μνημεία ή ο πόνος του σκίνου




Χτες άκουσα τον πόνο του σκίνου.
Ωχ! Κρατς!
Τον άκουσα μέσα στο κεφάλι μου. Ο άντρας με το αλυσοπρίονο που δούλευε για να ζήσει εκτός από τον εαυτό του, γυναίκα και παιδί, ήτανε δεκτικός.
–Θα το αφήσω τούτο, είπε. Κοίτα θα πάει ψηλά, κι εδώ θα πετάξει πάλι του χρόνου.
Ύστερα, άναψε τσιγάρο.
– Πρώτα πήραμε τις επιδοτήσεις τους και μετά, γίνανε τα αφεντικά μας. Τώρα ορίζουνε και τα σκίνα μας. Αν μας καρφώσει κανείς, ξέρεις τι πρόστιμο θα πληρώσουμε; Κι εσύ κι εγώ! μπορεί και 10 χιλιάδες!
Τράβηξα τα κομμένα σκίνα. Τα πράσινα φύλα τους, το κοκκινωπό κοτσάνι, οι μπιλίτσες όλα γυαλιστερά και δροσερά. Δεν διψάει το σκίνο. Όση ζέστη και να κάνει το καλοκαίρι μένει ακμαίο και φουντωτό. Με το κλαδευτήρι έκοψα τις φούντες, ξεχώρισα τον κορμό τους. Χοντρά και λιανά ξύλα για το τζάκι, ένα χειμώνα ευχάριστο στη θαλπωρή του.
Η δουλειά του ξυλοκόπου σκληρή, οι συνθήκες άγριες μέσα στο λιοπύρι, ακόμη και το αλυσοπρίονο είχε ζεσταθεί.
–Κάτσε να κρυώσει το πριόνι να πιούμε και καφέ. Έβγαλα ένα σταφύλι πλυμένο και δυο κούπες πλαστικές όπου έριξα τον καφέ από το θερμός. Εκείνος και εγώ είχαμε ένα ακόμη παγούρι με κρύο νερό.
Άναψε και δεύτερο τσιγάρο, εγώ διάλεξα τη μεγάλη ρίζα της ελιάς κι έβαλα το κορμί μου να ισιώσει στον γέρικο κορμό.
–Στο πικ της Κρίσης το ’12 ή το ’13, εγώ ήμουνα άνεργος και ήρθα εδώ με την οικογένεια.  Άρχισα να δουλεύω μεροκάματα. Οικοδομή – στα λίγα που χτίζανε οι ξένοι –, μερεμέτια, ξύλα καληώρα, ό,τι τύχαινε…

Εκείνος τριγυρνούσε στα καφενεία ατσαλάκωτος με την καδένα και τις τρίχες, ανοιχτό το πουκάμισο ως την κοιλιά. Ένα βράδυ, καθόμασταν καμιά·  άλλος άνεργος, άλλος χρεωμένος, άλλος δεν είχε να φάει.
δεκαριά στο καφενείο και λέγαμε τον καημό μας
Και πετάγεται κείνος και τι λέει;
Εσείς δεν πάθατε τίποτα ρε. Εσείς τι ανάγκη έχετε. Εμένα μου κόψανε 15 χιλιάδες το χρόνο από τη σύνταξή μου.
Δεν ντράπηκε να μιλήσει έτσι σε μας που δεν είχαμε να φάμε.
Και κάποιος του είπε.
Για να σου κόψουνε ρε τόσα, πόσα έπαιρνες;
Κι εκείνος χωρίς να συναισθανθεί τον πόνο του άλλου, συνέχισε το βιολί του. Μη ρωτάς πόσα έπαιρνα. Σου λέω πόσα μου κόψανε.
Ελένη Γ.


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο