Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

ελαιοσυγκομιδή

Εικόνα
Πρώτα καθάρισα το αμάξι, κυρίως από τις τρίχες του σκύλου. Δύσκολο · μου πήρε ώρα, κολλάνε οι τρίχες, τρυπώνουν στην ύφανση του καθίσματος, συνυφαίνονται. Το έπλυνα κι απέξω. Έριξα νερό, έτριψα τις βρωμιές.   Το κυριότερο, μετά, πήγα στη θάλασσα. Ήλιος λαμπερός πάνω στα μάτια μου, έβαλα τα γυαλιά, δε φτάνανε. Φόρεσα το σκουφί, καλύτερα. Μετά γέμισα τη μεγάλη σακούλα με τα φύκια να τα ρίξω στον κήπο. Είναι ωραίο φυσικό λίπασμα αλλά εμποδίζει κιόλας τα χορτάρια – ζιζάνια να φυτρώσουν καθώς δεν αφήνει το φως του ήλιου να ζεστάνει το χώμα.. Μου αρέσανε τα φύκια έτσι όπως πατούσα απάνω τους ξυπόλητη, όπως κάθισα μαλακά κι ευχάριστα, όπως ξάπλωσα στο τέλος βάζοντας το σκουφί να σκεπάσω το πρόσωπο. Ο ήλιος λαμπρός πολύ και η θάλασσα όμορφη μπλε. Μέσα γυάλιζε το νερό. Ήταν ο ήλιος και ο ουρανός. Ήταν κι ο αέρας που ανάσαινε δροσερός.

κρυψώνες

Εικόνα
Την πρώτη φορά είδα ένα νεαρό να σκύβει στο φρεάτιο του δρόμου και να σηκώνει το καπάκι. Κακοφτιαγμένος, σκυλομούρης μου φάνηκε με σκοτεινό πρόσωπο και ρούχα σκούρα. Πολύ γρήγορα, με επιδεξιότητα μεγάλη όπως έδειχνε, κάτι πήρε από μέσα από την τρύπα, ένα μικρό σακουλάκι, κάτι τυλιγμένο. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω καλύτερα, να καταλάβω τι ήταν, πώς ήταν, φοβήθηκα κιόλας – να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ, τη δουλειά σου. Πλησιάζανε τότε οι Ολυμπιακοί αγώνες, όλη η χώρα ζούσε τον αναβρασμό – εργολαβίες, λεφτά, πολλά λεφτά, μεγάλα γήπεδα, αθλητικές εγκαταστάσεις ολυμπιακών προδιαγραφών. Αργότερα – είχε έρθει η Κρίση όλοι μετράγαμε πληγές και απώλειες – χειμώνας ήτανε, γλυκιά βραδιά, περπατούσα στο δρόμο παρέα με το μεγαλόσωμο σκύλο μας (τη δουλειά μου, μόνο τη δουλειά μου), όταν  δίπλα στον μεγάλο πράσινο κάδο, σε θέση σταθερή, ο δρόμος ήσυχος, ούτε λεωφορεία, ούτε τρόλευ, ούτε μεγάλα οχήματα, άνθρωποι μόνο, μικρά γιώτα χι και σκύλοι, την ώρα που οι σκύλοι βολτάρανε με τα αφεντικά τους, ε

Χάνα - ή κάπως έτσι

Εικόνα
Πριν το καλοκαίρι η Χάνα ή κάπως έτσι – δεν καταλαβαίνω καλά τον ήχο από το όνομά της – με σταμάτησε στις σκάλες. Την έχω γειτόνισσα. Δεν είναι από δω, μιλάει όμως πια τη γλώσσα αρκετά. Λατρεύει τη θάλασσα και κάθε μέρα – όταν δεν έχει μεροκάματο – πηγαίνει για μπάνιο. Ακόμη και τον χειμώνα. Με κράτησε στην είσοδο αγχωμένη. Δεν είμαι πλούσια, άρχισε να λέει. Δεν έχω να φάω καμιά φορά, όμως εκείνοι δεν έχουν ούτε μέρος να μείνουν! Πεινάνε! Να τον δεις πώς έτρωγε το ψωμί! Ένα κομμάτι τοόσο ψωμί του πήγα και μέχρι να γυρίσω από τη Λαϊκή – σκέφτηκα να του πάω και κανένα πορτοκάλι – το είχε φάει όλο! Σκέτο ψωμί! Πεινάει ο άνθρωπος! Μουρμούρισα δικαιολογίες. Ντρέπομαι. Θα το θέλει το φαγητό μου; Θα του αρέσει; Κι ύστερα πώς να πάω να του αφήσω φαγητό; Σα να ρίχνω κόκαλο σε σκύλο μου φαίνεται, ήθελα να πω αλλά αυτό το τελευταίο δεν το είπα, σαν αίσθηση μέσα μου η μεγάλη ντροπή για τον άνθρωπο και τα έργα μας.

Στο προσκέφαλο*

Εικόνα
Καθότανε όλη τη μέρα δίπλα της στο προσκέφαλο, πάνω σε μια ξύλινη άβολη καρέκλα. Διπλωμένα στα δυο τα μακριά του πόδια και το ψηλό του κορμί. Εκείνη δε μιλούσε. Δεν κουνούσε ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια. Μόνο τα μάτια της κρατούσε ανοιχτά και τον κοιτούσε. Σ’ αυτά κρεμότανε.

«Σοκολάτα»*

Εικόνα
Η μητέρα πλέκει   μπιμπίλες. Κάθεται δίπλα στο τζάκι, κάτω από την καινούρια ηλεκτρική λάμπα και κουνάει τα χέρια της βιαστικά.   Την κοιτάζω όπως είναι σκυμμένη, διπλωμένη στα δύο στο χαμηλό της σκαμνί και μου φαίνεται ότι εγώ ποτέ δε θα μπορέσω να κουνήσω τόσο γρήγορα και ζωηρά τα χέρια μου. είναι πολύ προκομμένη γυναίκα η μάνα και όλοι το ξέρουν αυτό. μόνο που εγώ πια δε νιώθω πολύ άνετα μαζί της. Από τότε που νοικιάσαμε το μικρό δωμάτιο στη διπλανή κωμόπολη για να πηγαίνω στο γυμνάσιο, πολλά πράγματα με κάνουνε να νιώθω έτσι.

Το όνειρο

Εικόνα
Έπαιρνε λαχεία κάθε βδομάδα. Ο λαχειοπώλης την ήξερε με το όνομά της. Κάθε μέρα σχεδόν περνούσε απ’ το μαγαζί. Κουβεντιάζανε κιόλας. Λογαριάζανε τα κέρδη και φανταζόντουσαν μαζί τις επενδύσεις Εκείνη τη Δευτέρα μπήκε ολόχαρος. Την αγκάλιασε. ­–Είκοσι εκατομμύρια! Ακόμη είχαμε τις δραχμές.

Η τσάντα μου

Εικόνα
Αγόρασα μια μικρή, γκρίζα Ιταλική τσάντα. Έχει πολλά τσεπάκια, φερμουάρ, θήκες μέσα κι έξω. Ακόμη και χερούλια έχει πολλά. Δυο μικρά κομψά χεράκια και ένα μακρύ λουρί με αυξομειούμενο μήκος, που μπαίνει χιαστί στο στήθος, όπως τα φυσεκλίκια. Χωράει τα απολύτως απαραίτητα, όπως πορτοφόλι, κινητό τηλέφωνο, ένα στυλό και τα γυαλιά μου. Τα κλειδιά στριμώχνονται στην εξωτερική θήκη που κλείνει με φερμουάρ. Ωστόσο δεν είμαι ευχαριστημένη   από την αγορά μου. Με ενοχλεί το μικρό της μέγεθος και τα πολλά φερμουάρ που δυσκολεύομαι να ανοίγω και να   κλείνω. Μπερδεύομαι επίσης με τα πολλά λουράκια και τις θήκες. Δεν είναι ένα σακούλι να τα πετάξεις όλα μέσα. Κλειδιά, γυαλιά, μολύβια, πορτοφόλι, μπουκαλάκια, σημειώσεις και βιβλία διάφορα.

Ερωτική ιστορία (αριθμός 1)

Εικόνα
Του μίλησε – δε μπορείτε κύριε να ξαπλώνετε ολόγυμνος εδώ που θέλουν να παίξουν παιδάκια – δεν απάντησε. Τον σκούντησε αλλά δεν αντέδρασε. Γι αυτό έσκυψε να τον δει στο πλάι έτσι όπως ήταν γυρισμένος. Στις μακριές τρίχες γύρω από τη γενετήσια περιοχή, περπατούσαν μερμήγκια και μύγες και άλλα μικρά ζωύφια από αυτά που μεγαλώνουν και θεριεύουν με τη ζέστη.

Τα δώρα

Εικόνα
Είχα μπει στο μεγάλο πολυκατάστημα με το τεφτέρι μου – παιχνίδια για τα παιδιά και τα βαφτιστήρια, παντόφλες για τη γιαγιά, εσώρουχα για τη Μαρία και τον Αλέξη, ποτά για τους Βασίληδες και τους Χρήστους, διακοσμητικά για τη Σούλα, τη Φώφη, την Κλαίρη… Δίπλα μου η Μάρθα περιδιάβαινε τους διαδρόμους ευτυχισμένη. Εκείνη δεν χρησιμοποιούσε μπλοκάκι, όλα στο μυαλό της. Είχε κιόλας στοιβάξει   στο καρότσι της ένα σωρό διακοσμητικά κεράκια, γύψινα πολύχρωμα σπιτάκια με φωτεινό πράσινο και έντονο κόκκινο, κάτι στολίδια για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και τέσσερις διαφορετικές μπάλες που μέσα τους γύριζε το ψεύτικο χιόνι και σκέπαζε κακόγουστες φιγούρες Αγιοβασίληδων.

κήπος

Εικόνα
Την εικόνα τη βλέπω κάθε μέρα σχεδόν στην πόλη αν και όχι πάντα στο ίδιο μέρος. Σα να μετακινείται στον χώρο και στον χρόνο. Μου φέρνει στο νου εκείνους τους φοβερούς πίνακες του Ιερώνυμου Μπος,   που είχα την τύχη να δω κάποτε και ζωντανά στο Πράδο της Μαδρίτης. Η κόλαση του φημισμένου ζωγράφου, όπως κι εκείνη που έβλεπα ζωγραφισμένη στα εκκλησάκια του χωριού μου,   ήταν εφιαλτική. Φιγούρες γυμνές ή ημίγυμνες, σερνόντουσαν στο χώμα ή δοκιμάζανε να κουνήσουνε τα βάρη απ’ το κορμί τους. Όλα τα πρόσωπα – μορφές, βασανισμένα από πόνο και τρόμο ασύλληπτο, με στόματα ανοιχτά και μάτια πεταγμένα από τις κόγχες τους. Τα χρώματα σκούρα πολύ, σκοτεινιάζανε τα διαμελισμένα σώματα περισσότερο και όλη η σύνθεση με έκανε να θέλω να μην κοιτάω άλλο, όμως μια παράξενη ορμή με έσπρωχνε να εξερευνήσω περισσότερο τη ζωγραφιά.

ο πρώτος εσπερινός 27/7/16

Εικόνα
Το εκκλησάκι πολύ μικρό, χωρούσε τον παπά, τους ψάλτες, τα κεριά σε δυο κουβάδες με άμμο, και τη μάνα μου που μπήκε μέσα να μην ακούει τις κουβέντες και τα κουτσομπολιά. Ο χώρος απέξω, χώμα χωρίς πολλές πέτρες σε ύψωμα, αγνάντευε ως πέρα τη θάλασσα κι όλες τις βουνοκορφές. Σκορπισμένα παντού ασπρίζανε σπίτια και οι ελιές γυαλίζανε όπου και να γύριζε το μάτι. Πέρα μακριά στη Δύση ήταν ακίνητα τα νησιά του Ιονίου. Ο ήλιος έδυε και έριχνε εκεί την αντηλιά του, έτσι φαινόντουσαν μόνο τα σχήματα. Οι γραμμές όλων των μακρινών πραγμάτων ήτανε αχνές. Στην πιο ψηλή κορφή του βουνού – όχι σ’ αυτή δεν έχω πάει ποτέ, μόνο εκεί που είναι το μοναχό δέντρο, το Δεντρούλι, – ήτανε κάτι άσπρα συννεφάκια. ­Αυτή είναι κατσιφάρα. Βλέπεις;

μνημεία ή ο πόνος του σκίνου

Εικόνα
Χτες άκουσα τον πόνο του σκίνου. Ωχ! Κρατς! Τον άκουσα μέσα στο κεφάλι μου. Ο άντρας με το αλυσοπρίονο που δούλευε για να ζήσει εκτός από τον εαυτό του, γυναίκα και παιδί, ήτανε δεκτικός. –Θα το αφήσω τούτο, είπε. Κοίτα θα πάει ψηλά, κι εδώ θα πετάξει πάλι του χρόνου. Ύστερα, άναψε τσιγάρο. – Πρώτα πήραμε τις επιδοτήσεις τους και μετά, γίνανε τα αφεντικά μας. Τώρα ορίζουνε και τα σκίνα μας. Αν μας καρφώσει κανείς, ξέρεις τι πρόστιμο θα πληρώσουμε; Κι εσύ κι εγώ! μπορεί και 10 χιλιάδες! Τράβηξα τα κομμένα σκίνα. Τα πράσινα φύλα τους, το κοκκινωπό κοτσάνι, οι μπιλίτσες όλα γυαλιστερά και δροσερά. Δεν διψάει το σκίνο. Όση ζέστη και να κάνει το καλοκαίρι μένει ακμαίο και φουντωτό. Με το κλαδευτήρι έκοψα τις φούντες, ξεχώρισα τον κορμό τους. Χοντρά και λιανά ξύλα για το τζάκι, ένα χειμώνα ευχάριστο στη θαλπωρή του. Η δουλειά του ξυλοκόπου σκληρή, οι συνθήκες άγριες μέσα στο λιοπύρι, ακόμη και το αλυσοπρίονο είχε ζεσταθεί. –Κάτσε να κρυώσει το πριόνι να πιούμε και καφ

το μαγκούφι

Εικόνα
Πέρασα από το σπίτι τους ένα απόγευμα και τους άκουσα να ψέλνουν. Οι φωνές τους μελωδικές. Στάθηκα έξω από την κλειστή πόρτα ξαφνιασμένη. Δεν ήταν εκκλησία ούτε μοναστήρι. Δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι, ένα ζευγάρι που φρόντιζε ο ένας τον άλλον. Εκείνος τυφλός κι εκείνη κοκέτα, νοικοκυρά, καθαρή, ταχτική και καλλίφωνη. Την ίδια μέρα η ονομαστική τους γιορτή. Μαρία και Παναγιώτης. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά αφού εκείνος ήτανε στείρος. Είχε αρρωστήσει μεγάλος από παραμαγούλα, όπως λέγανε. Αν το ήξερε η Μαρία αυτό του το κουσούρι πριν τον παντρευτεί, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, όμως μπορεί να μην υπήρχε τότε άλλος υποψήφιος σύζυγος ή μπορεί και να τον είχε ερωτευτεί. Δεν είχα ασχοληθεί με αυτή την παράμετρο πριν. Δεν είχα ρωτήσει να ακούσω την ιστορία, να μου πουν πώς ήταν ο τρόπος της γνωριμίας τους, να μάθω. Μου φαινόντουσαν πολύ μεγάλοι για έρωτες και αγάπες ηδονικές. Ο έρωτας συνδυασμένος στο μυαλό μου με τα νιάτα, τη φρεσκάδα, το τσίτα μάγουλο, το όρθιο στήθος.