Κριτικογραφία



Δέσποινα Λάλα-Κριστ, Έμιλυ Ντίκινσον -θεά του Ηφαιστείου, Σμίλη, 2018

Το πρόσωπό της είναι οβάλ με αδρά χαρακτηριστικά. Μαζεμένα πίσω τα μαλλιά, όπως ήταν η μόδα τότε, με χωρίστρα στη μέση. Ούτε τρίχα δεν πετάει. Ντροπαλή, ήσυχη, στοχαστική.

Μια φωτογραφία μόνο όταν πήγαινε ακόμη στην Ακαδημία. «Δεν θα με πιστεύατε χωρίς αυτήν;». Αρνιόταν να φωτογραφηθεί.

Αρνιότανε κι άλλα. Όχι χωρίς πόνο και σπαραγμό, όπως φαίνεται. Στο τέλος, όταν σταμάτησε να βγαίνει από το σπίτι, το έκανε γιατί ένιωθε άσχημα εκεί έξω με τους ανθρώπους. Κλεισμένη στο δωμάτιό της συνδιαλεγόταν με την αιωνιότητα, γράφοντας λέξεις: Οι λέξεις για την Έμιλυ ήταν λουλούδια εξωτικά, και σαν σπάνια λουλούδια τις χρησιμοποιούσε. […] «Η Λέξη πεταμένη απρόσεχτα στην σελίδα….. παράγει νόσημα στην πρόταση…» (σελ 100). Έγραφε και κρατούσε τα ποιήματα στο δωμάτιό της. 

Τα παραπάνω αφορούν την Έμιλυ Ντίκινσον, που έγινε ηρωίδα μυθιστορήματος στη μυθιστορηματική βιογραφία της Δέσποινας Λάλα-Κριστ Έμιλυ Ντίκινσον -θεά του Ηφαιστείου, Σμίλη, 2018.

Η μεγάλη ποιήτρια, γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1830 στην πόλη Άμχερστ της Μασαχουσέτης. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά του δικηγόρου Έντγουαρντ Ντίκινσον και της λιγομίλητης Έμιλυ Νόρκρος. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε γεννηθεί ο αδερφός της Ώστεν, ενώ ύστερα από τρία χρόνια γεννήθηκε η Βίνη.

Ο πατέρας της βουλευτής στην Ουάσιγκτον και ευεργέτης του τόπου του θέλει η κόρη του να λάβει τη μόρφωση που αυτός θεωρεί κατάλληλη και της αρνείται την ενασχόληση με την ποίηση «Οι αποφάσεις του Έντγουαρντ για τα παιδιά του ήταν τετελεσμένο γεγονός. Έπρεπε να εκτελεστούν. Ερωτήσεις ή αντιρρήσεις περίσσευαν. (σελ. 99). Για τη μητέρα της η ποιήτρια γράφει: «δεν είχα ποτέ μητέρα. Υποθέτω μητέρα είναι αυτή που πλησιάζει κανείς όταν βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Εγώ ως παιδί, αν κάτι μου τύχαινε, έτρεχα στο σπίτι προς το δέος….» σελ 328.  

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια ενώ στο τέλος έχει φωτογραφικό άλμπουμ. Ενταγμένα μέσα στην αφήγηση και τη μυθοπλασία είναι ποιήματα ή τίτλοι ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον. Ο ποιητικός λόγος παρατίθεται στην αυθεντική του μορφή συνοδευόμενος από ελληνική μετάφραση[1]. Άνθρωποι, ιδέες και ποιήματα αλληλοεμπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοφωτίζονται. Άλλωστε η συγγραφέας από τον πρόλογο κιόλας μας έχει ήδη προειδοποιήσει, για τη βιωματική σχέση της με την ποιήτρια και για τη μυθοπλασία. Συναντά τη φίλη της Σου, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι, στο δωμάτιο, στην κουζίνα, παρατηρεί το τζάκι, περπατά στον κήπο, στους δρόμους της πόλης όπου συρρέουν ακόμη οι προσκυνητές. Βυθίζεται στην καθημερινότητα του 19ου αιώνα και φέρνει κοντά μας όλα τα πρόσωπα με τις διαστάσεις που έχουν οι άνθρωποι.

Μας γνωρίζει τη Σοφία Χόλλαντ (σελ 81), τη μικρή φίλη που πέθανε και άφησε την Έμιλυ στη σιωπή. Τον όμορφο δικηγόρο Μπέντζαμιν Νιούτον, που ξυπνάει τα ερωτικά συναισθήματα της νεαρής Έμιλυ και την μυεί στην ποίηση. Όταν ο πατέρας της απαγορεύει στον Μπέντζαμιν να επισκέπτεται την κόρη του και κείνος αιφνιδιαστικά αναχωρεί από το Άμχερστ, η Έμιλυ αδειάζει. Διαβάζουμε ακόμη για τον Τσαρλς Γουάντσγουερθ (Charles Wadsworth), τον χαρισματικό ιερέα, που γνωρίζει η νεαρή Έμιλυ στη Φιλαδέλφεια και συζητάει μαζί του τα βαθιά ερωτήματα της πίστης που την απασχολούν. Είναι και ο Σάμιουελ Μπόουλς (Samuel Bowles) διευθυντής και ιδιοκτήτης της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας της περιοχής The Daily Republican of Springfield, που μπαίνει στην οικογένεια Ντίκινσον και γίνεται ο καλύτερος τους φίλος. Όμως δεν του εμπιστεύεται ποιήματά της να τα δημοσιεύσει στην εφημερίδα του και απογοητεύεται όταν εκείνος υπογράφει ένα άρθρο για τη «Λογοτεχνία της μιζέριας». Μετά από αυτή την απογοήτευση, η συγγραφέας παρατηρεί:

Η Έμιλυ αποσυρόταν. Η παραμονή στο δωμάτιο με ενασχόληση την ποίηση ήταν πιο σημαντική από την ασταθή συναισθηματική επικοινωνία φίλων. (σελ 270) Τα βράδια του χειμώνα, όταν το χιόνι το επέτρεπε, φίλοι επισκέπτονταν το Αρχοντικό για τσάι και για χαρούμενες κουβέντες. Η Βίνη κελαηδούσε και γελούσε, η Έμιλυ, στην αρχή της απόσυρσής της, δισταχτικά και από συνήθεια, κατέβαινε από το δωμάτιο να χαιρετήσει και να διαπιστώσει ακόμα μια φορά ότι «οι άνθρωποι μιλάνε για τα θεία δυνατά και ανόητα, και ντροπιάζουν τον σκύλο μου», και αποσυρόταν (σελ. 271).

Είναι ακόμη και ένας άλλος φίλος ο Τόμας Γουέντγουορθ Χίγκινσον. Αρθρογράφος, επαναστάτης και υπερασπιστής της ελευθερίας των γυναικών και των σκλάβων, με τον οποίο αλληλογραφεί ως το τέλος της ζωής της. Στα ημερολόγιά του γίνεται φανερό ότι ενώ ένιωθε τη δύναμη της ποίησης, που έγραφε η Έμιλυ, δεν μπορούσε να συλλάβει τις διαστάσεις της: το 1873, ο Χίγκινσον την επισκέφτηκε για τελευταία φορά. Σ’ αυτή την επίσκεψη μπόρεσε να της κάνει την ερώτηση που χρόνια τον βασάνιζε: «Πώς περνάτε την ημέρα σας χωρίς να έχετε κάτι να κάνετε;» Ρώτησε με γλυκιά αθώα φωνή, και η Έμιλυ ανταποκρίθηκε με το ποίημα (#783): Τα πουλιά αρχίζουν στις τέσσερις το πρωί», εμπνευσμένο από περιγραφές του ίδιου.

Χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό της και όταν το έργο της είχε ωριμάσει, ο ευγενέστατος μα αφελής κύριος Χίγκινσον σκεπτόταν την ερώτηση νιώθοντας ντροπή και τότε θυμήθηκε ακόμα μια φράση από αυτές που του είχε ψιθυρίσει: «η Μνήμη είναι μια παράξενη καμπάνα – μεγάλης εορτής και πένθιμης κωδωνοκρουσίας». (σελ. 337)       

Στο βιβλίο, παράλληλα με τα ποιήματα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα, η συγγραφέας προσπαθεί να συνθέσει ψηφίδες που θα μας δείξουν την ερωτική ζωή της Έμιλυ Ντίκινσον. Βασίζεται στους στίχους, στα γράμματα, στις μαρτυρίες και στο ίδιο το δικό της συναίσθημα, αφού όπως μας διευκρινίζει, η σχέση της με την ποιήτρια είναι βαθιά και ξεκινάει από τη δική της συναισθηματική ιστορία. Μελετώντας λοιπόν ίχνη και στοιχεία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εκτός από την περίπτωση του δικαστή Ότις Φιλιπ Λορντ, με τον οποίο έφτασε να σκέφτεται τον γάμο, που όμως ματαίωσε ο θάνατός του, ο μεγάλος έρωτας της Έμιλυ Ντίκισνον ήταν η φίλη της Σούζαν Χάντινγκτον (Σου).

Από την αρχή της εξιστόρησης, η συγγραφέας παρουσιάζει τις βάσιμες υποψίες της ότι η Έμιλυ και η Σου ήταν ερωτευμένες από την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν στο σχολείο, αλλά και μετά που η Σου παντρεύτηκε τον αδερφό της Έμιλυ, Ωστεν. Δεν έχουν διασωθεί απτές αποδείξεις γι αυτή τη σχέση, καθώς πολλά από τα γράμματα της Έμιλυ τα κατέστρεψε η Βίνη μετά τον θάνατο της ποιήτριας, όμως η συγγραφέας διακρίνει τον έρωτα σε στίχους, υπαινιγμούς και γεγονότα. Η Σου, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, ήταν ο σύνδεσμος της Έμιλυ με τη ζωή. Μια ζωή που, παρατηρώντας την, έκανε ποίηση.

Μέναν απέναντι. Στο ίδιο κτήμα τα δυο σπίτια. Στο Αρχοντικό (πατρικό) η Έμιλυ με τη Βίνη, τη μητέρα και τον πατέρα και στο Αειθαλές ο Ώστεν με τη Σου και τα τρία τους παιδιά. Καλούσαν στο Αειθαλές όλη την αφρόκρεμα της διανόησης αλλά ο Ώστεν, ενώ όπως διαβάζουμε στο βιβλίο ήταν πολύ ερωτευμένος πριν παντρευτεί, δεν έκανε τη Σου ευτυχισμένη. Με πατέρα μέθυσο η Σου, μεγαλωμένη χωρίς μάνα, βάρος στους συγγενείς, κόμιζε στην πλούσια οικογένεια Ντίκινσον μόνο το πνεύμα και την ομορφιά της. Η συγγραφέας υποθέτει ότι μια κρυφή εγκυμοσύνη πριν το γάμο, δηλητηρίασε τις σχέσεις του ζευγαριού, βάραινε την οικογένεια Ντίκινσον, αλλά και την πνευματώδη υπερήφανη Σου.

Τα πράγματα στο Αειθαλές έγιναν πολύ άσχημα όταν ο μικρότερος γιος του Ώστεν, ο αγαπημένος όλων Γκιμπ, αρρώστησε και πέθανε. Τότε η Σου κλείστηκε στο σπίτι ενώ ο Ώστεν αφέθηκε στα χάδια της πολύ νεότερης ερωμένης του της Μέημπλ, που ζούσε ανάμεσα σε άντρα και εραστή, ενερυθρίαστα, παίζοντας τον ρόλο της στην εντέλεια. Αυτή η Μέημπλ ήταν που θα καταλάβει πρώτη από όλους την αξία του μύθου Έμιλυ και θα εκμεταλλευτεί τα ποιήματα και το όνομά της. Τα έφερε έτσι η τύχη, ώστε αυτή πρώτη να «επιμεληθεί» και να εκδώσει τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον, ενώ η Σου κρατούσε τον θησαυρό κλεισμένο στο συρτάρι της. Τους σαράντα μικρούς τόμους δηλαδή, που η Βίνη της εμπιστεύτηκε μετά τον θάνατο της ποιήτριας για να τους αντιγράψει, ώστε να εκδοθούν και να μάθει ο κόσμος τι έγραφε η Έμιλυ κλεισμένη στο δωμάτιο της τόσα χρόνια. Να πάψουνε να τη λένε τρελή και παράξενη:

«Η Σου με το νυχτικό, τις παντόφλες της και αχτένιστη παρουσιάστηκε χωρίς να έχει ιδιαίτερη διάθεση. «Σου… κοίτα», είπε τρέμοντας η Βίνη, «η ποίηση της Έμιλυ!». Άπλωσε το χέρι δείχνοντάς της το καλάθι με τα μικρά βιβλιαράκια, «οι μικροί τόμοι, σαράντα τον αριθμό, το σύνολο των ποιημάτων είναι τουλάχιστον οχτακόσια. Δεν είναι καταπληκτικό;» της είπε απλά προσφέροντας το καλαθάκι. Η ματιά της Σου άστραψε. Το πήρε, τα κοίταξε σαν να τα μετρούσε. «Έχει και άλλα…πολλά… έχει εκατοντάδες, Σου, θα σ’ τα φέρω να τα δεις. Σου, πρέπει να καθαρογραφούν και να σταλούν στον Χίγκινσον αμέσως», έλεγε η Βίνη χωρίς να παίρνει αναπνοή. (Σελ 478).

Όμως η Σου ήταν θυμωμένη. Το μέγαρο της ερωμένης του άντρα της είχε υψωθεί μέσα στο χτήμα των Ντίκινσον, απέναντι από το Αειθαλές, παραχώρηση του Ώστεν στην Μέημπλ. Και η Βίνη είχε συμπράξει σ’ αυτό με την υπογραφή της. Κάτι που είχε αρνηθεί να κάνει η Έμιλυ.

Γι αυτό και η πληγωμένη Σου δεν αντέγραφε, δυο χρόνια μετά τον θάνατο της Έμιλυ τα ποιήματα, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη θανάσιμη αντίπαλό της. Και έτσι εκείνη, η Μέημπλ, η νεαρή ερωμένη του Ώστεν, στην οποία κατέφυγε στη συνέχεια η Βίνη, «επιμελήθηκε» το πρώτο βιβλίο με ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και μετά, κέρδιζε χρήματα γυρίζοντας και δίνοντας διαλέξεις για την ποιήτρια κι ας μην την είχε παρά ελάχιστα συναντήσει.

Η συγγραφέας πιστεύει πως έχει γίνει αδικία στη Σου, η οποία, για δικούς της λόγους, που δεν σχετίζονται με την Έμιλυ Ντίκινσον, δεν στήριξε από την αρχή το έργο της φίλης της. Άφησε έτσι, τον χώρο που ανήκε στην ίδια, να τον νέμεται και να τον ιδιοποιείται η αντίζηλός της. Την ιστορική ανακρίβεια, την παρανόηση της πραγματικότητας, έρχεται η Δέσποινα Λάλα-Κριστ να διαλύσει:

Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, αθόρυβα ανέβηκα τα σκαλοπάτια και βρέθηκα στο δωμάτιο του παιδιού, όπου είχε εγκατασταθεί η Σου […] «Σου …», ψιθύρισα, γονάτισα εμπρός της, της έπιασα τα χέρια όπως τα είχε εγκαταλελειμμένα στην ποδιά της, και τότε πρόσεξα το γράμμα που κρατούσε.

«Ξέρω γιατί είσαι εδώ», είπε απλά, ψιθυριστά. «Ήρθες να με ρωτήσεις για την Έμιλυ». (σελ 436)  

Σαν να είναι τούτος στόχος του βιβλίου της Δέσποινας Λάλα-Κριστ. Να εκφραστεί η σχέση των δυο γυναικών. Να αποκατασταθεί η αλήθεια και να προστεθεί κι αυτή η εκδοχή στην παλέτα των ερμηνειών για το έργο της μεγάλης ποιήτριας. Η διανοούμενη Σούζαν ως έρωτας και έμπνευση για την ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η κόρη της Μέημπλ, Μίλλισεντ και η κόρη της Σούζαν, Μάττη παραλαμβάνουν τη σκυτάλη. 

Η Μίλλισεντ, από τους πιο σοβαρούς επιμελητές της Έμιλυ Ντίκινσον, παρέλαβε ποιήματα και γράμματα πριν πάρει τη σκυτάλη. Κατέθεσε ως μάρτυρας της ζωής όλων και έγραψε τρία βιβλία πολύτιμα για τους μελετητές. Στο τρίτο βιβλίο, και ενώ αφηγείται τις προσπάθειες της έρευνάς της με θέμα τον δικαστή Λορντ Ότις, γράφει σε παρένθεση «Mother today dropped dead» (η μητέρα σήμερα έπεσε νεκρή). Η ημερομηνία ήταν 14Οκτωβρίου του 1932. […]

Η Μάττη παρέμεινε στο πατρικό της, μεταμόρφωσε το καθιστικό σε δωμάτιο Έμιλυ Ντίκινσον, μεταφέροντας τα έπιπλα, τα βιβλία και το φόρεμά της από το Αρχοντικό κάνοντας μια διαρκή έκθεση στο Αειθαλές.

Εκεί έζησε η τελευταία απόγονος της Έμιλυ Ντίκινσον, η Μάρθα Ντίκινσον Μπιάνκι, το υπόλοιπο της ζωής της. Έγραψε με θέρμη και πείσμα να αποκαταστήσει το όνομα της μητέρας της και να περιγράψει τη φιλία ανάμεσα στις δυο γυναίκες, την Έμιλυ και τη Σούζαν, ενώ διεκδικούσε δικαστικώς τα δικαιώματά της από την οικογένεια Ταντ και αργότερα από τη Μίλλισεντ Μπίνχαμ, ως αποκλειστική κληρονόμος. Συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα και ποίηση μέχρι τον θάνατό της, το 1943. Τα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματά της τα άφησε στον γραμματέα της, ο οποίος αργότερα πούλησε στο Χάρβαντ τα πνευματικά δικαιώματα και δώρισε τα δυο σπίτια, το Αρχοντικό και το Αειθαλές, στο Κολέγιο του Άμχερστ. Τα σπίτια – Μουσεία σε τέλεια κατάσταση – είναι πιστοί θεματοφύλακες του Πνεύματος και της Ζωής της Έμιλυ Ντίκινσον. (σελ. 477-8)

Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα στην Αμερική με τίτλο: Emily Dickinson: Goddess of the Volcano (Amazon, 2013)



[1] Στην έκδοση, ενσωματωμένα απολύτως στην αφήγηση και σε συμφωνία χρονολογική με την πλοκή, διαβάζουμε μεταφρασμένα από την Κριστ πολλά ποιήματα της ποιήτριας (στο σύνολο 87 ποιημάτων που περιλαμβάνονται στην έκδοση, τα 82 είναι σε μετάφραση δική της, καθώς επίσης υπάρχουν και 30 πρώτοι στίχοι που λειτουργούν ως βοηθητικά νοήματα στη γραφή). Από την κριτική παρουσίαση της Διώνης Δημητριάδου: https://bookpress.gr/kritikes/biografies/9888-lala-krist-despoina-smili-emilu-ntikinson-dimitriadou

 

 
 
 
Κούλα Αδαλόγλου, βγήκε ένας ήλιος χλωμός, Ταξιδευτής, 2012, σελ. 163. 



Η κυρία Αδαλόγλου είναι γνωστή. Έχει γράψει ποιήματα και μια μελέτη για τους μαθητές. Δούλεψε ως σύμβουλος φιλολόγων και έχει καλές μαρτυρίες από το χώρο αυτό. Εδώ δοκιμάζεται στην πεζογραφία.
«Η γραφή είναι λύτρωση», σελ. 160 λέει μια ηρωίδα της και ίσως το ασπάζεται και η συγγραφέας. Έτσι κάπως μοιάζουν τα μικρά και μεγαλύτερα κείμενά της. Δεν την ενδιαφέρει τόσο η πλοκή, όσο η έκφραση. Κάτι που βρίσκεται στο βάθος της σκέψης, του χρόνου ή της ιστορίας, πιέζει να βγει στην επιφάνεια.
Τα κείμενα είναι ενδιαφέροντα. Χρησιμοποιούνται τεχνάσματα αφηγηματικά, ενσωματώνονται τεχνικές όπως διαφορετικές οπτικές γωνίες, ημερολογιακή γραφή, ακόμη και ηλεκτρονικά μηνύματα. Ιστορίες από ένα τουριστικό καλοκαίρι, από μια σχολική γιορτή, περιστατικά και αφορμές από φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές σχέσεις. Επιλέγω ένα απόσπασμα από «Το Εστιατόριο της Βερόνικας»: «Τι κάνει αποδεκτή σε μια μικρή κοινωνία μια Βουλγάρα που ανοίγει εστιατόριο; Στη Μεσοπλαγιά, κωμόπολη εκεί που τα ριζά της Ρούμελης ακουμπούν το φρύδι του θεσσαλικού κάμπου, με δυο περίπου χιλιάδες κατοίκους, ο δήμαρχος  δίνει στους μετανάστες που έρχονται στην περιοχή οικόπεδα, για να χτίσουν. Βοηθούν στις αγροτικές δουλειές, εργατικά χέρια. Η Βερόνικα δουλεύει σε σπίτια, προσέχει γριές. Μαγειρεύει και μαθαίνει τα ελληνικά φαγητά, αρκετά καλά και την ελληνική γλώσσα. Αποφασίζει να ανοίξει  εστιατόριο. Εστιατόριο το ονομάζουν, όχι ταβέρνα.» Σελ. 122-3

 Βγήκε ένας ήλιος χλωμός [Κούλα Αδαλόγλου, Βγήκε ένας ήλιος χλωμός], Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 47, Φθινόπωρο 2012-Χειμώνας 2013

 
Ανδρέας Μήτσου, Ο κίτρινος στρατιώτης, Καστανιώτης, 2012, σελ. 295

Στο καινούριο βιβλίο του ο καλός συγγραφέας Ανδρέας Μήτσου γράφει για τον πατέρα του. Συγκεκριμένα αναλαμβάνει να μας παρουσιάσει τα έργα και τις ημέρες ενός στρατιώτη, που υπηρέτησε την πατρίδα κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Ανδραγάθησε, ερωτεύτηκε, πληγώθηκε, έχασε την περίφημη ομορφιά του και όταν επιτέλους – από δική του επιλογή – γύρισε πίσω στο χωριό του, κανείς από τα αδέρφια και τους συχωριανούς του δε χάρηκε.
Ήταν ένας ξένος. Ακόμη και όταν δοκίμασε να συνδέσει την τύχη του με μια γυναίκα αποξενωμένη από όλους, μια κουμμουνίστρια, γίνεται πρόξενος συμφορών και για την ίδια, που την στέλνουν εξορία. Είναι ένας ανάπηρος πολέμου αλλά η πατρίδα – η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή Απονομής Πολεμικών Συντάξεων – αρνείται να του αναγνωρίσει τις υπηρεσίες του. Δεν είναι ο πόλεμος μόνο που αλλάζει τους ανθρώπους αλλά και η ειρήνη¨ και αυτό πραγματεύεται ο κίτρινος στρατιώτης.

Η αφέλεια και η αθωότητα του ήρωα επιτρέπουν στο συγγραφέα να αφηγηθεί τα γεγονότα με τρόπο ποιητικό και από μια οπτική αφοπλιστική. Το πάθος ενός αγνού πατριώτη, ο καθαρός του έρωτας και η ειλικρινής του στάση σε όλες τις φάσεις του πολέμου – στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή, στην Ιταλία – μας εξαγνίζει και μας κάνει συμμέτοχους στο αγνό, καθαρό του σύμπαν. Επίσης η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η επιδιωκόμενη κάθαρση του αναγνώστη δεν συμβαίνει στη σφαίρα της ρεαλιστικής πραγματικότητας – άλλωστε ο ήρωας είναι κάπως «φευγάτος» εξ αρχής – αλλά στο ποιητικό σύμπαν όπου αυτός εξυψώνεται.
Στο μυθιστόρημα βρίσκουμε αλήθειες που διατυπώνονται με αμεσότητα και καθαρότητα, όπως π.χ. «Δε μπορείς να ο φανταστείς, αν δεν το ζήσεις, πόσες στρώσεις έχει το μαύρο» σελ. 80. «Ο καθένας χωριστά κομματάκια του χρόνου» σελ. 142 καθώς κι ένας εύστοχος προσδιορισμός του ηρωισμού: «Μια τέτοια νύχτα, εξουθενωμένοι όπως ήμασταν, δεν καταλάβαμε τις γερμανικές περιπόλους που είχαν πλησιάσει με εφ’ όπλου λόγχη. Εκεί θριάμβευσε ο Νάκης.
Καθώς εκείνοι πηδάγανε αθόρυβα μέσα στους λάκκους να μας ξεκοιλιάσουν, τους σακάτεψε με το οπλοπολυβόλο του. Ξυπνήσαμε κι εμείς μετά και τους αποτελειώσαμε. Ο φόβος, που δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι, τον έκανε ήρωα. Γιατί ο φόβος κάνει τους ήρωες. Αυτό το έμαθα πολύ νωρίς και καθόλου δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω.» Σελ. 84.
Το τέλος του ήρωα το μαθαίνουμε στο τέλος του βιβλίου. Δε μένουν κενά και σκοτεινά σημεία μόνο μια πικρή γεύση της πολύ γνωστής σε όλους μας αλήθειας. Ότι αυτός ο τόπος δεν έχει θέση για τους ήρωες. 

 Ο κίτρινος στρατιώτης [Ανδρέας Μήτσου, Ο κίτρινος στρατιώτης], Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 47, Φθινόπωρο 2012-Χειμώνας 2013

 

Γιάννης Παλαβός, αστείο, Νεφέλη, 2012, σελ. 109 

 

Λένε ότι τα γουρούνια είναι από τα πιο έξυπνα ζώα. Ίσως γι αυτό ο Τζ. Όργουελ στη φάρμα του επιλέγει τα γουρούνια να κυβερνήσουν, τα οποία στη συνέχεια ως γνωστόν αποκτούν όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ίσως για τον ίδιο λόγο και ο ήρωας ενός μικρού διηγήματος του Γιάννη Παλαβού συνδέεται συναισθηματικά με τη μικρή Μαρία, ένα γουρουνάκι που περνάει τις τελευταίες του μέρες σε μια φάρμα πριν οδηγηθεί στο σφαγείο. Ο ήρωας, υπάλληλος στη φάρμα, το τελευταίο βράδυ της Μαρίας, ανίκανος να κοιμηθεί, με ταχυπαλμίες, όπως μας λέει, παίρνει το ανυποψίαστο γουρουνάκι μια βόλτα στο βουνό. Φανταζόμαστε ότι σκέφτεται να το ελευθερώσει, έτσι μας προετοιμάζει ο συγγραφέας. Όμως η Μαρία, τα ξημερώματα, όταν ο φύλακάς της έχει πιει και την τελευταία του μπύρα και σηκώνεται να γυρίσει στη φάρμα, τον ακολουθεί.

Έτσι είναι γραμμένα τα 17 διηγήματα του μικρού αυτού βιβλίου. Απλές ιστορίες, συγκινητικές αλλά με μια καθολικότητα. Όπως εδώ το γουρουνάκι είναι μόνο το όχημα που θα οδηγήσει τα συναισθήματα να ξεδιπλωθούν και τους υπαινιγμούς να γίνουν αντιληπτοί– η αδυναμία  για παράδειγμα του ανθρώπου να διακρίνει την ευκαιρία της σωτηρίας του – έτσι συμβαίνει και στις υπόλοιπες ιστορίες. Χρησιμοποιούνται με παρόμοιο τρόπο ο πατέρας, η σύντροφος, ένας συμμαθητής,  ένας ποιητής και απατεώνας του 15ου αιώνα, μια συγκάτοικος κλπ. Όλα τα διηγήματα – μερικά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά έντυπα ή ηλεκτρονικά – αποπνέουν τη φρεσκάδα του νέου συγγραφέα (γεννημένος το 1980), αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο άνθρωπος πίσω από την αφήγηση μοιάζει ανθρώπινος, ευαίσθητος που όμως στέκεται απέναντι στην υπόσταση της ζωής με προσοχή, διακριτικότητα, ευθύνη αλλά και κάποια ευθυμία. Διακρίνεται η στάση ενός νέου άντρα που δεν καθορίζεται από στερεότυπα, ενοχές, και ανόητες  μαγκιές. Αυτή η διάσταση κομίζει ένα ιδιαίτερα ελπιδοφόρο στοιχείο για τη συλλογή, και ίσως και για τη γενιά του συγγραφέα.
Για να γίνει σαφές τι εννοώ παίρνω ένα ακόμη παράδειγμα, το αρτιότατο «Λένα». Το νέο ζευγάρι ο Βασίλης και η Λένα 32 χρόνων – ο άντρας οδοντίατρος, η γυναίκα πολιτικός μηχανικός – με το μικρό τους παιδί πηγαίνουν να επισκεφθούν το πατρικό του άντρα στην επαρχία. Μια αντιπροσωπευτική νεοελληνική πραγματικότητα. Ο παππούς και η γιαγιά υποδέχονται το ζευγάρι με μια έκπληξη. Έχουν ανακαινίσει το σπίτι και έχουν πετάξει όλα τα παλιά πράγματα. Μεταξύ αυτών και έναν κατάλογο πολυκαταστήματος με τον οποίο ο νεαρός Βασίλης είχε μια στενή και παράξενη σχέση. Όλα τα χρόνια από τα 14 του και κάθε φορά που επέστρεφε στο πατρικό, κλεινότανε στην αποθήκη και αυνανιζότανε κοιτάζοντας τη γυναίκα της σελίδας 263. Κανείς δε γνώριζε το μυστικό του. Ούτε η γυναίκα του, από την οποία δεν είχε τίποτα κρυφό. Η εξέλιξη αυτή ταράζει τον άντρα, που συμπεριφέρεται παράξενα. Η γυναίκα του αντιδρά. Να πώς περιγράφεται η «σκηνή»: «Η επομένη ήταν η τελευταία μέρα στο χωριό. Η Λένα μαγείρεψε με την κυρία Άσπα, ύστερα τάισε το μωρό και βγήκε στον κήπο να δουλέψει. Ο Βασίλης βουβάθηκε μπροστά στην τηλεόραση. Είχε να δει τηλεόραση δυο χρόνια. Η Λένα μπήκε να γεμίσει ένα ποτήρι παγωμένο τσάι. Οι γονείς του Βασίλη έλειπαν για φαγητό με το θείο και τα ξαδέλφια. Η Λένα έφερε κι ένα δεύτερο ποτήρι, πήρε το τηλεκοντρόλ απ’ το χέρι του Βασίλη κι έκλεισε την  τηλεόραση. Κάθισε απέναντί του.
‘Σ’ ακούω’ είπε. ‘Γιατί σ’ έχω ξαναδεί έτσι, αλλά ήξερα το λόγο’.
Κι ο Βασίλης ξεφύσηξε κι είπε την ιστορία με τον κατάλογο κι είπε ότι είναι απ’ αυτά που δεν εξηγούνται κι ότι θα έπρεπε να της είχε μιλήσει και ντρέπεται κι ότι μόνο αυτό της είχε κρύψει και την αγαπά αλλά μερικά πράγματα ακουμπούν αλλού μέσα του κι όσο αστείο κι αν ακούγεται δε γίνεται αλλιώς και τώρα θα ήθελε να μείνει μόνος και να δει ντοκιμαντέρ. Και πάτησε το κουμπί κι εμφανίστηκε ένας ιπποπόταμος να μπανιάρεται σε μια γούρνα όλο λάσπη, ευτυχής» (74-75).
Η ιστορία τελειώνει στην επόμενη σελίδα καθώς η Λένα φεύγει μόνη της νωρίτερα με το λεωφορείο γιατί της τηλεφώνησαν για δουλειά, όπως είπε. Θα ψυχρανθούν; Αναρωτιέται ο αναγνώστης. Θα κλονιστεί η ωραία συντροφική τους σχέση;
Την άλλη μέρα ωστόσο λύνεται η απορία. Αργά το βράδυ ο Βασίλης γυρίζοντας στο σπίτι όπου το μωρό και η Λένα κοιμούνται, βρίσκει στο κομοδίνο ένα δέμα και μια κάρτα «Για το Βασίλη». Ξετυλίγει το δέμα και βρίσκει τον χαμένο κατάλογο της εφηβείας του «Η πίσω πλευρά της κάρτας έγραφε: ‘Ξύπνα με. Σ’ αγαπώ’» (76).
Το τέλος δεν είναι μελό, καθώς βεβαίως το διήγημα διαβάζεται πέρα από το συγκεκριμένο περιστατικό και δεν αποτελεί ο κατάλογος το θέμα του συγγραφέα, αλλά η μυστηριώδης ανεξερεύνητη και ακανθώδης αντρική σεξουαλικότητα. Και η γυναίκα της ιστορίας κάνει την υπέρβαση και μάλλον υποδεικνύει την επιθυμητή συμπεριφορά, αφού με την εξαιρετική της διαίσθηση εξομαλύνει την αιχμή του ζητήματος που αγγίζει τη σχέση τους. 
Παρόμοιες αξίες και στάσεις παρουσιάζονται και στα υπόλοιπα διηγήματα. Επιγραμματικά, με προσεκτική και εύστοχη επιλογή εκφρασμένες απλά.] Δίνω ακόμη ένα απόσπασμα όπου γίνεται λόγος για τον πατέρα του ήρωα και τελειώνει έτσι:
«Σήμερα ο πατέρας μου κάθεται στην άλλη άκρη  του τραπεζιού, κερνάει ρετσίνα, καμιά δεκαριά άτομα είναι δω, φίλοι του×οι ίδιοι που τον γύρευαν τότε στα βουνά και τη λίμνη, όσοι τουλάχιστον ζουν, όσοι δεν είναι τάβλα από αρθριτικά, από τσακισμένες μέσες και πλάτες, έπειτ’ από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία. Χτες ήταν η τελευταία μέρα στη δουλειά κι ο πατέρας μου το γιορτάζει. Σηκώνω το ποτήρι μου, τον κοιτάζω, είμαι ο γιος του κι είμαι το ίδιο μπερδεμένο κουβάρι, μου χαμογελάει και ξέρει πως θέλω να χαθώ για ένα μήνα στο βουνό, στην τεχνητή λίμνη, κι όταν γυρίσω θα μου πει «παιδί μου, έχει φαΐ», κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος, αυτό είναι το κέρδος. Του λέω μπροστά σ’ όλο τον κόσμο ότι τον αγαπάω και βουρκώνει». 83-4
Ωραία τα διηγήματα του κ. Παλαβού. Μαζί με την αίσθηση της αποδοχής θέλουν μάλλον να αφήσουν και τη γεύση του αστείου, όπως υποδηλώνει ο τίτλος. Χωρίς να είναι ελαφρά, δοκιμάζουν να ελαφρύνουν τη βαρύτητα του «είναι». 
Το σημείο που ξενίζει εμένα τουλάχιστον, σε άλλους μπορεί να φαίνεται εύρημα είναι η διολίσθηση κάπου –κάπου στη μεταφυσική όταν μοιάζει με ευκολία. 
  
Αστείο [Γιάννης Παλαβός, Αστείο], Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 47, Φθινόπωρο 2012-Χειμώνας 2013




Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας, Νησίδες, 2012, σελ. 170

 

Είναι ιδιαίτερα τα κείμενα της κ. Διαβάτη. Μοιάζουν μαρτυρίες, καταγραφές ημερολογίου, ωστόσο τα ονόματα, τα πρόσωπα, τα γεγονότα δε μας βεβαιώνονται με παραπομπές και διαπιστώσεις.
Ξεκινάει η παράθεση με «Τα γράμματα του Άγγελου», που παρουσιάζονται έτσι: « Εμείς τι; Δεν είμαστε και το Ματαρόα. Κάτι, κάποιοι ήμασταν ωστόσο. τόσα παιδιά. Ωραία παιδιά. Ο Ανταίος, η Μαρία, ο Σάββας, εσύ Άγγελε.
Όπως κάποια παρέα Ρηγάδες έχουν ταυτίσει εδώ πάνω το Πολυτεχνείο με τη μνήμη του Θωμά Βασιλειάδη, του ανάβουν τη μνήμη κάθε 17 Νοέμβρη, έτσι κι εμείς. Μετωνυμικά, η Γενεύη, το βίωμά της, είσαι εσύ, Άγγελε.
Απόλυτος, σαρκαστικός, χωρίς ίχνος γεροντίστικης ευγένειας κοιτάς τη ζωή μας, τη ζωή μου, από τα σύννεφά σου» σελ. 15. 

Συνεχίζει με το «Ματαρόα» σελ. 57, - το πλοίο που πήρε τους υπότροφους φοιτητές της μεταπολεμικής Ελλάδας για την Ευρώπη - μόνο που εδώ γίνεται λόγος για μια ομάδα Ελλήνων φοιτητών που αποβιβάστηκαν στη Γενεύη για ένα κύκλο μαθημάτων εν μέσω Χούντας. Το γεγονός αυτό αποτελεί αφετηρία και γύρω του περιστρέφονται πολλές μαρτυρίες/ αφηγήσεις της πρώτης ενότητας. Ωστόσο το βιβλίο περιλαμβάνει κι άλλες πλήθος μικρές αφηγήσεις με την ίδια γλώσσα και την περιληπτική έκθεση. Επιλέγω «Το αλογάκι της Παναγίας», που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου: «Έβλεπε συχνά στην πολυκατοικία τους το λιγνό αγόρι – πέδιλα μεγαλύτερο νούμερο απ’ ό,τι του αναλογούν και πλαστικά γυαλιά ηλίου πιο μεγάλα απ’ το μπόι του – αγορασμένα στο πανηγύρι. Κι αυτηνής όλο μεγαλύτερα νούμερα της τα ‘ παιρναν – μουσαμαδιές, φουστάνια, παπούτσια – για να κρατήσουν και την επόμενη χρονιά. το «αλογάκι της Παναγίας», έτσι το βάφτισε μέσα της το λιγνό παιδί – το καπέλο φορεμένο στραβά, το γείσο πίσω, να κρατάει το χέρι του πατέρα, μαυριδερού και κουρασμένου, ή να χτυπιέται σαν το ψάρι, σπαράζοντας στο κλάμα σε κάθε αποχωρισμό τους.
Κι η ίδια λεπτή σαν ακρίδα ήταν ένα πρόσωπο όλο μάτια με σκούρα ματόκλαδα. Κι ονειρευόταν κρατημένη απ΄ το χέρι του πατέρα.» σελ 89 

Το αλογάκι της Παναγίας [Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας], Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 47, Φθινόπωρο 2012-Χειμώνας 2013


Πέτρος Καλοκύρης, Η Ιστορία της καρδιάς μου. Το χρονικό μιας μεταμόσχευσης, Εύμαρος, 2012, σελ. 148



Το βιβλίο αυτό είναι ό,τι ακριβώς περιγράφει ο υπότιτλος. Το ιστορικό δηλαδή μιας μεταμόσχευσης. Αφηγητής ο συγγραφέας – γεννήθηκε το 1957 –, ο οποίος όταν ακόμη ήτανε φοιτητής στην Ιταλία έμαθε για την ασθένεια της καρδιάς του. Από τότε ως το Μάιο του 2009, που του έγινε η μεταμόσχευση, νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσοκομεία της Αθήνας, υποβλήθηκε σε πλείστες επεμβάσεις και πλησίασε πολλές φορές κοντά στο θάνατο. 

Το συγκεκριμένο βιβλίο λοιπόν, παρουσιάζει τον αγώνα ενός ανθρώπου με ημερομηνίες, ονόματα και λεπτομέρειες να κρατηθεί στη ζωή και να τη ζήσει χτύπο-χτύπο. Σε μια εποχή που συμπολίτες μας πηδούν από τα μπαλκόνια για να γλιτώσουν τα χρέη και τους πιστωτές τους, η κυκλοφορία ενός τέτοιου βιβλίου ερμηνεύεται τουλάχιστον ως ελπίδα. Δεν είναι δεδομένος ο περίπατος στο δρόμο χωρίς μάσκα. Ο κύριος Καλοκύρης πρέπει να κερδίσει το βήμα με μια εισαγωγή στο νοσοκομείο. Να αγωνιστεί, να σκεφτεί, να πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις, να κάνει μια ακόμη «ανάταξη» κ.λπ. Σ’ αυτό τον αγώνα ο κύριος Καλοκύρης παραθέτει ονόματα και περιστατικά με τιμιότητα, όπως φαίνεται και παρρησία. 
Έτσι, ονομάζει τους γιατρούς που του συμπεριφέρθηκαν με σπάνια ανθρωπιά και σοβαρότητα, εξαίρει τις γνώσεις, την ευαισθησία, το ήθος. Νύξεις κάνει και για τα «φακελάκια», τα ράντζα, την σκληρότητα και την αδιαφορία. Σ’ αυτά όμως δεν επιμένει. Τα αναφέρει επειδή υπάρχουν, και αν δεν τα έβλεπε θα ήταν αιθεροβάμων. Όμως εστιάζει στο καλό, στην αγάπη, στη ζωή. Και αυτή η θετική στάση οδηγεί νομίζω τον «υγιή» αναγνώστη, να τα βάλει με τον εαυτό του. Να θυμώσει με τις μιζέριες του και να ζηλέψει αυτό τον άνθρωπο που περιβάλλεται με τόση αγάπη. Ίσως μάλιστα αναρωτηθεί: Υπάρχουν στην Ελλάδα τέτοιες οικογένειες; Υπάρχουν τέτοια αδέρφια που αλληλοϋποστηρίζονται κατ’ αυτό τον εξαιρετικό τρόπο; Υπάρχουν σύντροφοι που δείχνουν τόση ψυχραιμία μπροστά στα μεγάλα προβλήματα όπως αυτό της καρδιακής ανεπάρκειας...
Ο σκοπός του βιβλίου, όπως φροντίζει να επισημάνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, πέρα από την εξιστόρηση της συγκλονιστικής εμπειρίας, είναι να διαδοθεί η ιδέα της δωρεάς οργάνων και να τονιστεί η αξία των μεταμοσχεύσεων. Την ανάγκη της εξοικείωσης των ανθρώπων με την ιδέα αυτή, την αποδίδει χωρίς δυσκολία περιγράφοντας τις δικές του αντιδράσεις όταν πρωτοάκουσε γι αυτή την προοπτική. «Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, την πρώτη φορά που άκουσα για μεταμόσχευση, δεν ήταν στο Ωνάσειο αλλά στο συνοικιακό γιατρό μου. [...] εκείνος αυθόρμητα εκτόξευσε εναντίον μου μια ρουκέτα που με χτύπησε κατακούτελα λέγοντας μου τη ...φράση ‘σου είπαν για μεταμόσχευση;’. Ξαφνιάστηκα πολύ, συνειδητά, δε θέλησα να ρωτήσω κάτι περισσότερο, όμως τα πόδια μου έτρεμαν και έφυγα όσο μπορούσα γρηγορότερα. Στη Βέτα, που με περίμενε στο αυτοκίνητο, της είπα οργισμένος: ‘άκου τι μου είπε ο μαλάκας! Ότι πάω για μεταμόσχευση’»

Δημοσιεύτηκε στον Μανδραγόρα: Η ιστορία της καρδιάς μου [Πέτρος Κακολύρης, Η ιστορία της καρδιάς μου], Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 48, Άνοιξη 2013 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο