θησαυροί



Συνέβη ένα βράδυ, πάει κάμποσος καιρός. Ήταν γλυκιά βραδιά – αν και χειμώνας, είμαι σίγουρη ότι ήταν χειμώνας – βγάλαμε τις καρέκλες έξω, φορέσαμε τα μπουφάν και ακούγαμε τη θάλασσα που έσκαγε ήρεμα με ένα μονότονο επαναληπτικό ήχο στο μπετονένιο ρείθρο. Αν έκανες λίγο πίσω την καρέκλα μπορούσες να πέσεις ολόκληρος στο παγωμένο νερό. Όμως ποτέ κανείς δεν έχει κάνει αυτό το λάθος. Ποτέ κανείς δεν άκουσα να πέσει από την καρέκλα, να γλιστρήσει καθώς περπατάει στην άκρη του δρόμου ή έστω να γίνει κάποιο ατύχημα σε όλα αυτά τα μαγαζιά που βγάζουν τις καρέκλες τους και καταλαμβάνουν εδώ και χρόνια – και πριν ακόμη αρχίσει αυτή η μανία με την τουριστική κίνηση – την προβλήτα του λιμανιού.
Κουβέντα στην κουβέντα η ατμόσφαιρα έγινε πολύ υποβλητική. Σα να είμαστε μόνοι μας στον κόσμο. Τα αγορασμένα ποτά μας είχανε τελειώσει, μετά τελείωσαν και τα κερασμένα. Ο μπάρμαν νυσταγμένος και βαριεστημένος έκλεισε το μπαρ και μας καληνύχτισε. Έχω στο αμάξι ένα μπουκάλι, είπε ο Γιάννης και γύρισε φορώντας το μπουφάν του με τους γιακάδες ως τα αυτιά και με μια σακούλα πλαστική από κάποιο σούπερ μάρκετ της περιοχής. Πώς τα θυμάμαι όλα αυτά δεν ξέρω, αλλά τα έχω πολύ καθαρά μπροστά μου. Σα να με περονιάζει η υγρασία της νύχτας, σα να έχω στη μύτη μου αντί για αέρα ένα υγρό σεντόνι.

Εκτός από το σαραντάρβαλο κακάβι γιομάτο χρυσά νομίσματα, που το καταλαβαίνεις είναι παραμύθι, υπάρχουν γεγονότα που μαρτυρούν την αλήθεια των ιστοριών. Μην κοιτάς που εσύ δεν τα ξέρεις. Πώς να τα ξέρεις, αφού δε ζεις εδώ. Μόνο αν είσαι γέννημα θρέμμα, αν μείνεις εδώ χειμώνες που ερημώνει ο τόπος, μπορείς να δεις τα σημάδια των θησαυρών. Είναι οι γέροι που λένε ιστορίες αλλά μιλάνε και τα γεγονότα. Άκου και σημείωνε. Κι άρχισε εκεί στην υγρασία του παραλιακού μαγαζιού να απαριθμεί ονόματα και περιστατικά. Έλεγε για ανθρώπους που πλουτίσανε ξαφνικά, που ανοίξανε δουλειές με το τίποτα, που χωρίς δάνεια – το τόνισε αυτό, δεν χρωστάνε πουθενά! – αποχτήσανε περιουσίες. Δεν ήξερα κανένα από όσους ανέφερε ο Γιάννης, αλλά δυο τρεις άλλοι από την παρέα κουνούσανε το κεφάλι τους σε κάθε νέα αναφορά.
Τι νομίζεις ότι γυρεύουνε όλοι οι ξένοι που ήρθανε να χτίσουνε σπίτια στις ερημιές; Πιστεύεις αυτά για τη ζαλάδα από τον πολιτισμό και τη φασαρία της πόλης; Πιστεύεις ότι είναι τόσοι πολλοί  αυτοί που δεν αντέχουνε τον πολιτισμό της Δύσης; Ρώτα και μένα που τους έχω κάνει παρέα με τα μάτια ανοιχτά – όχι σαν κάτι άλλους, που τους κάνουν τον υπηρέτη και λένε κι ευχαριστώ!   
Υπάρχουν πολλοί θησαυροί κρυμμένοι στην περιοχή. Κάποιοι έχουνε βρεθεί. Άλλοι όχι.
Ο Γιάννης μπορεί και να είχε πάει νύχτες σαν αυτή που ξενυχτίσαμε κουκουλωμένοι με τα μπουφάν μας, οπλισμένος με φτυάρια και κασμάδες να σκάψει στο υγρό χώμα, αναζητώντας τους θησαυρούς των πειρατών. Ίσως πάλι να ήθελε να το κάνει αλλά να μη είχε το σθένος ή την απελπισία που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Μπορεί να άκουσε άλλους να αφηγούνται τις περιπέτειές τους – άκαρπες και απογοητευτικές. Αλλά το πιο πιθανόν, του άρεσε να ονειρεύεται θησαυρούς και να αφηγείται όμορφες ιστορίες γι αυτούς. Του είμαι ευγνώμων.  
Ελένη Γ.

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή, Μανδραγόρας


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο