πράγματα
Είναι μια σκηνή από ταινία του Όρσον Ουέλς. Κάθε φορά που κάποιος φεύγει απ’ τη ζωή, κάθε φορά που ένα σπίτι αδειάζει από ανθρώπους και τα πράγματά του μένουνε ορφανά - ράφια γεμάτα βιβλία, ξέχειλες ντουλάπες με ρούχα, κατσαρολικά, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πατάρια πατικωμένα, έπιπλα και μικροπράγματα παντού - εγώ σκέφτομαι αυτή τη σκηνή. Την ανασύρω στη μνήμη μου, έτσι όπως έχει εντυπωθεί και αλλοιωθεί απ’ τον χρόνο.
Τη σκέφτομαι ακόμη και όταν αναγκάζομαι να στριμώχνω τα ρούχα μου στη ντουλάπα ή όταν τακτοποιώ τα ντουλάπια της κουζίνας ή βγάζω τα πράγματα για να τα καθαρίσω. Ποτήρια, φλυτζάνια, πιάτα, κατσαρόλες, μαχαιροπίρουνα... Τόσα πράγματα! Τόσα πολλά πολλά πράγματα!
Ο μεγιστάνας βέβαια Κέιν δεν είχε τη δικιά μου παλιατζουρία, τα φτηνοπράγματα, τα παράταιρα δώρα γάμου και τα κακόγουστα μπιμπλό μου. Εκεί, στην ταινία όλα ήταν πολύτιμα, πανάκριβα, σπάνια, μοναδικά κι εντυπωσιακά. Συγκεντρωμένα στα σαλόνια, στους διαδρόμους, στα ταβάνια, στα δωμάτια, στους κήπους. Μέγαρο είχε χτίσει ο μεγιστάνας του Τύπου, παλάτι Αμερικάνικο, και όταν πέθανε, αυτός ο δυνατός, ο πανίσχυρος, ο επιβλητικός άνδρας, όπως τον έπαιζε ο Όρσον Ουέλς, τα βλέπουμε τα πλούτη του - χρυσάφια, μάρμαρα, πορσελάνες, έπιπλα, πολυέλαιοι και άλλα κομψοτεχνήματα - να ρίχνονται σε μια τεράστια χοάνη, ένα κάδο σαν αυτούς των απορριμματοφόρων (ή μήπως ήτανε φούρνος;). Αλέθονται τα πολύτιμα αντικείμενα του πανίσχυρου μεγιστάνα, που κυβερνούσε με την ισχύ του τον κόσμο. Σπάζουν τα κρύσταλλα, θρυμματίζονται οι πορσελάνες και όλα γίνονται ένα σιχαμένος πολτός (ή μήπως στάχτη;).
Άνθρωπο δεν θυμάμαι να βλέπουμε στο παλάτι. Γυναίκα, παιδιά, νύφες, εγγόνια ή έστω φίλους που να κλαίνε και να πονούν. Κανείς δεν θλίβεται. Κανείς δεν παίρνει ένα ενθύμιο. Δεν υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει συναίσθημα. Ψυχρά, παγωμένα, αδιάφορα. Το ανοιχτό στόμα της Κόλασης ρουφά και εξαφανίζει ό,τι άγγιξε και ό,τι είχε ο νεκρός.
Και τώρα, έτσι όπως κάθομαι να μαζέψω τις σκόρπιες λέξεις μου, να θυμηθώ την σχεδόν ξεχασμένη ταινία και να φτιάξω μια πρόταση να πω για κείνο που όλο πιο πολύ με βασανίζει, και όπως κοιτάζω ένα γύρω το σπίτι φορτωμένο με βιβλία και χίλια μπιχλιμπίδια, κι έτσι όπως δεν ακούω παιδικές φωνές, φίλους, γείτονες παρά μόνο τους ήχους απ’ τις ανοιχτές οθόνες παντού, η οδυνηρή διαπίστωση μου φαίνεται τόσο αναπόφευκτη και αναπότρεπτη που μοιάζει πια τελεσίδικη. Ναι. Κι αν στα νιάτα μας είχαμε ανθρώπους, όμως τώρα που πλησιάζουν τα γηρατειά δεν έχουμε παρά μόνο πράγματα. Γεμίσαμε πράγματα, πληρώσαμε για πράγματα, πουληθήκαμε, προδώσαμε, μείναμε μόνοι για να κερδίσουμε αυτά τα άχρηστα πράγματα. Εκείνη η χοάνη, το πεινασμένο στόμα της Κόλασης ανοιγοκλείνει μου φαίνεται κιόλας και κροταλίζει, βουίζει και βρυχάται. Προλαβαίνουμε άραγε να πλησιάσουμε τους ανθρώπους;
Ελένη Γούλα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου