Τα δώρα



Είχα μπει στο μεγάλο πολυκατάστημα με το τεφτέρι μου – παιχνίδια για τα παιδιά και τα βαφτιστήρια, παντόφλες για τη γιαγιά, εσώρουχα για τη Μαρία και τον Αλέξη, ποτά για τους Βασίληδες και τους Χρήστους, διακοσμητικά για τη Σούλα, τη Φώφη, την Κλαίρη… Δίπλα μου η Μάρθα περιδιάβαινε τους διαδρόμους ευτυχισμένη. Εκείνη δεν χρησιμοποιούσε μπλοκάκι, όλα στο μυαλό της. Είχε κιόλας στοιβάξει  στο καρότσι της ένα σωρό διακοσμητικά κεράκια, γύψινα πολύχρωμα σπιτάκια με φωτεινό πράσινο και έντονο κόκκινο, κάτι στολίδια για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και τέσσερις διαφορετικές μπάλες που μέσα τους γύριζε το ψεύτικο χιόνι και σκέπαζε κακόγουστες φιγούρες Αγιοβασίληδων.
–Σου βρίσκεται κανένα ντεπόν; Με πόνεσε το κεφάλι μου…

Φέτος, στέκομαι μόνη μου, χωρίς λίστα ή τεφτέρι (τα παιδιά μεγάλωσαν, η γιαγιά πέθανε, οι φίλοι σκορπίσανε, αλλάξαμε συνήθειες), μπροστά στο ράφι με τις χιονόμπαλες και χαζεύω τους Αγιοβασίληδες. Πάνω στο έλκηθρο, ανεβασμένοι στην καμινάδα, καθισμένοι σε μια πολυθρόνα, όρθιοι φορτωμένοι με τη σακούλα τους. Όλοι έχουν άσπρα γένια, κόκκινα ρούχα και αγαθό πρόσωπο.
Παίρνω έναν που μου φαίνεται πιο χαμογελαστός απ’ τους άλλους, τον γυρίζω ανάποδα, το κεφάλι κάτω -τα πόδια πάνω και αφήνω τις ψεύτικες νιφάδες να σκορπίσουνε στριφογυρίζοντας. Σε λίγο έχουνε κρύψει τη γελαστή μορφή του αγαθού Άγιου των εορτών και των καταστημάτων.
Πλήθος τέτοιες χιονόμπαλες με ψεύτικο χιόνι που χορεύει κλεισμένο στη γυάλα του, στο σπίτι της Μάρθας. Όλοι τής έχουμε χαρίσει μερικές, ανίκανοι να αντισταθούμε στην κλασική και απαράλλαχτη ατάκα της. Αν βρεις καμία καινούρια εκεί που θα γυρίζεις στα ταξίδια σου, καμιά που να μην την έχω στη συλλογή…
Μόνο που τον τελευταίο χρόνο δεν πήγα καθόλου στο σπίτι της Μάρθας, δεν περιεργάστηκα τα ράφια με τις χιονόμπαλες, δεν τις πήρα στα χέρια μου τη μία μετά την άλλη, δεν τις στριφογύρισα διασκεδάζοντας, δεν κορόιδεψα την κακογουστιά του πλαστικού έργου από μέσα.

Έβαλα τον γελαστό Αγιοβασίλη στο καλάθι μαζί με τα φτηνά Χριστουγεννιάτικα φωτάκια που είχα διαλέξει πιο πριν και τράβηξα για το ταμείο.
Ένα σκίρτημα, μια αίσθηση, σα να την άκουσα τη φίλη μου να γελάει ευτυχισμένη στο μαγαζί. Τζάνκι της κατανάλωσης τη λέγαμε όσο ήταν κοντά μας. Τώρα δεν χρειάζεται πια να την λέμε τίποτα, δεν μας ακούει. Μόνο η απουσία της είναι παντού.


Ελένη Γούλα


Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Φρέαρ και μπορείτε να το διαβάζετε ΕΔΩ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο