Ερωτική ιστορία (αριθμός 1)



Του μίλησε – δε μπορείτε κύριε να ξαπλώνετε ολόγυμνος εδώ που θέλουν να παίξουν παιδάκια – δεν απάντησε. Τον σκούντησε αλλά δεν αντέδρασε. Γι αυτό έσκυψε να τον δει στο πλάι έτσι όπως ήταν γυρισμένος. Στις μακριές τρίχες γύρω από τη γενετήσια περιοχή, περπατούσαν μερμήγκια και μύγες και άλλα μικρά ζωύφια από αυτά που μεγαλώνουν και θεριεύουν με τη ζέστη.
Έκανε πολλή ζέστη δίπλα στο ξερό ποτάμι, χαμηλά εκεί που παλιότερα – δεν ζει κανείς από κείνη την εποχή – πλένανε και απλώνανε τα ρούχα οι γυναίκες. Κόπανοι, πέτρες ασπρισμένες απ’ τον ήλιο, μεγάλες λείες κοτρώνες και παιδιά ξυπόλυτα ηλιοκαμένα. Τώρα ούτε κόπανοι ούτε ρούχα πλυμένα ούτε παιδιά, μόνο η σκηνή και τα ασπρουλιάρικα σώματά τους τα γυμνά. Αυτός γυρισμένος στο πλάι με το στόμα του ολόστεγνο, γεμάτο μύγες κι εκείνη μέσα στη σκηνή, έτσι όπως τη βρήκε ακολουθώντας τον ήχο της μουσικής, σαν κάποιο ανοιχτό κινητό τηλέφωνο, σαν κάποια παρουσία.
Οι άλλοι – είχε κατέβει στην παραλία μόνος, να ελέγξει αν είναι καλό το σημείο για μπάνιο, για ηλιοθεραπεία και για παιχνίδι των παιδιών, ένα δικό του και ένα δικό της, πρώτη φορά μαζί τέτοια βόλτα, πάμε ένα διήμερο, να δούμε αν θα τα καταφέρουμε, έπρεπε να τα βρούνε μεταξύ τους τέσσερις και όχι δυο άνθρωποι – μέσα στο αμάξι, αραγμένο στη σκιά του ευκάλυπτου, ευτυχώς, δεν αντίκρισαν το θέαμα.
Έβαλε μπρος στη μηχανή και παρόλη τη ζέστη – καύσωνας τέσσερις μέρες εδώ, σήμερα υποχωρούσε – έκλεισε το αιρ κοντίσιον και άνοιξε τα παράθυρα. Δεν αξίζει η παραλία, είπε, πάμε να φάμε καλύτερα ένα παγωτό στην πλατεία και μετά να βρούμε κι ένα μέρος να μείνουμε το βράδυ.
Αργότερα στο αστυνομικό τμήμα – θα πάω να πάρω πληροφορίες, φάτε εσείς παγωτά, πάρτε και πατατάκια, εγώ θα πιω καφέ, τον κοίταζε παραξενεμένη, κάτι συνέβαινε σοβαρό, αλλά είχε να φροντίζει τα παιδιά, το δικό της και το δικό του, πρώτη φορά όλοι μαζί, μακάρι να πετύχαινε τούτη η προσπάθεια – οι αστυνομικοί θορυβήθηκαν.
Υπάρχει ταμπέλα κύριε! Υπάρχει προειδοποίηση. Το μέρος είναι επικίνδυνο, κανείς δεν πηγαίνει εκεί! Απορώ μ’ αυτά που μας λέτε! Τι έγινε η ταμπέλα; Έλιωσε;
Έδωσε τα στοιχεία του, υπέγραψε στην κατάθεση και κατέβηκε απ’ το παλιό κτίριο. Τα παιδιά είχαν φάει τα παγωτά τους και παίζανε και τα δυο σκυμμένα πάνω από το ίδιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Το μέτωπο του χαλάρωσε.
­–Να βρούμε ένα ξενοδοχείο με πισίνα. Δεν έχει καλές θάλασσες η περιοχή, εξήγησε σύντομα και ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ του. Λίγη από τη δροσιά του πλάτανου κύλησε απολαυστικά στον ουρανίσκο του ενώ στο βάθος πίσω από τις φυλλωσιές, εκεί που κανονικά τελείωνε η γη κι άρχιζε ο ορίζοντας, υποψιάστηκε μαγκωμένος την εφήμερη αυταπάτη του.

Όταν αυτή πέθανε, εκείνος ανίκανος να διαχειριστεί την απουσία της, ξάπλωσε με το πλάι και άφησε τις μύγες και τα μερμήγκια και τα άλλα ζωύφια πάνω του. Έξω από τη σκηνή, δίπλα στο στεγνό ποτάμι, πάνω στο ξεραμένο χώμα, το φρυγμένο με τις ρωγμές τις εγκάρσιες, όπου ο θάνατος καιροφυλακτούσε. (Από τις εφημερίδες)
Ελένη Γούλα

Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΦΡΕΑΡ. Μπορείτε να τη διαβάσετε ΕΔΩ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο