηκα ήρεμη, χωρίς τεχνάσματα και ψευτιές με έναν ύπνο σαν ευγενικό εραστή που με σήκωσε τρυφερά στην αγκαλιά του κι εκεί αποξεχασμένη θυμήθηκα τη ζωή και τη δύναμή της, όπως ήτανε πριν συμβούν όλα αυτά τα φοβερά γεγονότα στη χώρα και σε μένα προσωπικά. Το πρωί έφαγα με όρεξη το σκέτο παξιμάδι κι απόλαυσα αληθινά, χωρίς να αηδιάσω, το μαυροζούμι που το πουλούσανε στο παντοπωλείο για καφέ. Αμέσως μετά, κατέβηκα στον κήπο με μια χαρούμενη διάθεση – πρώτη φορά ύστερα από καιρό πολύ, που πήγαινα κάπου με την αίσθηση της προσμονής. Περίμενα κάτι όμορφο να έρθει, είχα αγωνία σχεδόν, για κάτι που ήταν εκεί έξω ωραίο.
Στάθηκα στο πέρασμα των κόσμων, όπως το ονόμασα, φορώντας το ίδιο καρώ πουκάμισο και το ίδιο τζην παντελόνι, μόνο που στο κεφάλι είχα βάλει τώρα και το μεγάλο καπέλο μου, αφού ο ήλιος ήταν αμείλικτος και κανείς πια από εμάς τους παλιούς ανθρώπους δεν μπορούσε να τον αψηφήσει.
–Ήρθα! είπα δυνατά, χωρίς να βλέπω κανέναν στο άνοιγμα της πόρτας, όμως η φωνή μου σαν κάλεσμα, μου φαινόταν ότι είχε τη δύναμη να φανερώσει τον κόσμο που κρυβόταν κι έτσι με αυτή την αίσθηση μίλησα και είπα τη λέξη μου. Ήρθα για να σε βρω. Ήρθα γιατί σε πιστεύω ότι είσαι εκεί και με περιμένεις.
Περιττό να εξηγήσω ότι δεν ανέλυα καθόλου τις σκέψεις μου, αυτό τώρα το κάνω που η στιγμή είναι παρελθόν – ένα ωραίο, ευχάριστο, παρήγορο παρελθόν.
–Κι εγώ, μου απάντησε η φωνή του και τον είδα να έρχεται από τον δρόμο. Κανείς άλλος δεν ήταν εκεί μπροστά, ο δρόμος όπως συνήθως, αδιάφορος.
Φορούσε τώρα κι αυτός καπέλο, όπως εγώ, αφού το μεσημέρι ερχότανε τρομερό και θα ζούσαμε πολλές ώρες ώσπου να αποσυρθούν οι σκιές και η φύση να συνέλθει από την επίθεση της αφόρητης ζέστης.
Επιτέλους, ήμουν ερωτευμένη. Ύστερα από πολύ καιρό, χρόνια, μήνες, ημέρες ή μπορεί και αιώνες, περπατούσα κάτω από τη δροσερή σκιά αρχαίων δέντρων με πλατιά φύλλα, άκουγα κελάρυσμα νερών αιώνιων στις πλαγιές, μύριζα τη δροσιά απ’ τη θάλασσα, άγγιζα τρυφερούς καρπούς γόνιμης γης.
Κι ας ήταν παντού τριγύρω το άνυδρο φθινόπωρο. Κι ας μαινότανε ο ήλιος ανελέητος πάνω από τα δέντρα και τους ανθρώπους.
***
Τη βρήκανε στο κρεβάτι της, υπάλληλοι της κυβέρνησης που χτένιζαν απ’ άκρη σ’ άκρη τη χώρα. Είχαν εντολή – επίσημα χαρτιά, σφραγίδες και υπογραφή εισαγγελέα – να ελέγξουν όλα τα σπίτια και να επιμείνουν ιδιαίτερα στα κλειστά. Έπρεπε να καταγράψουν λεπτομερώς τις συνέπειες του παράξενου φαινομένου, καθώς μετά από την παρατεταμένη ανομβρία έπεσαν βροχές καταρρακτώδεις στη διψασμένη γη, που πλημμύρησαν τους δρόμους, βύθισαν πολλά σπίτια στη λάσπη και έπνιξαν ανθρώπους και ζώα. Η γυναίκα – μέσης ηλικίας με ευγενική φυσιογνωμία και ένα χαμόγελο στα κλειστά της χείλη τα άψυχα – φορούσε πυτζάμες και δίπλα, στο πάτωμα, ήταν πεσμένο ένα τετράδιο με σκόρπιες σημειώσεις, που ένα παιδί- έφηβος τις έβαλε στη σειρά για να φτιάξει μια λογική ιστορία, όπως του ζήτησαν.
Στο μεταξύ οι αγρότες δοξολογούσαν το θεό τους, οι μετεωρολόγοι ευγνωμονούσαν την επιστήμη τους και οι τουρίστες αποσύρονταν επιτέλους μπερδεμένοι στις προστατευμένες τους χώρες. Η κυβέρνηση είχε βγει σύσσωμη στην τηλεόραση και ζητούσε εκ νέου την ψήφο του πλήθους, τώρα που οι ουρανοί είχαν ανοίξει και η βροχή, πέφτοντας δυνατή, είχε δώσει παράταση ζωής στα φυτά, στα ζώα και στους ανθρώπους.
Την άλλη μέρα, ένα δεκάχρονο αγόρι, καθώς τριγύριζε με το ποδήλατό του στους βρεγμένους δρόμους, την ώρα που κάπως είχε κοπάσει η βροχή, πρόσεξε τη μισάνοιχτη πόρτα στον κήπο της γυναίκας. Του φάνηκε περίεργο που δεν την ασφάλισαν καλά – είχε μάθει ότι σ’ εκείνο το σπίτι βρέθηκε μια πεθαμένη – και πλησίασε στον τοίχο του φράχτη που χώριζε τον κήπο από τον δρόμο, να δει αν υπήρχε ακόμη κανείς μέσα κι αν είχε μείνει τίποτα ενδιαφέρον. Στερέωσε με ευκολία το πόδι του στη γη, ήταν ψηλό αγόρι κι έφτανε να πατήσει στο χώμα ανεβασμένο ακόμη στη σέλα, και βάλθηκε να παρατηρεί πάνω από το φράχτη τον ξένο κήπο με θαυμασμό. Τα τριαντάφυλλα άνοιγαν ζωηρά ένα- ένα τα φύλλα τους σαν σε σλόου μόσιον λήψη κινηματογραφική, τα φυτά πεταγόντουσαν από το νοτισμένο χώμα και υψωνόντουσαν γρήγορα-γρήγορα, όπως το μαγικό φασόλι στον ουρανό, και το πιο παράξενο, κάτι σκουλήκια γινόντουσαν μπροστά στα μάτια του πεταλούδες, που αμέσως πετούσαν από κλαδί σε κλαδί, από λουλούδι σε λουλούδι και όλος ο κήπος βούιζε και μοσχοβολούσε.
Έμεινε το αγόρι στη θέση εκεί στην άκρη του δρόμου χωρίς να κουνάει, χωρίς να αλλάζει στάση, χωρίς να κουράζεται. Και το βράδυ αργά, όταν οι γονείς του μαζεύτηκαν επιτέλους στο σπίτι απ’ τη δουλειά, είχε ένα πρόσωπο φωτεινό όπως ποτέ άλλοτε. Κανείς όμως δεν τον ρώτησε τι συνέβη στη μέρα του – η μάνα του ήταν πολύ κουρασμένη κι ο πατέρας παραδομένος απολύτως στα καινούρια του σχέδια. Έτσι δεν το πρόσεξαν το φωτεινό προσωπάκι του παιδιού τους, ούτε ασχολήθηκαν μαζί του καθόλου για να λύσουν απορίες και μυστήρια που γεννιούνται στο κεφάλι των παιδιών. Έμεινε, λοιπόν, ο μικρός να απορεί για όσα θαυμαστά είχε αντικρίσει στον κήπο, χωρίς να τολμάει να μιλήσει σε κανένα, και βέβαια ούτε στους φίλους του που σίγουρα θα τον κορόιδευαν και δεν θα πίστευαν λέξη.
Μόνο τώρα που μεγάλωσε πια, κάθεται με κάθε ευκαιρία και σκαρώνει φανταστικές ιστορίες – σαν την παραπάνω – και προσπαθεί έτσι με αυτό τον τρόπο, να ανακαλύψει την πιο πιθανή και την πιο πιστευτή εξήγηση για το παράξενο φαινόμενο. Πώς έγινε δηλαδή και άνθισε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του ο κήπος της ξένης, τότε μετά από κείνη τη φοβερή βροχή των παιδικών του χρόνων. Κάθε φορά που τελειώνει μια τέτοια ιστορία έχει πάλι το πρόσωπό του φωτεινό και παρόλο που δεν το καταλαβαίνει, στα χείλη του απλώνεται ένα χαρούμενο χαμόγελο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο