ο πρώτος εσπερινός 27/7/16




Το εκκλησάκι πολύ μικρό, χωρούσε τον παπά, τους ψάλτες, τα κεριά σε δυο κουβάδες με άμμο, και τη μάνα μου που μπήκε μέσα να μην ακούει τις κουβέντες και τα κουτσομπολιά.
Ο χώρος απέξω, χώμα χωρίς πολλές πέτρες σε ύψωμα, αγνάντευε ως πέρα τη θάλασσα κι όλες τις βουνοκορφές. Σκορπισμένα παντού ασπρίζανε σπίτια και οι ελιές γυαλίζανε όπου και να γύριζε το μάτι. Πέρα μακριά στη Δύση ήταν ακίνητα τα νησιά του Ιονίου. Ο ήλιος έδυε και έριχνε εκεί την αντηλιά του, έτσι φαινόντουσαν μόνο τα σχήματα. Οι γραμμές όλων των μακρινών πραγμάτων ήτανε αχνές. Στην πιο ψηλή κορφή του βουνού – όχι σ’ αυτή δεν έχω πάει ποτέ, μόνο εκεί που είναι το μοναχό δέντρο, το Δεντρούλι, – ήτανε κάτι άσπρα συννεφάκια.
­Αυτή είναι κατσιφάρα. Βλέπεις;

Το πιο συγκινητικό ήταν η τέχνη και η ευαισθησία του μάστορα, που βρισκόταν εκεί με τη γυναίκα του και το  νεαρό τους γιο – κι αυτός μάστορας που παίρνει και δικές του δουλειές.
Σαν τα παλιά εκκλησάκια, έτσι όπως τα βλέπουμε σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πίνακες και τέτοια. Χωρίς τσιμέντο, με λάσπη και πέτρες αμμουδερές. Μικρό, χαμηλό με μια χαμηλή πόρτα, ξύλινη.
Ο χρόνος που το ξεκινήσανε, το 1995, χαραγμένο σε μια πέτρα σαν μετώπη στην είσοδο. Εικοσιένα χρόνια για να τελειώσει μια σταλιά εκκλησάκι. Τόσα χρόνια πλούτου και επιδοτήσεων κι ο πρώτος εσπερινός στην εποχή της κρίσης. Το προαύλιο καθαρισμένο από τα σφάλαχτρα, τα πουρνάρια και τα άλλα άγρια αγκαθωτά κλαριά. Έβλεπες τις κομμένες ρίζες με το αλυσοπρίονο και στην άκρη ένα μισοτελειωμένο πεζούλι στρωμένο με κουρελούδες.
Ακριβώς στη Δύση, μπροστά από τον ήλιο που βασίλευε κρεμασμένο σε μια ελιά το σήμαντρο. Παλιά σανίδα δεμένη σε μια τριχιά κι ένα ξύλινο χοντρό σφυρί ακουμπισμένο απάνω του.
–Θα έρθει ο Μάρκος που ξέρει να το βαράει όπως στα μοναστήρια.
Ο Μάρκος ήτανε νέος άντρας με γκρίζους κροτάφους, μελαχρινός και ευδιάθετος. Πήρε το ξύλινο εργαλείο κι άρχισε να παίζει την αρχή του Εσπερινού.
Είναι η τρίτη εκκλησούλα που επισκευάζουν, μου είπαν. Την τέταρτη – τέσσερις εκκλησιές είχανε, ολόκληρο χωριό τσοπάνηδες ζούσαν εδώ – τη Θεοτόκο δεν επιτρέπουν οι αρχαιολόγοι να την πειράξουν. Είναι λέει βυζαντινή, αλλά κάτι πέτρες έχουνε μείνει μόνο πια.
Ο μάστορας, αεικίνητος, φιλικός και πρόσχαρος.
–Μετά έχουμε ένα μεζέ στο «χωριό» μας για το καλό. Έλα με την παρέα σου.
Οι περισσότεροι με το ίδιο επίθετο, από το ίδιο σόι με τα πατρογονικά τους καλύβια – άλλα γκρεμισμένα, άλλα επισκευασμένα, άλλα μικρές βιλίτσες – στην ευρύχωρη πλαγιά. Οδηγήσαμε στο χωματόδρομο, αράξαμε κάτω από τις ελιές και περπατήσαμε στα χωράφια όπου αγναντέψαμε ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα. Το βουνό ζωντάνεψε. Όχι από ζ και ξένοι, θαυμάζαμε τον άπειρο τόπο, τις γραμμές του ορίζοντα και τον ήλιο που έβαφε τον κόσμο πολύχρωμο.  
ώα και τσοπάνηδες, ούτε από παιδιά και νύφες. Σκονισμένα αυτοκίνητα – κυρίως αγροτικά ή τζιπ – κι άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, ντόπιοι
 
Ελένη Γ.
κατσιφάρα: ομίχλη
σφάλαχτρα: ασπάλαθοι


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο