περί χρημάτων ο λόγος



Ατμός είναι. Εκεί που λες έχω λεφτά και κανονίζεις τις δουλειές σου, κάτι μπορεί να τύχει και να μείνεις στον άσσο. Και άλλες φορές ενώ είσαι απένταρος, κάτι γίνεται και όλα έρχονται εύκολα.
Θα σου πω ένα παράδειγμα. Πριν καμιά τριανταριά χρόνια – δεν είχαμε μπει ακόμη στο ευρώ – τότε που πέθανε η πεθερά μου πήγα να δώσω κάτι ρούχα της σε μια άπορη γριά σε άλλο χωριό. Δεν την ήξερα, μου είπανε γι αυτήν ότι είναι μισότυφλη και ζει με τον ανάπηρο γιο της σε ένα καλύβι από ελεημοσύνες. Φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πήγαμε με τον άντρα μου τον συχωρεμένο. Μέσα στις μύγες, κατουρημένη, εκεί που έτρωγε εκεί τα έκανε, τι να σου πω. Απελπισία. Ντράπηκα τον εαυτό μου. Τότε έκαμα το σταυρό μου και είπα. Θεέ μου βοήθησέ μας να τους φτιάξουμε ένα σπίτι να μένουνε τούτοι οι άνθρωποι. Έτρεξα τότε κι εγώ και ο συχωρεμένος, ο δήμαρχος έβγαλε άδεια, βρήκαμε μαστόρους, όλοι δουλέψανε χωρίς να πάρουνε φράγκο, και τα υλικά τα πληρώσαμε στο κόστος. Το σπίτι ήτανε έτοιμο προτού πιάσουν οι βροχές. Τότε λοιπόν έτυχε να χρειαστούμε λεφτά για την αγορά που ήθελε ο μεγάλος μου ο γιος. Είμαστε όμως ξεπενταρισμένοι.  Μόλις είχαμε αγοράσει το αγροτικό, ήτανε και οι σπουδές – δυο παιδιά να σπουδάζουν δεν είναι και λίγο – δεν υπήρχε στην τράπεζα σέντσι.
Προχώρα, λέω εγώ στον Τάκη. Τα λεφτά θα βρεθούνε. Κάτι μέσα μου έτσι μου έλεγε. Μέχρι να τελειώσει ο χειμώνας είχαμε δέκα εκατομμύρια – ακόμη ήτανε οι δραχμές, όπως σου είπα! Πού βρεθήκανε τόσα λεφτά, δεν κατάλαβα ούτε ξέρω να σου πω.
Πάντως όλα τα εισοδήματα πιάσανε τιμή. Δώσαμε χίλια κιλά λάδι και πήραμε ένα εκατομμύριο. Με τα ίδια κιλά την προηγούμενη χρονιά είχαμε πάρει εξακόσιες χιλιάδες. Και από τη σταφίδα πήραμε τα διπλά. Και οι γίδες γεννήσανε πολλά κατσίκια και γάλα κατεβάσανε – πουλήσαμε τυρί, μυτζήθρες και κατσίκια! Θησαυρός εκείνη η χρονιά. Βοηθήσαμε το παιδί, δεν χρεώθηκε πουθενά! Ο συχωρεμένος έλεγε ότι ο Θεός μας τα έστειλε τόσα αγαθά για το καλό που κάναμε σε κείνους τους ανθρώπους. Εγώ όμως δεν ξέρω. Μου φαίνεται εγωιστικό κάτι τέτοιο.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι όταν τους είδα εκείνους τους δυστυχισμένους, έκλαψε η ψυχή μου. Ντράπηκα να έχω εγώ και σπίτι και ζεστασιά και κρύο νερό και καθαρό κρεβάτι και κείνοι, οι ανάπηροι άνθρωποι να ζούνε μέσα στη βρώμα και στη στέρηση. Όλα τα άλλα είναι λόγια. Και όσο για τα λεφτά – αέρας. Ποιος νοιάζεται για τα λεφτά που όταν θέλουνε γίνονται καπνός και σκόνη…
Σε βλέπω δε με πιστεύεις. Θα σου πω κι άλλο ένα παράδειγμα για τα λεφτά που αν είναι άτιμα δε στέκονται στα χέρια σου. Ένας από δω το χωριό, δεν τον ξέρεις, έκαμε ένα άδικο. Κυνήγησε κάτι φτωχούς ανθρώπους για κάτι λεφτά. Τους έτρεχε στα δικαστήρια χωρίς να ντρέπεται καθόλου. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες. Φώναζα εγώ, δε με άκουγε. Επέμενε. Δικά μου είναι, τα δικαιούμαι, θα τον κολλήσω στον τοίχο. Εκδίκηση και κακία.
Δεν περνάει λίγος καιρός και παθαίνει ατύχημα. Ήτανε στο αμάξι εκείνος, η γυναίκα του, το παιδί του. Νοσοκομεία, γιατροί, φάρμακα, εγχειρήσεις, το αμάξι σμπαράλια. Αν σου πω πόσα πλήρωσε στο συνεργείο μόνο για να το φτιάξει, θα σου σηκωθεί η τρίχα. Όσα ακριβώς πήρε κυνηγώντας κείνο τον φτωχό άνθρωπο!
Γι αυτό σου λέω. Ζήσε τη ζωή σου και άσε τα λεφτά να έρθουν ή να φύγουν.
Κούμπωσε η γυναίκα τη ζακέτα της και ρούφηξε λίγο ακόμη καφέ. Είχε βάλει αεράκι και κει έξω στην αυλή κατέβαζε ψύχρα.
 Ελένη Γ.

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο