λίγο ψωμί




Αγόρασα ένα τετράδιο το καλοκαίρι κι άρχισα να γράφω ό,τι άκουγα να λένε το βράδυ στην αυλή της μάνας μου, στο καφενείο που έπινα κανένα καφέ και σ’ άλλα μέρη ευκαιριακά του καλοκαιριού. Να σου σηκώνεται η τρίχα.
–Με τα πόδια ερχόμαστε – έλεγε η θεια Ελένη.
Περπατάγαμε ημέρες. Κρυβόμαστε. Εγώ μικρό παιδάκι στην αγκαλιά. Δεν είχαμε να φάμε, αλλά δεν κλαίγαμε. Τόσο είχαμε τρομάξει. Θυμάμαι, στο δρόμο, ήρθανε οι γυναίκες με τα γαϊδούρια και μας φέρανε ψωμί. Η γιαγιά σου, όταν μας είδε έβαλε τις φωνές. Έκλαιγε την αδερφή της κι εκείνη. Πέντε παιδιά ορφανά.
Τι να σου λέω τώρα. Θα έχει αγιάσει η ψυχούλα της! Έτρωγα το ψωμί και μου φαινότανε μέλι. Ανέβηκε στο γαϊδούρι η Τασώ, θυμάμαι που ήτανε γκαστρωμένη.

Την άλλη μέρα η αδερφή της μάνας μου, που τα «θυμάται ούλα», έκανε συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

–Η γιαγιά πήγε μοναχή της. Τη θυμάμαι. Είχε βάψει τα ρούχα της μαύρα. Καβάληκε το γαϊδούρι και πήγαινε να βρει τα παιδιά. Μέχρι να σκαπετήσει αρουλιότανε. Δε μπορείς να τη φανταστείς αυτή την εικόνα. Μου έχει μείνει εδώ μέσα και κλαίου κάθε φορά. Δε θέλω να τα θυμάμαι.
Και για το ψωμί που λέει η Ελένη ότι έφαε είν’ αλήθεια, αλλά το ψωμί της γιαγιάς δεν έφτασε για όλους. Σ’ ένα κοριτσάκι, σκοτάδι ήτανε όταν τα απάντησε, δεν έδωκε. Δεν το είδε, ντράπηκε εκείνο να απλώσει το χεράκι του, το σπρώξανε άλλα, δεν ξέρω. Πάντως έκλαιε δυνατά και δε μπορήγανε να το μωρώξουνε. Με τα πολλά το είπε – εμένα δε μου ‘δωκες θεια. Περνάγανε τότε απόξω από τα Λειβαδάκια, που είχε παντρευτεί μία από το χωριό, νύχτα ήτανε αλλά η γιαγιά βάρεσε την πόρτα της γυναίκας και της γύρεψε ένα καρβέλι δανεικό. Εκείνη της έδωκε, λυπήθηκε φαίνεται τα ορφανά, και το μοίρασε η γιαγιά. Πρώτα σε κείνο που έκλαιε.
Μετά το έστειλε το καρβέλι η γιαγιά στη γυναίκα. Ζύμωσε εδώ που ήρθε και το έστειλε. Εμείς είχαμε χωράφια στο βουνό που γινότανε το σιτάρι. Δεν πεινάσαμε στην Κατοχή.

Άδικα σκοτωθήκανε οι ανθρώποι. Ο πατέρας μου – μυαλωμένος και νοικοκύρης – είχε πάει στον κουνιάδο του να τον ορμηνέψει. Σκέψου τα παιδιά σου κουνιάδε! είχε πέντε. Αλλά εκείνος, ο συχωρεμένος, ήτανε κακοκέφαλος. Εγώ, Παναγιώτη έδωκα το λόγο μου. Δεν τον παίρνω πίσω.
  Ελένη Γ.

σκαπετάω: απομακρύνομαι
αρουλιέμαι: κλαίω, σπαράζω
Μωρώνω: παρηγορώ, βοηθάω κάποιον να σταματήσει το κλάμα

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο