Στο προσκέφαλο*





Καθότανε όλη τη μέρα δίπλα της στο προσκέφαλο, πάνω σε μια ξύλινη άβολη καρέκλα. Διπλωμένα στα δυο τα μακριά του πόδια και το ψηλό του κορμί.
Εκείνη δε μιλούσε. Δεν κουνούσε ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια. Μόνο τα μάτια της κρατούσε ανοιχτά και τον κοιτούσε.
Σ’ αυτά κρεμότανε.

Όχι δεν πρόκειται να γίνει καλά. Δεν πρόκειται να μιλήσει ούτε να περπατήσει ξανά. Μόνο λίγες μέρες έχει ακόμη...

Η κόρη της ερχότανε τα Σάββατα και καθότανε τρεις περίπου ώρες. Έφερνε ρούχα, χαρτί κουζίνας, κάτι κουλουράκια σε κουτί ζαχαροπλαστείου και άσπρες μαργαρίτες. Τακτοποιούσε τα πράγματα στο κομοδίνο, στο ράφι, στο πλαστικό βάζο, στις κρεμάστρες και ύστερα μετακινούσε την καρέκλα από το προσκέφαλο, την τοποθετούσε στα πόδια του κρεβατιού και έβγαζε από την τσάντα το χοντρό  πανεπιστημιακό της βιβλίο. Αντοχή υλικών. Το ακουμπούσε στα γόνατα και βυθιζότανε στο διάβασμα. Με ένα μικρό μολυβάκι κάθε τόσο σημείωνε στα περιθώρια και υπογράμμιζε. Συγκεντρωμένη στη μελέτη.
Έφευγε χωρίς να μιλήσει ιδιαίτερα σε κανένα. Μόνο με μια νοσοκόμα συνεννοούταν. Αυτή του Σαββάτου, τη Γιώτα. Της έδινε ένα χαρτονόμισμα, κοντά στην πόρτα και μετά γύριζε πίσω στο κρεβάτι. Στεκότανε για λίγο δίπλα στη μαμά, στο προσκέφαλο, έσκυβε, της χάιδευε το μέτωπο, όπως θα έκανε κι εκείνη πριν χρόνια όταν η ίδια ήταν μικρή και είχε πυρετό κι ύστερα, πριν φύγει, σαν τελευταίο χάδι, της κρατούσε για λίγο το χέρι. Ένα χέρι χλωμό που έβγαινε πολύ αδυνατισμένο από το σεντόνι και κρεμότανε στο κενό, κάτασπρο.

Ελάχιστοι ήταν και οι άλλοι επισκέπτες: Ένας άντρας με τρεμάμενη φωνή που καλησπέριζε ευγενικά και ύστερα κοιτούσε όλη την ώρα έξω από το παράθυρο. Έμοιαζε με τη γυναίκα στα χρώματα και στην κατατομή του προσώπου. Σαν ο μεγαλύτερος αδερφός της ή κάτι τέτοιο. Και μια γυναίκα ήρθε κάποτε. Μεγάλη κι αυτή αλλά όχι τόσο. Ντυμένη με μια εβαζέ φούστα, μια μακρυμάνικη μπλούζα και κοντά μαλλιά άβαφτα. Στις ρίζες και στους κροτάφους σχεδόν άσπρα. Εκείνη μίλησε με όλους στο θάλαμο, είπε ότι πρέπει να κάνουν υπομονή και ότι κανείς δεν ξέρει τις βουλές του Κυρίου. Όλα τα βάσανα έχουνε κάποια εξήγηση αλλά εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε αρκετά ικανοί να το καταλάβουμε. Να πιστεύουμε μόνο μπορούμε, είπε. Τους κέρασε κάτι μουστοκούλουρα – ήτανε Τετάρτη – και έσκυψε κάμποση ώρα πάνω από την άρρωστη. Σα να ήθελε κάτι να της πει, σα να ήθελε κάτι να ξεκαθαρίσει.
Δεν είπε όμως τίποτα τόσο δυνατά, ώστε να ακουστεί στο δωμάτιο και να υποψιαστούν οι υπόλοιποι τη σχέση της με την άρρωστη.

Στους δυο μήνες που έμεινε η γυναίκα στο θάλαμο άλλος δεν πρέπει να ήρθε να την επισκεφθεί. Η κόρη της τα Σάββατα και όλες τις άλλες μέρες, πρωί και απόγευμα ο ψηλός άντρας που την κοιτούσε στα μάτια.

Αυτός έμπαινε γύρω στις εννέα το πρωί, πριν περάσουνε οι γιατροί και την έβρισκε ξαπλωμένη με τα μάτια ανοιχτά καρφωμένα στην πόρτα. Πλησίαζε χαμογελώντας στο κρεβάτι της χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα άλλο τριγύρω.
Έπιανε το χέρι που κρεμότανε στο πλάι, το έφερνε στα χείλη του και μετά το ακουμπούσε προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι σκεπάζοντάς το για λίγο με τη δεξιά του παλάμη. Με το αριστερό τής χάιδευε τα μαλλιά. Κάτι καστανά μαλλιά φυσικά με λίγες άσπρες τρίχες διάσπαρτες. Το πρόσωπό της γινόταν ολόφωτο και το χαμόγελο απόκοσμο. Κανείς άλλος στο δωμάτιο. Κανείς και τίποτα πέρα από το βλέμμα στο βλέμμα

Ύστερα εκείνος άφηνε το χέρι, κουνούσε το κεφάλι όπως όταν λέμε «ναι» και διστακτικά πλησίαζε στη βρύση, που βρισκότανε στην άλλη πλευρά του δωματίου δίπλα σε ένα άλλο κρεβάτι. Με τα μάτια ζητούσε συγνώμη που ενοχλεί και έβρεχε μια πολύ μικρή πετσέτα την οποία έβγαζε προσεκτικά από την τσέπη του σακακιού του διπλωμένη. Με αυτό το βρεμένο μαλακό πανί περνούσε προσεκτικά το πρόσωπο της άρρωστης. Το μέτωπο, τα μάγουλα, το πηγούνι. Αργά, απαλά με αυτή τη σειρά σαν τελετουργία. Στα μάτια δεν το ακουμπούσε καθόλου. Μένανε ανοιχτά και υγρά από μόνα τους. Μετά δρόσιζε το λαιμό, τους ώμους, τα χέρια και τέλος τα πόδια που τα ξεσκέπαζε προσεκτικά από το άσπρο σεντόνι.
Το έβρεχε και το έστυβε πολλές φορές το πανάκι του, πέρα δώθε στο μικρό νιπτήρα του θαλάμου. Κανείς δεν του μιλούσε. Και ό, τι κουβέντες κάνανε οι ασθενείς με τους συνοδούς, τις συνεχίζανε χαμηλόφωνα χωρίς να δείχνουν ότι ασχολούνται μ’ αυτόν. Σα να ήταν αόρατος συνέχιζε έτσι λίγη ώρα βρέχοντας και δροσίζοντας την άρρωστη. Την έσερνε την πετσέτα του απαλά, τύλιγε τη  γάμπα, και ένα- ένα τα δάχτυλα. Με κατάνυξη. Απόλυτα προσηλωμένος.
Τίποτα πέρα από τα ανοιχτά μάτια, τίποτα πέρα από το δέρμα που δρόσιζε.

Όταν τελείωνε τη διαδικασία, κρεμούσε την πετσέτα στο σιδερένιο κρεβάτι να στεγνώσει, χτένιζε τα καστανά μαλλιά και μετά καταπιανότανε με το τάισμα. Κουταλίτσα-κουταλίστα, μπουκιά –μπουκιά να φάει η άρρωστη όλο το πρωινό που κρύωνε σκεπασμένο στο κομοδίνο. Άπλωνε το χέρι μέχρι να φτάσει στο μισάνοιχτο στόμα και το έσπρωχνε μαλακά μην πασαλείψει τα μάγουλα ή το πηγούνι. Την κοίταζε στα μάτια και έκανε κι ο ίδιος την κίνηση με τα δικά του χείλη. Προσεκτικά, με προσήλωση απόλυτη.
Τίποτα πιο σημαντικό από αυτή την κουταλιά.

Όταν ερχόντουσαν οι γιατροί – μπροστά ο καθηγητής και πίσω το τσούρμο με κάτι πρόσωπα έκπληκτα – έβγαινε στο διάδρομο μαζί με τους άλλους συνοδούς. Χαμογελούσε ευγενικά σε όλους αλλά κουβέντα δεν είχε ποτέ. Κι αν καμιά γυναίκα απηυδισμένη μέσα στο νοσοκομείο ή περίεργη πολύ ή κανένας άντρας που πιεζότανε από βαθύ θαυμασμό για την αδιαμαρτύρητη αφοσίωσή του, ρωτούσε καμιά φορά τίποτα, εκείνος πάλι χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι. Δεν απαντούσε ευθέως, μόνο μια φράση επαναλάμβανε και όλοι σχεδόν την είχαν πια ακούσει «Τα φέρνει έτσι η ζωή καμιά φορά...» Δεν άφηνε περιθώρια η φράση του σε κανέναν, δε μπορούσε κανείς να τα βάλει με τη ζωή που τα φέρνει έτσι καμιά φορά. Τι είχε φέρει η ζωή σ’ αυτόν; πώς του είχε σταλάξει στην ψυχή τέτοια τεράστια αποθέματα αγάπης και υπομονής; Τόση αφοσίωση, τόση μεγάλη απέραντη τρυφερότητα...

*

Σίγουρα δεν είναι η κόρη του. Καμία σχέση. Ούτε μοιάζουνε, και τα ονόματα δεν συμπίπτουν. Έψαξα τα στοιχεία στον υπολογιστή. Μαρία Δήμου αυτή, Περικλής Αλετράς εκείνος. Ύστερα είναι και ο χαρακτήρας. Η στάση. Αυτή τρεις ώρες τη βδομάδα κι εκείνες χωμένη στο βιβλίο! Και ένα τουπέ! Σιγά κυρά μου, επειδή μας δίνεις ένα κατοστάρικο για να την πλένω την άρρωστη θα πρέπει να στεκόμαστε στο ένα πόδι;
Εντάξει σπουδάζει, είναι αφιερωμένη σε κάποια επιστήμη. Ετοιμάζει διδακτορικό ή δεν ξέρω τι άλλο. Όμως ρίξε κυρά μου και μια ματιά στον κόσμο. Κουνήσου ανάμεσα στους ανθρώπους!
Δεν πρέπει αυτή η κοπέλα να έχει εραστή. Δεν πρέπει να ξαπλώνει στο κρεβάτι γυμνή και να δίνεται σε έναν άντρα χωρίς όρους. Έτσι μούρχεται να της τραβήξω εγώ κι ας είμαι γυναίκα που γουστάρει άντρες, να της τραβήξω εκείνο το παντελόνι το κολλητό που δε βγάζει από πάνω της. Να δω τι έχει μέσα στο βρακί της. Τέτοιο πλάσμα άχρωμο και άοσμο...  
Και να μην είχα δει τα στοιχεία στην υποδοχή, με τίποτα δε θα πίστευα ότι έχει κάποια σχέση με τον άλλον. Όχι πατέρας της ούτε μακρινός συγγενής δε μπορεί να της είναι αυτός. Άλλωστε δε συναντιούνται ποτέ. Σα να έχουνε κάνει συμφωνία. Σα να τα έχουνε κανονίσει από πριν. Άραγε να μιλήσανε ή να συνεννοηθήκανε με τα μάτια εκείνης;
Ο κύριος δεν έρχεται το Σάββατο το απόγευμα καθόλου που μας κάνει την τιμή η κυρία. Φεύγει κατά τις δυο όταν το νοσοκομείο έχει ησυχάσει και δεν επιστρέφει παρά την Κυριακή το πρωί στις 9, όπως κάθε μέρα. Με άλλο πουκάμισο όπως κάθε φορά, με σακάκι και με γραβάτα. Τις Κυριακές μόνο νομίζω φοράει εκείνη τη μπορντό γραβάτα, που πρέπει να είναι Ντιορ. Την Κυριακή φέρνει και τη γαρδένια. Ένα κατάφρεσκο λουλούδι που μοσχοβολάει ως πέρα το διάδρομο. «Δεν επιτρέπεται κύριε!», πήγε να πει η Ευδοκία την πρώτη Κυριακή, αλλά δεν τόλμησε να επιμείνει. Τον άφησε να τη βάλει στο νερό και να την ακουμπήσει στο κομοδίνο δίπλα στα υπόλοιπα μπουκαλάκια και στα παυσίπονα. Σαν παυσίπονο κι αυτή.
Όχι ότι δε με τρώει και μένα η περιέργεια να μάθω πώς είναι τόσο καλός μαζί της. Τι είδους σχέση έχουνε οι δυο τους – είδα ότι δεν είναι παντρεμένοι – και από τι κύματα πέρασε η ζωή τους. Όχι ότι δεν έχω δοκιμάσει να καταλάβω και να λύσω τις απορίες μου. Αλλά δε μιλάει ποτέ. Μόνο χαμογελάει και μου βάζει διακριτικά μέσα στην τσέπη της ρόμπας μου το χαρτονόμισμα. Σε κάθε κοπέλα από μας, σε όλες δίνει πάντοτε από κάτι. Ή έχει πολλά χρήματα ή ό, τι μάζευε μια ζωή το καταθέτει τώρα εδώ σε μας, για χάρη αυτής της γυναίκας.
Ο θεός να με συχωρέσει αλλά νιώθω μέσα μου μια ζήλεια. Ξέρω είναι παράλογο, η γυναίκα πεθαίνει, αλλά ποια από μας τις ζωντανές έχει γνωρίσει τέτοια αφοσίωση;

*

        Είμαι σίγουρη ότι εκείνος τη φροντίζει καλά. Την ταΐζει, της κρατάει το χέρι, κάθεται και της κάνει παρέα συνέχεια. Τον είδα την πρώτη νύχτα, όταν την έφερα εδώ τη μαμά σχεδόν πεθαμένη. Δεν ήξερα το τηλέφωνό του, δεν ήξερα καν πώς τον λένε. Πώς ήτανε στο πρόσωπο και στο σουλούπι. Αν τον έβλεπα στο δρόμο δεν θα τον γνώριζα. Κι όμως αυτός ήρθε. Ακάλεστος, τρέμοντας αλλά ήταν εδώ. Στάθηκε στην άκρη, άπλωσε το χέρι του «φίλος της μαμάς σας δεσποινίς Μάρα». Πώς το έμαθε; Πού το ήξερε και ήρθε; Δε μου είπε, ούτε κατάλαβα.
Ό,τι και να ένιωθα γι αυτόν, εκείνη την ώρα έλιωσε μέσα μου. Ο θυμός, η πίκρα, το παράπονο...
Για ένα δευτερόλεπτο δίστασα, ύστερα όμως κατάλαβα ότι δε μου έπεφτε λόγος. Αν τον ήθελε η μαμά... Δεν ανακατεύτηκε στα πόδια μου καθόλου, δε ζήτησε τίποτα. Με άφησε να τα κανονίσω όπως νόμιζα καλύτερα. Διακριτικά στην άκρη, έσφιγγε τα χέρια του μεταξύ τους. Δεν κοίταζε παρά μόνο τα κλειστά μάτια της μαμάς. Ήταν απόλυτα προσηλωμένος σε κάτι δικό του. Σα να επικοινωνούσε μαζί της με όλη του τη δύναμη συγκεντρωμένη στην προσπάθεια.. Τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε.
Μέχρι να έρθουν οι γιατροί, να της κάνουν τις εξετάσεις, να βγάλουν το πόρισμα της εμβολής καταπίναμε κι εγώ κι αυτός την αγωνία μας. Θεωρητικά είχαμε πολύ χρόνο για να μιλήσουμε. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Εγώ θα μπορούσα να του πω όσα στοίβαζα μέσα μου. Είχα τον χρόνο, κι αυτός βρισκότανε εκεί μπροστά μου ανυπεράσπιστος. Χωρίς την οικογένειά του, με τη μαμά στο κρεβάτι. Θα μπορούσα να του μιλήσω για όλα. Θεωρητικά. Γιατί στην πράξη τίποτα δεν είχε σημασία εκεί μέσα. Η μαμά ήταν αναίσθητη. Μπορεί να μη συνερχότανε ποτέ, μπορεί να έφευγε χωρίς να μπορέσει να μας μιλήσει. Χωρίς να καταφέρουμε εμείς να της δείξουμε τίποτα από όσα δεν είχαμε προλάβει. Εμείς, δηλαδή εγώ και ο θείος Φώτης, ο μοναδικός επιζών αδελφός της.
Ο θυμός, το παράπονο, η πίκρα δεν είχανε πια καμιά σημασία. Μόνο ο πόνος. 

Δεν τον ρώτησα. Δεν έξυσα τις πληγές, δεν άφησα τα βαρίδια της ψυχής να γίνουνε λέξεις και να κυλήσουνε στα άσπρα πλακάκια. Ούτε ήχοι ούτε εικόνες.
Περίμενα μέχρι να αποφανθούν οι γιατροί και ύστερα έφυγα. Καληνύχτισα και έφυγα απ’ το νοσοκομείο, αφήνοντας του τη μαμά ολόδική του, όπως είχε κάνει και ο Σάκης χρόνια νωρίτερα. Όταν είχε ανακαλύψει μόνος αυτός χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν το μυστικό της. Το φοβερό μυστικό της μαμάς.

*
Ξυπνάω νωρίς και τον περιμένω. Κλείνω τα μάτια και περιμένω. Επιτέλους! Δεν είναι πια ανάγκη να κρύβομαι.
Δε μπορώ βέβαια να μιλήσω. Αλλά δεν έχουμε πια ανάγκη από λόγια. Τον βλέπω είναι εδώ δίπλα μου. Κάθεται στην καρέκλα, διπλώνει τα πόδια και με κοιτάει. Αλήθεια δε θέλω τίποτα άλλο. Ποτέ νομίζω δεν ήθελα άλλο παρά να τον έχω δίπλα μου και να τον κοιτάω. Σα να βλέπω την ομορφιά του κόσμου, να ακούω τη μουσική των αγγέλων, να νιώθω την πληρότητα του ουρανού. Όλα τα άλλα ήταν συνέπεια των κορμιών μας. Η επιθυμία μου εμένα ήτανε να τον κοιτάω. Και τώρα επιτέλους την έχω αυτή την ευκαιρία.
Το ξέρω ότι η μορφή του κυλάει μέσα στο αίμα μου. Θα κυλάει για όσο είμαι ζωντανή ακόμη – τι κι αν δε μπορώ να μιλήσω, τι κι αν δε μπορώ να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου, τι κι αν δε μπορώ να γράψω πια.
Τα καταλαβαίνει όλα μέσα από τα μάτια μου. Όπως κι εγώ τα νιώθω τα δικά του που όμως μπλέκονται με τα δικά μου. Δεν υπάρχουνε πια δικά του και δικά μου. Όλα αυτά τα λογικά πράγματα δεν ισχύουν, οι συντακτικοί και άλλοι κανόνες καταλύονται. Δεν είναι σκέψη, δεν είναι λόγια, δεν είναι λογική. Τι ανάγκη έχουμε τα λόγια, τις λέξεις, τις συμβάσεις του κόσμου; Αφού οι ψυχές μας είναι ένα. Επιτέλους μπορούμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον χωρίς να φοβόμαστε μήπως κάνουμε τους γύρω μας να πονέσουν. Επιτέλους μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια, να βλέπω τα μακριά του όμορφα χέρια, να νιώθω την αγάπη και τη φροντίδα του χωρίς ενοχές, επιτέλους.
Αν είχε έρθει νωρίτερα, αν είχαμε συναντηθεί πριν δεσμεύσουμε τις ελευθερίες μας... Τότε μπορεί και να είχαμε εκτονωθεί... και η μαζεμένη ενέργεια των ψυχών να μην είχε μείνει για τόσο πολύ καιρό αδιάθετη...
Αλλά μάλλον έπρεπε να έρθουν έτσι τα πράγματα για να μας δοθεί τούτη η μαγική τελευταία ευκαιρία. Να κοιταζόμαστε στα μάτια. Επιτέλους να βλέπουμε ο ένας τον άλλον και να μην έχουμε ανάγκη ούτε να κρυφτούμε ούτε να μιλήσουμε.
Δε φταίει ο έρωτάς μας. Πώς είναι δυνατόν να φταίει αυτή η καθαρή ομορφιά της ζωής; πώς είναι δυνατό να σκεφτεί κανείς τέτοιο πράγμα;
Οι συνθήκες όμως, οι επιλογές, η απροσεξία... 

Αν ήταν πιο εύκολο να διαβάζω τα γράμματά του... ή αν είχαμε φύγει τότε... Τη μοναδική φορά που τόλμησε να το ψιθυρίσει με την ανάσα του στο αυτί μου. «Έλα να ζήσουμε μαζί...»  Αν τους είχαμε τότε αφήσει ...
Έζησα όλα τα χρόνια στην τσίτα. μην κάνω κανένα λάθος, μην προδοθώ, μην καταλάβει ο Στέλιος, τα παιδιά, οι φίλες, οι συγγενείς... Σκέπαζα την αγωνία με αφηρημάδα, με λάθη χαζά, με απροσεξίες, με συχνά ατυχήματα. Το βλέμμα μου ήτανε άδειο κάποτε όταν δεν με είχε χαϊδέψει η φωνή του. Όταν ένιωθα την ανάσα του δύσκολη, όταν η μνήμη αδυνάτιζε την εικόνα. Ούτε τα παιδιά, ούτε τα απαλά τους μαλλάκια ούτε τα χείλη τους τα γραμμένα.
Με τον καιρό, μαζεύτηκε η κούραση, οι ρυτίδες, οι αρρώστιες της μέσης ηλικίας... αλλά η επιθυμία εκεί. Ο πόθος ο ανικανοποίητος κυριαρχικός. Όλες οι άλλες έννοιες πιο κάτω. Ακόμη και όταν έφυγε ο Σάκης δεν ανησύχησα. 
Είναι  καιρός του, σκέφτηκα. Και, ο Στέλιος ανυποψίαστος, αθώος.
Αργότερα, όμως... όλα γίνανε τρόμος. Δε μπορούσα πια να φεύγω. Δε μπορούσα άλλο να κρύβομαι. Ήταν το παιδί μου φευγάτο... μόνο που αυτό είχε διαλέξει το θάνατο αντί για τον έρωτα...
Τι δεν κάνει μια μάνα... Τα πάντα. Έτσι πίστευα. Κι όμως τον Σάκη δε μπόρεσα να τον γυρίσω. Ό, τι κι αν έκανα. Μάρτυράς μου ο θεός.
Με έβλεπε – αν υπάρχει – δε μπορεί παρά να με είχε εντοπίσει.

Μόνο αν το είχα προλάβει το κακό. Μόνο αν δεν είχε ποτέ ξεκινήσει. Αν είχα κάψει τα γράμματα... Αν έμπαινα στο μυαλό του παιδιού μου αντί να χάνομαι στα όνειρα... Αν κοιμόμουνα και ξυπνούσα μόνο με την έννοια του ευαίσθητου Σάκη μου... Αν...
Μερικά παιδιά θέλουνε μεγαλύτερη προσοχή από άλλα, είναι ευάλωτα, αποτελούν τον αδύναμο κρίκο και απορροφούν τους κραδασμούς σε μια δυσλειτουργική οικογένεια...

Παιδί μου, ψυχή μου.
Όταν γεννιέται ένα παιδί, μαζί του γεννιέται και μια καινούρια αγάπη. Όταν γεννιέται ένας έρωτας ένας άλλος έχει πεθάνει. Και χωρίς έρωτα πώς να δικαιωθεί η ζωή; 
Δε μπορούσα να φάω, δε μπορούσα να κοιμηθώ και ολόκληρη η ζωή μου αυτός. Πώς με κοίταξε, τι μου είπε, τι του είπα τι θα ήθελα να του πω, τι θα ήθελα να μου πει...
Ονειρευόμουνα με τα μάτια ανοιχτά σαν κοριτσόπουλο σκηνές ερωτικές, ρομαντικές, όταν θα τον έβλεπα, όταν θα τον άγγιζα...

Αν τα έχανα όλα αυτά πώς θα ζούσα μετά; Πώς θα μεγάλωνα τα παιδιά μου, πώς θα φρόντιζα τους γονείς; Πώς θα ξυπνούσα κάθε πρωί για τη δουλειά; Μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος χωρίς καρδιά; Ή με μια στεγνωμένη καρδιά; Και τι είδους ζωή θα είναι αυτή; 
Διαλέξαμε το δρόμο τον πιο πολύ πατημένο. Όμως την τραγωδία δεν καταφέραμε να την αποφύγουμε όχι.


*

Όταν έφυγε ο Σάκης από το σπίτι δε μου είπε τον λόγο που φεύγει. Σε κανένα δε μίλησε. Ούτε ο φίλος του ο κολλητός δεν ήξερε. Ακόμη και όταν πήγα να τον βρω, πελαγωμένο τελείως, τρελαμένο και χαμένο σε ψεύτικους παράδεισους, ακόμη και τότε δεν είπε τίποτα. Σε μένα την αδερφή του δε μίλησε. Ήδη είχε φύγει το μυαλό του, ήδη την είχε κάνει. Τι να σώσουμε; Τι να προλάβουμε; Τι να κάνουμε. Γυρνώντας μίλησα και στους δυο. Και στη μαμά και στο μπαμπά.  Δε μπορούσα μόνη μου τέτοιο βάρος.
Η μαμά αγωνίστηκε πολύ. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο. Παράτησε τη δουλειά, έτρεχε από δω, έτρεχε από κει, έκανε ψυχοθεραπεία – εμείς φταίμε! Την άκουγα να λέει στο μπαμπά κλαίγοντας, αλλά τους λόγους δεν τους άκουγα. Ίσως δεν ήθελε να τα μαρτυρήσει τα λάθη, τις αστοχίες, τις ενοχές της.
Είχε μείνει η μισή. Ούτε έτρωγε ούτε κοιμότανε. Τότε φοβηθήκαμε όλοι για τη μαμά. Ο μπαμπάς όμως έσπασε πρώτος. Ένα βράδυ εκεί που κοιμότανε.
Ο Σάκης ήρθε για την κηδεία, μια κηδεία ο ίδιος. Η μαμά τού κράτησε την ταυτότητα, έπαψε να του δίνει λεφτά και τον πήγε κι εγώ δεν ξέρω με τι υποσχέσεις σε ένα κέντρο θεραπείας.
Θα σωζότανε! Θα ζούσε τώρα. Θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει. Αν δεν ήταν τόσο βρώμικα τα κυκλώματα, αν δεν είχε μπλέξει με τους αδίστακτους εγκληματίες. Αν το ήθελε ο ίδιος να σωθεί! 
Ο Σάκης ο αγαπημένος, ο μοναδικός μου αδερφός.
Στα σαράντα του – σαν μνημόσυνο – η μαμά με πήρε στο δωμάτιό της, άνοιξε ένα παλιό χάρτινο κουτί και άρχισε να μιλάει. Η ζωή της γυναίκας που ήταν. Κατηγόρησε τα γράμματά του, την επιπολαιότητά της, ούτε μία φορά όμως την πράξη της να ερωτευτεί και να διατηρήσει ένα τέτοιο παράνομο δεσμό για τόσα χρόνια.
Δεν κατάλαβα πώς το έκανε αυτό και θύμωσα, θύμωσα πολύ. Το βρήκα εγωιστικό και ανήθικο. Ο μπαμπάς μου ήταν καλός άνθρωπος και μας αγαπούσε. Δεν είχε δικαίωμα να τον προδώσει έτσι. 
--Δεν το έμαθε! Ποτέ δεν του έδωσα το δικαίωμα να καταλάβει!
Γαντζωμένη στην εγκληματική της ψευδαίσθηση. Λες και ήταν ποτέ δυνατόν να μην είχε καταλάβει ο μπαμπάς. Αφού εμείς τα παιδιά  της, τη νιώθαμε τόσο καθαρά την εφιαλτική απουσία. Η μαμά μας ήταν απούσα και ο μπαμπάς μας αδύναμος...
Μακάρι να το είχε καταλάβει ο μπαμπάς. Μακάρι να την είχε αντιμετωπίσει στα ίσια την απόδραση της γυναίκας του. Μακάρι να είχε αυτός αναπληρώσει το κενό της αγάπης της σε μας. Ίσως τότε ο Σάκης να γλίτωνε. Ίσως να μην άνοιγε η γη κάτω από τα πόδια του να τον ρουφήξει. Ίσως όλοι να ζούσανε ακόμη...
Ένα παράπονο, ένας θυμός, μια τυφλή αγανάκτηση. Ποιες δυνάμεις, ποιες ανάγκες, ποιοι αόρατοι μηχανισμοί κρατήσανε τόσα χρόνια τη μαμά δεμένη με έναν άγνωστο σε μας άντρα; Δεν καταλάβαινα, δε γινότανε να φτιάξω το πλαίσιο κατανόησης.
Μόνο εδώ μέσα στο νοσοκομείο βλέποντάς τον δεν έχω πια καμιά απορία. Δε νιώθω θυμό, δε νιώθω αγανάκτηση, μόνο πόνο. Ένα μεγάλο, δυνατό, αλύτρωτο πόνο.

*

Η άρρωστη έφυγε ένα Σάββατο απόγευμα. Η κόρη της δεν είχε προλάβει ακόμη να ανοίξει το χοντρό βιβλίο. Αντίθετα απ’ ό, τι έκανε συνήθως, δε μετακίνησε την καρέκλα από το προσκέφαλο στα πόδια, μόνο ακούμπησε στην άκρη της, έσκυψε μπροστά και την κοίταζε κάμποση ώρα χωρίς να μιλάει με λέξεις. Κρατούσε το δεξί αδυνατισμένο χέρι ανάμεσα στα δικά της και το χάιδευε απαλά.
Ήταν ακίνητη. Μόνο τα δάχτυλα πηγαίνανε πάνω κάτω αργά σα να προσπαθούσε να ανακουφίσει το χέρι το κουρασμένο από τη ζωή.
Ο άντρας έφτασε το ίδιο απόγευμα λίγο αργότερα. Μάλλον θα τον είχαν ειδοποιήσει τηλεφωνικά.
Ήταν καλοντυμένος. Φορούσε κουστούμι και μια γραβάτα μπορντό με μικρά, μικρά σχήματα. Κάτι μαυριδεροί κύκλοι που περιστρέφονταν γύρω από ένα εννοούμενο κέντρο. Στην αρχή μικροί και μετά μεγαλύτεροι. Όσο έπαιρνε το φάρδος του πανιού που πλάταινε προς τη βάση του στέρνου.
Χαιρέτησε όλους τους αρρώστους μέσα στο θάλαμο δια χειραψίας και δέχτηκε πολύ ευγενικά τα συλλυπητήριά τους.
--Να ζήσετε να τη θυμόσαστε!
--Δεν υπάρχει περίπτωση να την ξεχάσω... να ξεχάσω τίποτα απ’ ό, τι ήταν.
Τα μάτια του τρέχανε δάκρυα αλλά καθόλου δε δοκίμασε να τα κρύψει.
Βγήκε από το δωμάτιο λίγο σκυφτός χωρίς να κοιτάζει πια παρά μόνο μπροστά του. 



* Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων: Ελένη Γούλα, Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έρθει ο καιρός των δέντρων, Μανδραγόρας, 2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο