«Σοκολάτα»*



Η μητέρα πλέκει  μπιμπίλες. Κάθεται δίπλα στο τζάκι, κάτω από την καινούρια ηλεκτρική λάμπα και κουνάει τα χέρια της βιαστικά.
 Την κοιτάζω όπως είναι σκυμμένη, διπλωμένη στα δύο στο χαμηλό της σκαμνί και μου φαίνεται ότι εγώ ποτέ δε θα μπορέσω να κουνήσω τόσο γρήγορα και ζωηρά τα χέρια μου. είναι πολύ προκομμένη γυναίκα η μάνα και όλοι το ξέρουν αυτό. μόνο που εγώ πια δε νιώθω πολύ άνετα μαζί της.
Από τότε που νοικιάσαμε το μικρό δωμάτιο στη διπλανή κωμόπολη για να πηγαίνω στο γυμνάσιο, πολλά πράγματα με κάνουνε να νιώθω έτσι.
Μια φορά, που δοκίμασα να συμβουλευτώ τη μητέρα, δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι δεν καταλάβαινε καθόλου για τι πράγμα μιλούσα. Είχε καθίσει στο μονό κρεβατάκι μου – χρατς, χρουτς το άχυρο μέσα στ στρώμα – και είχε σταυρώσει τα ροζιασμένα της χέρια μπροστά στην ποδιά της. Το φθινοπωρινό φως – μεσημέρι, μόλις είχα σχολάσει από το σχολείο – έμπαινε από ο φεγγίτη και τη φώτιζε στο πρόσωπο. Το δέρμα της φαινότανε σκληρό και τα μάτια της κουρασμένα.
Δεν ήθελα να τη σκοτίζω με τα δικά μου, αλλά μου ερχότανε να σκάσω. Ένα πλάκωμα, μια στεναχώρια, ένα κακό έμπαινε από παντού και μου μάγκωνε την καρδιά.
Τα δίπατα σπίτια της πόλης δεν είχανε αυλές, οι άνθρωποι μένανε κλεισμένοι και καμιά πόρτα δεν άνοιγε απ’ έξω. Έπρεπε να κτυπάς το κουδούνι, να περιμένεις να ακούσεις το σιγανό κλικ και μετά να σπρώξεις κατά μέσα την ξύλινη πόρτα για να μπεις σ’ ένα σκοτεινό ανήλιαγο σπίτι. οι καθηγητές ήτανε βλοσυροί και μας φώναζαν μόνο με τα επίθετά μας – Γεωργίου στον πίνακα – και οι συμμαθητές μου όλοι άγνωστοι, στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες μέσα σε μια παγωμένη αίθουσα.
Δοκίμασα να εξηγήσω στη μητέρα πώς ένιωθα, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να με ακούσει. Να κάνω το σταυρό μου, μου είπε, να προσεύχομαι και ο Θεός θα με βοηθούσε.
Είχε φύγει χωρίς να με ανακουφίσει καθόλου¨ πιο πολύ με είχε κάνει να ντραπώ, να νιώθω ανόητη και λίγο αχάριστη. Αυτοί δουλεύανε τόσο σκληρά κι εγώ ασχολιόμουνα με βλακείες, καλά θα έκανα να τις ξεχάσω! Αλίμονο! αυτό ήθελα κι εγώ να τις ξεχάσω τις κουταμάρες, που πλημμυρίζανε το μυαλό μου για το αν είμαι έξυπνη ή όμορφη και αν αξίζει να ζει κανένας και άλλα τέτοια περιττά και ανόητα ζητήματα. Δε γινότανε όμως. Όλο το απόγευμα, που έμενα κλεισμένη στο δωματιάκι, υποχρεωμένη να καταγίνομαι με ανώμαλα ρήματα, συνώνυμα, αντώνυμα και γεωμετρικούς τόπους, μου ερχότανε κάτι σαν πλάκωμα και δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τις βλακείες, που αράδιασα στη μητέρα καταντροπιασμένη. Εκείνο που δεν της είπα ωστόσο, μάλλον γιατί δεν πρόλαβα αφού είχα ήδη αρχίσει να αισθάνομαι άσχημα μαζί της, ήτανε η κρυφή απόλαυση της σοκολάτας.
Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί πόσο υπέροχο γλυκό είναι η σοκολάτα. Βέβαια καμιά φορά, μας έδινε σε μένα και την Αλεξάνδρα, η γιαγιά ένα δίφραγκο και μας έλεγε να αγοράσουμε στραγάλια για μας και μια σοκολάτα για κείνη. Τρώγαμε μαζί με την αδερφή μου ένα κομματάκι η κάθε μία και δίναμε  στη γιαγιά να γλύψει την υπόλοιπη, γιατί εκείνη δεν είχε δόντια και δε μπορούσε να ευχαριστηθεί τα γλυκά. Η γιαγιά κρατούσε τη σοκολάτα με προσοχή μέσα στο φαφούτικο στόμα της και όση ώρα την έτρωγε δε μιλούσε, ούτε έκανε τίποτα άλλο. Πολλές φορές την έβλεπα να κλείνει τα μάτια και να βυθίζεται κάπου, δεν καταλάβαινα πού, αλλά ένιωθα ότι ήθελε να την αφήνουμε στην ησυχία της αυτές τις στιγμές.  Δεν με είχε απασχολήσει ο τρόπος που απολάμβανε η γιαγιά τη σοκολάτα. Είχα άλλες ασχολίες εγώ. Ήθελα να τρέξω σ’ όλα τα σοκάκια του χωριού, να διαβάσω όλα τα βιβλία, που υπήρχανε σ’ όλες τις βιβλιοθήκες, να ονειρευτώ όλες τις πολιτείες του κόσμου και να με ερωτευτούν όλοι οι άντρες και τ’ αγόρια σ’ αυτές τις πολιτείες. Πού καιρός ν’ ασχοληθώ λοιπόν με την κακομοίρα τη γιαγιά μου, που μεγάλωσε τα παιδιά της μόνη της, χωρίς άντρα γιατί εκείνος είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, ελπίζοντας ότι με το θάνατό του θα κάμει τον κόσμο καλύτερο.
  Τώρα όμως καθώς έμενα ολομόναχη, ώρες ατέλειωτες στο νοικιασμένο δωματιάκι, άρχιζα να φοβάμαι ότι θα περνούσαν πολλά βαρετά χρόνια μέχρι να δοκιμάσω -- αν αντέξω στην αναμονή-- να κατακτήσω τον κόσμο.
Εκεί στην αναμονή μου αυτή μου ερχότανε καμιά φορά στο νου η εικόνα της γιαγιάς με τα κλειστά μάτια και τη γλύκα της σοκολάτας στο στόμα. Ήτανε μια εικόνα που στην αρχή αραιά, ύστερα όμως μόνιμα, στριφογύριζε στο μυαλό μου βασανιστικά.
    Έτσι ένα μεσημέρι, την ώρα που σχολούσα από το μάθημα, μάζεψα όλο το θάρρος μου και πήγα στο περίπτερο κρατώντας σφιχτά στη φούχτα μου ολόκληρο το χαρτζιλίκι της εβδομάδας. ένα τάλιρο. Παρόλο που ήτανε Πέμπτη, δεν είχα ξοδέψει ούτε ένα πενηνταράκι στα διαλείμματα. Έμενα νηστική γιατί σχεδίαζα αυτή την κραιπάλη.
 Ο ανάπηρος πολέμου, που είχε το περίπτερο, ήτανε μαζί και πρακτορείο τύπου και πρακτορείο του ΚΤΕΛ και γω δεν ξέρω τι άλλο, με κοίταξε και είχε κάτι στο βλέμμα του που με τρόμαξε. Όπως στεκότανε πίσω από τον πάγκο έβλεπα μόνο το κορμί του από τη μέση και πάνω. Ήτανε κοντός και στρουμπουλός, εμένα μου φάνηκε σιχαμένος σα σκουλήκι.
--Μια σοκολάτα του δίφραγκου, είπα σιγανά, δεν είχα ξαναψωνίσει τίποτα μόνη μου σε τούτο το μέρος.
Ο άντρας δε μου μίλησε, εξυπηρέτησε πρώτα κάτι άλλους που ζητούσανε τσιγάρα, εφημερίδες περιοδικά --πολύ κίνηση είχε αυτό το μαγαζί-- περίμενα λίγο, μα τότε ήρθε ένα λεωφορείο και βρώμισε ο τόπος καυσαέρια και έκανα να φύγω.
--Πού πας... περίμενε... δε θα πάρεις τη σοκολάτα σου; Η φωνή του είχε μια απόχρωση απαλότητας, δεν την είχα ξανακούσει σε άντρα. Γύρισα διστακτική ήθελα να φύγω, αλλά είχα ονειρευτεί τόσο την απόλαυση της σοκολάτας, που δεν το έπαιρνα απόφαση να παραιτηθώ. Πάνω στο δισταγμό μου, ο άντρας πήρε το τάλιρο, που το έδωσα μηχανικά και μου έβαλε στο χέρι τρεις δραχμές και δυο σοκολάτες.
--Σε κερνάω εγώ τη μια. Με τον πατέρα σου το ξέρω. Μπορώ να σε βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείς... Η ίδια απαλότητα στη φωνή και ένα άγγιγμα στο χέρι μου που με έκανε να νιώσω άβολα. Το βλέμμα, η φωνή και η αίσθηση του μαλακού χεριού πάνω στο δέρμα μου, όλα μαζί με απωθούσανε πολύ.
--Μόνο τη μια θέλω, ψιθύρισα, αλλά εκείνος με έσφιγγε κάπως , χρησιμοποίησε και το άλλο χέρι και γω τότε νόμισα ότι θα σκάσω εκεί στριμωγμένη, τρόμαξα, πήρα τις σοκολάτες , τα ρέστα και το έβαλα στα πόδια.
Μου πήρε κάμποση ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι η σοκολάτα του δίφραγκου που αγόρασα, ήταν διπλάσια από αυτή που παίρναμε στη γιαγιά μου και ότι ο περιπτεράς, με είχε κεράσει μια τεράστια σοκολάτα με αμύγδαλα ΙΟΝ που στοίχιζε ένα ολόκληρο τάλιρο. Δρχ 5 έγραφε στη γωνία η σοκολάτα και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Να την πάω πίσω και να την αφήσω στον πάγκο ή να τη φάω ολόκληρη και να αφήσω την αξιοπρέπεια κατά μέρος.
Είναι αλήθεια ότι ονειρευόμουνα πολλές ημέρες την απόλαυση μιας ολόκληρης σοκολάτας, αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έχω στη διάθεσή μου μια τόσο μεγάλη ποσότητα.
--Τελείωνε το φαγητό σου! Η γριά γυναίκα, που μου νοίκιαζε το δωμάτιο, είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στους γονείς μου να μου μαγειρεύει κιόλας. Σήμερα το φαγητό ήτανε πατάτες τηγανητές και τυρί. Δυο φετούλες ψωμί αγορασμένο εδώ και τρεις μέρες ξεραινόντουσαν πάνω στη φορμάϊκα του τραπεζιού.
Δε μου αρέσανε οι πατάτες παρά μόνο αυτές που έκανε η μητέρα μου λεπτές και καλοψημένες μέσα στο λάδι. Τούτες ήτανε χοντροκομμένες και λαυρωκαημένες απέξω. Μέσα ήτανε ωμές και κρατσανίζανε. Όσο για το τυρί δεν το ξαρμύριζε αυτή όπως η μητέρα και μύριζε κιόλας τόσες μέρες έξω από την άρμη.
--Χόρτασα... Δεν ήθελα να ροκανίσω ούτε το ψωμί. Προτιμούσα να μείνω με το στομάχι άδειο. Ευτυχώς που αγόρασα τη σοκολάτα.
Άνοιξα την τσάντα όπου είχα καταχωνιάσει το θησαυρό μου, αφού πρώτα κλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου. Έβγαλα έξω πρώτα τη μία, αυτή που είχα πληρώσει. Αργά -αργά, έτσι που να μην τρίζει το ασημόχαρτο και ακουστεί δίπλα στην ξένη κουζίνα, ξετύλιξα στην αρχή το πρώτο χαρτί και μετά το δεύτερο. Το σώμα της σοκολάτας ήτανε καφέ ανοιχτό και απλωνότανε χωρισμένο σε έξι τετράγωνα κομματάκια. Γιατί άραγε ήτανε έτσι φτιαγμένη δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ, γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα σταθεί έτσι εκστατική πάνω από μια γυμνή ολόκληρη σοκολάτα. Μάλλον για να κόβεις ένα -ένα και να το τρως σιγά -σιγά, ώστε να το απολαμβάνεις, σκέφτηκα και αποφάσισα να εφαρμόσω αυτή την αργή διαδικασία, που είχα δει να κάνει η γιαγιά μου.
Κραακ, είναι ο θόρυβος, όταν κόβεις το μεγάλο μακρόστενο κομμάτι με τα δύο μικρότερα τετράγωνα. Κρακ κάνει και όταν χωρίζεις αυτό το μεγάλο κομμάτι στα δύο.  Τώρα μπορείς να μπουκώσεις το κομματάκι ολόκληρο και να το αφήσεις να λιώσει μέσα στο κλειστό σου στόμα. Καλύτερα είναι να ξαπλώσεις για να απλωθεί η γλύκα σε όλα τα σημεία του ουρανίσκου, τις γλώσσας, των ούλων και ύστερα του οισοφάγου και αργότερα σε ολόκληρο το πεπτικό σύστημα, καθώς ένα -ένα τα μικρά κομματάκια θα λιώνουνε με τη σειρά τους μέσα στο κλειστό στόμα.
Ήτανε τόση η νοστιμιά που γευόμουνα με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή, που ενώ στην αρχή είχα αποφασίσει να φάω μόνο τη μισή σοκολάτα και να αφήσω την υπόλοιπη για αύριο, έφτασα στο τελευταίο κομματάκι και ένιωθα ακόμη την αίσθηση του ανικανοποίητου.  Δίστασα λίγο πριν το βάλω κι εκείνο στο στόμα μου.  Δίπλωσα το ασημόχαρτο και το έκρυψα μέσα στο συρτάρι - το μοναδικό συρτάρι του τραπεζιού, που χρησιμοποιούσα για γραφείο. Έμεινα λίγο σκεφτική και ύστερα άνοιξα το πρόχειρό μου για να δω το πρόγραμμα της αυριανής μέρας. Έβγαλα το βιβλίο των μαθηματικών, το άνοιξα στη σελίδα με τις ασκήσεις αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου ήτανε μαζί με τη σοκολάτα μέσα στο συρτάρι. Βασανίστηκα κάμποσο, και στο τέλος ξετύλιξα το ασημόχαρτο βιαστικά και έχωσα τη σοκολάτα στο στόμα μου. Αυτή δε μου φάνηκε το ίδιο γλυκιά με την προηγούμενη, ούτε την ένιωθα να λιώνει ηδονικά στον ουρανίσκο. Μόνο μια ανακούφιση κέρδισα ότι πια δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να φάω. Τίποτα; και η αμυγδάλου, που ήτανε στην τσάντα μου; Όχι αυτή δεν θα την έτρωγα. Θα την επέστρεφα. Δεν καταδεχόμουνα να φάω μια τέτοια σοκολάτα κερασμένη από αυτό το γλοιώδη άνθρωπο.
Διάβασα όσο μπόρεσα ως το βράδυ, έφαγα λίγη από τη σούπα --τραχανάς αραιός χωρίς ντομάτα και τυρί, ένα νεροζούμι-- και ξάπλωσα για να κοιμηθώ. έτσι νόμιζα δηλ. ότι θα κοιμηθώ. Όμως δεν επρόκειτο να κοιμηθώ πριν τουλάχιστον ξεδιπλώσω και την άλλη σοκολάτα, την απλώσω κάτω από το λιγοστό φως, που έμπαινε από το παράθυρο, την κόψω μικρά κομματάκια και τη φάω ως το τελευταίο. Η αλήθεια είναι ότι αντιστάθηκα ώρα πολύ, το σπίτι ησύχασε τελείως και η πόλη έμοιαζε να κοιμάται. Δεν ακουγότανε τίποτα άλλο εκτός από το χρατσ χρατσ του χαρτιού και το κραακ - κρακ των κομματιών που έκοβα και έτρωγα αργά -αργά έτσι που να λιώνει στο στόμα...

   Από το βράδυ εκείνο της κραιπάλης δεν μπόρεσα να ξαναφάω ποτέ τόση πολύ σοκολάτα μαζεμένη. Στο περίπτερο δεν ξαναπήγα, έμαθα όμως ένα μπακάλικο, απ’ όπου κάθε Πέμπτη ακουμπούσα το χαρτζιλίκι μου. Αυτό θα έκανα και αύριο. Μου είχε μείνει μόνο μια δραχμή, τύχανε κάτι μικροέξοδα αυτή τη βδομάδα, ίσως μου δίνανε ακόμα σήμερα άλλη μία και κατάφερνα να αγοράσω τη σοκολάτα του δίφραγκου. Δεν ένιωθα όμως αγωνία, ούτε ανυπομονησία τώρα που το σκεφτόμουνα. Ήμουνα καλά εδώ στη φωτισμένη κουζινίτσα, τόσο καλά που δε χρειαζόμουνα τις σοκολάτες για να νιώσω τη γλύκα να απλώνεται στο μυαλό μου. Έφταναν για να μου γλυκάνουν τη ζωή η μητέρα,  αδερφή μου και η γιαγιά.
--Ακόμα διαβάζεις εσύ; ο πατέρας μπήκε στο κουζινάκι με ένα πακέτο μακαρόνια στο χέρι.
Είναι μια χαρά έξω. δε χρειάζεται φακός πια. Σπουδαίο πράγμα το ρεύμα... Αναστέναξε και ακούμπησε τα μακαρόνια στο τραπέζι. Έριξε μια ματιά στο τετράδιό μου και δεν ξαναμίλησε παρά ύστερα από κάμποση ώρα για να με ρωτήσει
--Έχεις πολλά ακόμη;
--Τελείωσα πατέρα. Πάω να κοιμηθώ. Αύριο να με ξυπνήσετε πολύ νωρίς για να προλάβω το λεωφορείο.
...Αύριο δεν θα πάρω σοκολάτα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου καθώς ξάπλωνα κάτω από τις κουβέρτες και προσπαθούσα να διώξω τις ανατριχίλες από το κορμί μου. Όσο όμως περνούσε η ώρα και τα πόδια μου παραμένανε παγωμένα, τόσο ονειρευόμουνα αυτή τη γλυκιά ηδονή που ξεκινάει από τη στοματική κοιλότητα και σιγά -σιγά απλώνεται σε ολόκληρο σύστημα: κυκλοφορεί στο αίμα και διαποτίζει τα νεύρα έτσι που η μοναξιά γίνεται απαλότερη ενώ η δυστυχία υποφέρεται πιο εύκολα.
  Τα χρόνια που περάσανε από τότε, δε μπορώ να πω ότι με κάνανε να χορτάσω τη σοκολάτα. Ίσως γιατί δεν έφαγα ποτέ τόσο πολύ, που να με πονέσει η κοιλιά μου και να το πάθω σαν το Ζορμπά που για να χορτάσει κάτι το έπαιρνε σε πολύ μεγάλες δόσεις μέχρι να το σιχαθεί ο οργανισμός του.
  Τώρα έχω χρήματα, (παρόλο που ο συσχετισμός είναι διαφορετικός) να αγοράσω πολλές σοκολάτες μαζί και να τρώω όλο το απόγευμα. Όμως δεν έχω το κουράγιο να τολμήσω κάτι τέτοιο. Είναι η δίαιτα για την κομψή σιλουέτα, ή μήπως ο φόβος πως αν σιχαθώ τις σοκολάτες δεν θα μπορώ να γεύομαι πια τη γλυκιά ηδονή που κατεβαίνει από τα χείλια στη γλώσσα και ύστερα σ’ ολόκληρο το νευρικό σύστημα ενός στερημένου οργανισμού;



* Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων: Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2010





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο