«Η Γούνα»

 


Φορούσα, σ’ εκείνο το ταξίδι, ένα στενό μοντκόμερυ και το καλοριφέρ του τρένου δε λειτουργούσε. Είχα παγώσει. Απέναντί μου μια νέα γυναίκα, χωμένη στο ευρύχωρο γούνινο παλτό της δεν φαινότανε να κρυώνει καθόλου. Είχε ανοιχτό κάποιο βιβλίο και διάβαζε απορροφημένη. Κάπου-κάπου σήκωνε τα μάτια και το βλέμμα της χανόταν έξω από το παράθυρο. Κανείς άλλος δεν βρισκότανε στο κουπέ.

Ζήλεψα τη γυναίκα. Και για τη γούνα, που τη ζέσταινε όμορφα και για το βιβλίο, που τη συντρόφευε. Εγώ δεν διάβαζα ποτέ στα ταξίδια. Ζαλιζόμουνα.

Δοκίμασα να φανταστώ για ποιο λόγο, μια πλούσια, όπως υπολόγιζα κυρία, χρησιμοποιούσε το αργοκίνητο τρένο και μάλιστα χωρίς να πάρει πρώτη θέση. Έφτιαχνα σενάρια με το μυαλό μου, μ’ αυτήν πρωταγωνίστρια και μένα θεατή. Πρέπει να πω ότι απ’ όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο – δυο χρόνια τώρα – και διαβάζω χωμένη στις βιβλιοθήκες όσα μυθιστορήματα θέλω, έχω αποκτήσει αυτή τη συνήθεια να φτιάχνω δηλαδή φανταστικές ιστορίες και να διασκεδάζω έτσι ανώδυνα, την ανάγκη μου για δράση.

Με τούτη τη γυναίκα τώρα, μου ‘βγαινε κάτι σαν αισθηματικό ρομάντζο τη μια, δακρύβρεχτο δράμα την άλλη. Πάντως έτσι απασχολημένη, ξεγελούσα κάπως την ανία μου και μισοξεχνούσα το κρύο.

Θα υπολειπόντουσαν δυο ώρες ακόμη για να φτάσω στον προορισμό μου – ένα χωριό της Νοτιοδυτικής Ελλάδας  – όταν ξαφνικά το τρένο σταμάτησε. Άλλοι λέγανε βλάβη κι άλλοι δυστύχημα κάπου μπροστά. Φωνές, κακό, διαμαρτυρίες, γκρίνια και εκνευρισμός. Το βράδυ που ερχότανε, το κρύο θα δυνάμωνε,  λέγανε.

Εκνευρισμένη κι εγώ αρκετά, σηκώθηκα να κάνω μια βόλτα, μήπως ζεσταθώ κιόλας. Άδικος κόπος γιατί στο διάδρομο έκανε περισσότερο κρύο και βρωμούσε απαίσια, όπως βρωμάνε τα παλιά λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Κάτι από πετρέλαιο, χνώτα και ποδαρίλα. Τουλάχιστον η καλοντυμένη κυρία ομόρφαινε το κουπέ! Αγόρασα λοιπόν δυο καφέδες, έναν για μένα κι έναν για κείνη – μπορεί να πιάναμε κάποιου είδους συζήτηση και να περνούσε ευκολότερα η ώρα, σκέφτηκα – και γύρισα πίσω στη θέση μου. Τη βρήκα κουλουριασμένη στο κάθισμα να κλαίει. Είδα τα δάκρυα μέσα στο κακοφωτισμένο κουπέ και τη βιαστική της κίνηση να σκουπίσει τη μύτη με ένα μαντηλάκι.

Δεν είχα διδαχτεί ακόμα την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Στο χωριό που μεγάλωσα πάντα θέλαμε να ξέρουμε τι συμβαίνει στον διπλανό μας.

Ακούμπησα λοιπόν τους καφέδες στο τραπεζάκι δίπλα της και άγγιξα με τα ελεύθερα χέρια μου τη γούνα. Ένιωσα να φτάνει ως την καρδιά μου μια υπέροχη θαλπωρή.

--Έφερα καφέ. Πιείτε λίγο και μιλήστε μου, αν θέλετε. Ίσως και να μπορώ να κάνω κάτι για σας.

Δεν ήθελα να τραβήξω τα χέρια μου από τη γούνα μη χάσω την όμορφη αίσθηση. Γι αυτό συνέχισα να είμαι πολύ κοντά της, στην ίδια στάση περιμένοντας μια δική της κίνηση.

Σήκωσε το πρόσωπό της και είδα τα κοκκινισμένα μάτια, μεγάλα και τρομαγμένα. Το στόμα της μισάνοιξε και προτού ακούσω τη φωνή της, πλημμύριζα κιόλας σαν μικρό παιδί από κείνη την μαγευτική προσμονή μπροστά στο παραμύθι. Η καρδιά μου κλώτσησε μέσα στο στήθος. Θα μάθω την ιστορία της, σκέφτηκα συγκινημένη. Πόσο μ΄ αρέσει ν’ ακούω αληθινές ιστορίες! Είναι καλύτερες από τα μυθιστορήματα γιατί κατ’ αρχήν είναι πιο απίστευτες και δεύτερον μπορώ και παρακολουθώ απευθείας τα συναισθήματα του ήρωα, χωρίς ξένα σχόλια και εξηγήσεις. Οι μορφασμοί, οι αποχρώσεις της φωνής, το κόμπιασμα ακόμη και τα γέλια ή τα δάκρυα, μου δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση και με συναρπάζει ακόμη και μόνο η προοπτική τους.

Η Αγγελική – έτσι μου συστήθηκε η γυναίκα – καταγόταν από τον Πόντο. Ήτανε παντρεμένη, δεν είχε παιδιά και πρόσφατα έχασε τον άντρα της. Τώρα πήγαινε σε κάποια φιλική οικογένεια στο Π. για να μείνει λίγες μέρες…

Μιλούσε αργά, τονίζοντας το σίγμα και αφήνοντας το ρω να κελαρύζει ανάμεσα από τα δόντια της.

Εγώ την άκουγα, αλλά τίποτα απ’ όσα μου ‘λεγε δεν έμπαινε στην καρδιά μου. Ήξερα ότι ο ταξιδιώτης ανοίγεται σιγά-σιγά στο διπλανό του και σπάνια μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Κρύβει όσα του βασανίζουν την ψυχή πίσω από το πρόσωπο μιας φίλης, ενός γνωστού, κάποιου συγγενή κλπ. Έτσι γινότανε τώρα και με την Αγγελική.

Αφού ήπιαμε τον καφέ, φάγαμε και τις σοκολάτες που είχε εκείνη στην τσάντα της, κάτι σοκολάτες ελβετικές με μέλι και φουντούκια πεντανόστιμες, άπλωσε τα τρομαγμένα μάτια της έξω απ’ το παράθυρο στο σκοτάδι του κάμπου και άφησε το ρω να κελαρύζει και το σίγμα να σέρνεται…

Είχε όμορφη φωνή και ήθελα αν μπορούσα να κρεμαστώ απ’ τα χείλη της.

Δε γινότανε όμως να παρασυρθώ ολότελα. Όση ώρα μιλούσε για φίλους, συμπατριώτες, τους καημούς των Ρωσοποντίων και τέτοια, εγώ υποσυνείδητα έψαχνα τα στοιχεία που ανήκανε στη δική της ζωή. Είχα απορροφηθεί απ’ αυτή τη διαδικασία, έβλεπα κιόλας με το νου μου την ίδια πίσω από την φίλη που έζησε δέκα χρόνια έναν λευκό γάμο με κάποιον πλούσιο ανίκανο ή αδερφή, δεν το είχα ακόμη διευκρινίσει, όταν ξαφνικά το τρένο ξεκίνησε.

Τραντάχτηκα λίγο και το κεφάλι μου κουνήθηκε πέρα δώθε. Ένιωσα κάποια ενόχληση γιατί η ιστορία δεν είχε τελειώσει και τώρα μπορεί να έπαιρνε άλλη τροπή. Ήθελα πολλή ώρα ακόμη για να μάθω την αληθινή ζωή της Αγγελικής με τη γούνα, όπως την είχα ονομάσει μέσα μου και φοβόμουνα ότι δε θα προλάβαινα να το καταφέρω αυτό μέχρι το Π.

Έριξα μια γρήγορη ματιά στη γυναίκα και παρατήρησα ότι κι εκείνη είχε σκυθρωπιάσει. Άρα δε βιάζεται να φτάσει εκεί που πηγαίνει, σκέφτηκα με μια ξαφνική χαρά να μου φουσκώνει το στήθος. Ίσως να μην πέθανε ο άντρας της. Ίσως απλώς να τό ‘σκασε από το σπίτι. Πόσο υπέροχη μου φάνηκε αυτή η εκδοχή τότε! Ακούμπησα πάλι τα χέρια μου πάνω στη γούνα της και ξανά η ίδια υπέροχη θαλπωρή με μούδιασε. Απόρησα τότε πώς μπορεί να μην είναι ευτυχισμένη όταν φοράει ένα τέτοιο θησαυρό.

--Στη βαλίτσα σου έχεις κι άλλη τέτοια γούνα; 

Μου έριξε ένα βλέμμα απορίας αλλά ύστερα ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκυθρωπή έκφραση.

--Δε νομίζω. Γιατί ρωτάς;

Πήρα ένα ύφος αποφασιστικό. Για κάποιο λόγο, μου είχε έρθει μια τρελή ιδέα.

--Άκου, επειδή νομίζω ότι δε γουστάρεις να πας στο Π., σου προτείνω το εξής: Μου δανείζεις τη γούνα και γω σε φιλοξενώ για όσο καιρό θέλεις στο πατρικό μου. Θα πω ότι είσαι φίλη μου.

Πώς μπόρεσα να ξεστομίσω τέτοια κουβέντα, ακόμη και τώρα δεν καταφέρνω να το εξηγήσω. Πρέπει όση ώρα μου διηγιότανε τις ιστορίες της, καλά προφυλαγμένη στο παχύ τρίχωμα της γούνας, να δούλευε μέσα μου υπογείως το κρύο. Μάλλον η παγωνιά σκάρωσε την πρόταση που έκανα, όχι το μυαλό μου.

Μου ήρθε στο νου η εικόνα του σπιτιού μας. Εκτεθειμένο στην υγρασία της θάλασσας κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Σήκωσα το κεφάλι αποφασιστικά. Δε μετάνιωνα καθόλου για τη συμφωνία που πρότεινα. Όχι μόνο μία αλλά πολλές γούνες άξιζε η εμπειρία να μένει κανείς στο σπίτι μας και να τον νανουρίζει χειμώνα καλοκαίρι ο ήχος από το κυμοθάλασσο.

Μέσα στο μισοφωτισμένο βαγόνι είδα το γλυκό της πρόσωπο να χαλαρώνει και τα μάτια της να ζωηρεύουν.

--Αν κάνεις κάτι τέτοιο, σου δίνω αυτή που φοράω. Μέσα στη βαλίτσα έχω πολλά ζεστά ρούχα.

Πριν προλάβω να απαντήσω, είχε κιόλας πεταχτεί από το κάθισμα και είχε ρίξει τη γούνα στα γόνατά μου. Αμέσως μετά κατέβασε τη βαλίτσα και άρχισε να την ανοίγει. Εγώ όμως δεν πρόσεχα πια. Εκστασιασμένη από την απρόσμενη ευτυχία, είχα χάσει ξαφνικά τη φωνή, αλλά και την αναπνοή μου. Δεν τολμούσα να πιστέψω ότι βρισκόμουνα μπροστά σε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Δε χρειαζότανε να ψάξω πίσω από τις ιστορίες, ένιωθα την αληθινή τριχωτή ζεστασιά πάνω στο ανατριχιασμένο μου κορμί.

Όταν συνήλθα από το ξάφνιασμά μου, εκείνη ήτανε κιόλας τυλιγμένη σ’ ένα μπουφάν πουπουλένιο, από εκείνα που πουλάνε τα κυριλέ μαγαζιά στο Κολωνάκι.

--Άκου τι θα κάνουμε: Κατάστρωσα επί τόπου ένα σχέδιο για να περάσουμε απαρατήρητες στο χωριό. Έτσι με καθοδηγούσε εκείνη τη στιγμή η δική της – νομίζω – διάθεση. Επειδή ο σταθμός θα είχε κόσμο, έπρεπε να κατεβούμε σε μια στάση που έκανε πάντα το τρένο έξω από το χωριό, στο εργοστάσιο. Ήτανε τόσο ισχυρός παράγοντας το εργοστάσιο στην περιοχή, ώστε και κανένας επιβάτης να μην υπήρχε εκεί, το τρένο σταματούσε. Το μόνο πρόβλημα ήτανε οι βαλίτσες της γιατί έπρεπε να περπατήσουμε κάπου δέκα λεπτά μέχρι το σπίτι μου.

--Α! δεν έχω τίποτα σπουδαίο. Μπορώ μόνη μου να κουβαλήσω τα πράγματά μου, με ησύχασε η γυναίκα κι έτσι εγώ συνέχισα. Θα ακολουθούσαμε απόμερα δρομάκια, και έτσι όπως ήτανε νύχτα, κανείς δε θα μας έπαιρνε είδηση. Ίσως μόνο τίποτα σκυλιά, γι αυτό θα κρατούσα εγώ ένα μεγάλο ξύλο να τα φοβίζω. Κάποιο θα έβρισκα γύρω στη στάση. Το σπίτι μου, συμπλήρωσα, βρίσκεται στο έμπα του χωριού και οι γονείς μου δεν με περιμένουν, άρα, όταν φτάσουμε θα έχουν μάλλον κοιμηθεί. Κοίταξα το ρολόι μου.

--Ξαπλώνουν όλοι με τις κότες, γιατί ξυπνάνε χαράματα. Βλέπεις μαζεύουν τώρα ελιές και κουράζονται πολύ. Και εγώ για να μαζέψω ελιές πάω.

Σταμάτησα να μιλάω. Μέσα στο μυαλό μου, έκανα μερικούς υπολογισμούς γιατί είχα αρχίσει να φοβάμαι την ιστορία που πήγαινα να μπλεχτώ μαζί με τους γονείς μου. Έριξα ένα κρυφό βλέμμα στην Αγγελική, αλλά κι εκείνη είχε ύφος σκοτεινό, έπιασε τη ματιά μου, και βιάστηκε να κοιτάξει αλλού.

Ήθελα να της πω ότι άλλαξα γνώμη και ότι δεν μπορώ να τη φορτώσω στους γονείς μου, τώρα μάλιστα που θα λείπουμε όλη μέρα στα χωράφια. Όμως έπρεπε να της δώσω πίσω τη γούνα και αυτό ήτανε πάνω από τις δυνάμεις μου. Χάιδεψα το μαλακό τρίχωμα μαγεμένη. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ζεσταθεί τόσο καλά.

Στο πατρικό μου, στο χωριό, υπήρχε μόνο ένα τζάκι στην κουζίνα και όλα τα άλλα δωμάτια το χειμώνα ήταν εκτεθειμένα στην υγρασία της θάλασσας. Στην Αθήνα που ανέβηκα, όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, έμενα σε μονοκατοικία και μια σόμπα πετρελαίου αγωνιζότανε να ξορκίσει την παγωνιά. Τα ρούχα μου ήτανε κάτι πλεκτές ζακέτες από ξηλώματα κι ένα παλτό τεριλέν μέχρι το γόνατο. Πέρσι για πρώτη φορά αγόρασα αυτό το μοντκόμερυ στις εκπτώσεις, αλλά έτσι όπως δεν είχα εμπειρία στα ψώνια, άκουσα την πωλήτρια και το ρούχο μου έπεσε στενό και κοντό. Η γούνα λοιπόν αποτελούσε για μένα ύψιστο αγαθό. Το σημαντικότερο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αφού μέχρι τα είκοσί μου δεν είχα νιώσει ποτέ ότι ζεσταίνομαι αρκετά. Πώς μπορούσα τώρα να πετάξω αυτή την απόλυτη ζεστασιά από φόβο μήπως μπλεχτώ σε ιστορίες αμαρτωλές;

Αποφάσισα να ρισκάρω, την ώρα που τα μάτια μου γλαρώνανε μέσα στην όμορφη ζέστη της γούνας. Πράγμα μυστήριο. Δεν είχα βιασύνη τώρα ν’ ακούσω ξανά το παχύ σίγμα και το κελαρυστό ρω, να πλάθει πλευρές μιας αλήθειας. Μου έφτανε που ήμουνα ζεστή και ασφαλισμένη στο δρόμο για το χωριό μου.

Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα αλλά όταν ξύπνησα ήτανε ώρα να κατεβούμε απ’ το τρένο. Ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, δυο ελαφριές πράγματι βαλίτσες αυτή, ένα φτηνό σακ βουαγιάζ εγώ, και όταν ο συρμός σταμάτησε, πατήσαμε στο στέρεο έδαφος.

Τυλιγμένες ύστερα στο σκοτάδι πήραμε το χωματόδρομο, για την παραλία. Είχα βάλει το σάκο μου στον ώμο, κρατούσα ένα χοντρό ξύλο στο χέρι και η γούνα έφτανε ως τους αστραγάλους. Βάδιζα γρήγορα μπροστά χωρίς να μιλάω. Πίσω μου άκουγα τα τακούνια της Αγγελικής να χώνονται στο βρεγμένο χώμα. Δυσκολευότανε να περπατήσει μ΄ αυτά, αλλά δεν προσφέρθηκα να την βοηθήσω. Αισθανόμουν υπέροχα ζεστή και δεν ήθελα με τίποτα να την μολέψω αυτή την αίσθηση.

Όταν τέλειωσε ο χωματόδρομος και φτάσαμε στο καλντερίμι, είδα από μακριά το σπίτι μας και κάτι μέσα μου σκίρτησε. Ήτανε σκοτεινό. Δεν φέγγιζε ούτε το αμυδρό φως από την ασπρόμαυρη τηλεόραση. Οι γονείς μου είχαν πέσει για ύπνο.

Γύρισα στην Αγγελική και πρότεινα να ξεκουραστούμε λιγάκι.

--Κοιμούνται. Δεν είναι ανάγκη να τρέχουμε πια.

Ακούμπησα τα πράγματα στον τοίχο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού – υπήρχαν πολλά τέτοια στο χωριό – και το κεφάλι μου στην κρύα πέτρα. Τι μου συνέβαινε; Έτρεχα με αγωνία να προλάβω τους γονείς μου ξύπνιους, αλλά τώρα που κοιμούνται νιώθω ανακούφιση. Βιαζόμουνα να τους δω, όμως δίσταζα κιόλας επειδή τους κουβαλούσα συντροφιά. Τι καλά, που δεν θα τη δουν τώρα την Αγγελική! Μέχρι το πρωί έχει ο Θεός.

--Σ΄ αυτό το πλακόστρωτο παίζαμε παιδιά. Μαζευόμασταν απ’ όλο το χωριό κι από τα γύρω χτήματα. Δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε όλη μέρα. Μόνο να παίζουμε! Στο Δημοτικό, κανείς μας δεν διάβαζε...

Χαϊδεύω τον υγρό τοίχο. Κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό, εδώ μ’ αρέσει να στέκομαι. Βλέπω το σπίτι μας με τη μάντρα να καρτερεί το κύμα, το βουνό που μαυρίζει στο βάθος, και την αγριεμένη θάλασσα – ο λιμενοβραχίονας δεν καταφέρνει να της κόψει τελείως την ορμή...

 Η Αγγελική, πίσω μου, με το πουπουλένιο μπουφάν και τα ψηλά τακούνια φαίνεται κι αυτή βυθισμένη σε κάποιο δικό της ονειροπόλημα.

--Στον τόπο που γεννήθηκα κι έζησα μέχρι τα δέκα μου, δεν υπήρχε θάλασσα. Μόνο ιστορίες για τη θάλασσα ακούγαμε. Όταν φύγαμε από κει, πρώτη φορά είδα τον Πόντο. Είμαστε και τότε σ’ ένα τρένο, είχε σκοτεινιάσει και ο πατέρας τράβηξε τις κουρτίνες από τα τζάμια. «Αυτό το σκούρο πράγμα είναι η θάλασσα». Φοβήθηκα. Ήταν η νύχτα και το πηχτό σκοτάδι, ήτανε που φεύγαμε άρον-άρον απ’ το σπίτι μας και τους φίλους μας.... Άγριο πράγμα ο ξεριζωμός του ανθρώπου!

Ένιωσα μια πλατιά συμπόνια μέσα μου γι αυτήν. Ήτανε κάτι που έβγαινε αυθόρμητα. Δεν είχε τώρα να κάνει ούτε με τη γούνα, ούτε με τη ζεστασιά του κορμιού μου. Ήταν η  απαλή της φωνή, το τρυφερό δέρμα, η ευγενικιά φυσιογνωμία… Μπορεί να ήτανε και οι άπειρες γραμμές του πεπρωμένου που συναντιούνται όταν έρθει η ώρα.

Και τώρα που γράφω γι αυτήν το ίδιο συναίσθημα πλημμυρίζει την ψυχή μου.

 

Όμως δεν ξέρω καθόλου τι απέγινε η Αγγελική. Στο σπίτι μας πάνω στη θάλασσα κοιμήθηκε μόνο μια νύχτα. Εκείνη τη νύχτα που φτάσαμε. Ακουμπήσαμε τα πράγματα όλα στο χωλ και χωρίς να ανάψουμε φως, την πήγα στο δωμάτιο του αδερφού μου.

Ήτανε καθαρό, συγυρισμένο, το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Είχε πορτατίφ, κομοδίνο, διπλό κρεβάτι, ντουλάπα εντοιχισμένη και μια βιβλιοθήκη τίγκα στα βιβλία, ερμητικά κλεισμένη όμως, από το φόβο των ποντικών.  

Της έστρωσα καθαρά σεντόνια και την άφησα. Το δωμάτιο αυτό ήταν το βασίλειο του αδερφού μου, ακόμα και τώρα που έλειπε για το μεταπτυχιακό του. Γιατί βέβαια ο αδελφός μου ήτανε σπουδαίο μυαλό. Από δώδεκα χρονών πήγε να μείνει στο νονό του, στην Αθήνα για να φοιτήσει στο Βαρβάκειο και όταν αργότερα τελείωσε το Πολυτεχνείο, πήρε υποτροφία για την Αγγλία. Όπου και να βρισκόταν όμως, ήξερε ότι εδώ στο χωριό δίπλα στη θάλασσα υπάρχει το δωμάτιό του, που μένει πάντα καθαρό, συγυρισμένο, έτοιμο.

Εγώ δεν είχα το δικαίωμα από τη μάνα μου να το χρησιμοποιώ. Κοιμόμουνα στη σάλα από μικρή, παρέα με το σερβάν και το τραπεζάκι της μέσης. Κάθε πρωί έμπαινε ο ήλιος, κοκκίνιζε τους τοίχους απαλά κι εγώ ξυπνούσα γιομάτη όνειρα.

Έτσι ξύπνησα κι εκείνο το πρωί, αλλά η Αγγελική δεν ήταν στο σπίτι. Ούτε οι βαλίτσες, ούτε τίποτα. Μόνο ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο κομοδίνο «Σ’ ευχαριστώ»

Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Οι γονείς μου, όταν τους μίλησα για τη γυναίκα, με κοιτάξανε ανήσυχοι. Και εγώ θα αμφέβαλα για την ύπαρξή της αν δεν κρατούσα το σημείωμα και … τη γούνα.

 

Εκείνο το χειμώνα βοήθησα στις ελιές, βγάλαμε λάδι πολύ και γύρω στην Πρωτοχρονιά με καλεί ο πατέρας μου ιδιαιτέρως.

--Πούλησα κάμποσο λάδι, έχει πολύ καλή τιμή εφέτος, και σου ‘βαλα στην τράπεζα τρακόσιες χιλιάδες. Σταμάτησε ο καημένος ο πατέρας για λίγο, κοίταξε τα παλιά του παπούτσια και συνέχισε. Η μάνα σου μου είπε για κείνη τη γούνα. Δε θέλω να κρατάς το ξένο πράμα. Πάρε αυτά τα λεφτά να αγοράσεις ό,τι σου χρειάζεται. Δεν ξέρω αν φτάνουνε για γούνα, αλλά για ένα παλτό θα φτάνουνε.

Σα να ντρεπότανε ο πατέρας που τα έλεγε αυτά. Αλλά κι εγώ ντρεπόμουνα. Ήθελα να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να του πω πόσο τον αγαπώ και τι υπέροχος πατέρας είναι. Όμως δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Δεν σήκωσα ούτε τα μάτια να τον κοιτάξω. Η ατέλειωτη καταπίεση τόσων αιώνων και τα τρομερά ταμπού – που ο Φρόιντ νομίσαμε ότι ερμήνευσε – απαγορεύανε τέτοιες οικειότητες μεταξύ μας.

 

Τις τριακόσιες χιλιάδες τις έχω ακόμα στην τράπεζα. Ξόδεψα μόνο πενήντα απ΄ αυτές. Τριανταπέντε για μια ζεστή καμηλό ζακέτα με επένδυση συνθετική γούνα, και τις δέκα πέντε για ένα χοντρό μακρύ πουλόβερ του πατέρα, να μην περονιάζει η υγρασία στο κουρασμένο του κορμί.

Όσο για τη γούνα, δεν τόλμησα να τη φορέσω ποτέ ξανά. Δεν είναι μόνο επειδή δεν ταιριάζει πουθενά στα μέρη που συχνάζω, αλλά νιώθω κιόλας ότι την έκλεψα.

Κάπου-κάπου, όταν κάνει κρύο, τη βγάζω από την ντουλάπα, τυλίγομαι ολόκληρη και προσπαθώ να φανταστώ την αληθινή ιστορία της Αγγελικής. Δεν τα καταφέρνω όμως. Μια γλυκιά θαλπωρή, αγγίζει την καρδιά μου και δεν έχω όρεξη να κουράζω με τίποτα πια το μυαλό μου. Θέλω έτσι τυλιγμένη σ΄ αυτό το θησαυρό να στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και να αποθαυμάζω τον εαυτό μου ώρες ατέλειωτες.

 

Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2011, σελ. 51 

η εικόνα είναι σκίτσο της Ελένης Σίδερη, όπως και το εξώφυλλο του βιβλίου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο