Σημειώσεις απ' την παράλληλη ζωή Μέρος Β. 2


 

Σταμάτησα και πλησίασα στο άνοιγμα της πόρτας να ρίξω μια ματιά, όπως κάνουμε όταν επισκεπτόμαστε ένα άγνωστο μέρος, όταν μας κάνει εντύπωση κάτι και μας κεντρίζει την περιέργεια, όπως όταν θέλουμε να εξερευνήσουμε ή σαν μια κίνηση αυθόρμητη, αδιάκριτη πέρα ως πέρα, που όμως συμβαίνει σε όλους μας σχεδόν αντανακλαστικά (ή μήπως ατταβιστικά για να προφυλαχθούμε από τον κίνδυνο;) αμέτρητες φορές στη ζωή μας. Σκύβουμε λίγο το κεφάλι, γέρνουμε το σώμα, στρίβουμε την πλάτη, να δούμε τι γίνεται πίσω από τον τοίχο, από την πόρτα που μια στιγμή άνοιξε.

Ο ηλικιωμένος άγνωστος σε μένα άντρας είχε πιάσει τη σιδερένια πόρτα με τα δυο του χέρια έτοιμος να την κλείσει, μια κίνηση κοινή στους ανθρώπους. Παίρνουν ανάσα, μαζεύουν τη δύναμη στα χέρια φουσκώνουν τα μπράτσα. Εκεί σ’ αυτή τη χρονική διαίρεση – είναι αποτέλεσμα φυσικού τύπου, ο οποίος συναρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου και το βάρος της πόρτας – είπα τις πιο σημαντικές λέξεις εκείνης της ημέρας, που μάλλον καθόρισαν την από κείνη τη στιγμή και μετά ζωή μου.

Μήπως νοικιάζετε κανένα δωμάτιο να μείνω ένα βράδυ;

Δεν είχα ακόμη δει τον πύργο παρά μόνο το κυκλικό σχήμα που φαινότανε από τη θάλασσα. Δεν ήξερα πόσο φθαρμένα ήτανε τα πατώματα, πόσο σάπια τα κουφώματα, πόσο ξεφτισμένοι οι τοίχοι. Είχα στο πορτοφόλι μου ένα εικοσάρι, όμως δεν δίστασα – η καρδιά έκανε κουμάντο – να ρωτήσω αν έχουν δωμάτιο για νοίκιασμα. 

Στάθηκε μια στιγμή ακίνητος, μετέωρη η κίνηση να κλείσει την πόρτα, δίστασε φανερά, ύστερα όμως παραμέρισε και με άφησε να μπω. 

...

Και τι ξέρεις να κάνεις με ρώτησε ισιώνοντας το κορμί του που ήτανε σαν να μην είχε παρά μόνο τα απλά ρούχα πάνω σε κόκκαλα βαλμένα στη θέση τους. Με τρόμαξε κάπως το πρόσωπό του. Μου φάνηκε σκελετός με κάτι μαύρα μάτια να φέγγουνε στο βάθος της τρύπας τους.

Πολλά ξέρω να κάνω στην ηλικία μου, σχεδόν όλα και ίσως και τίποτα, είπα. Κι αυτό το τελευταίο το πέταξα γιατί δεν το είχα σε τίποτα να κάνω μεταβολή και να τον αφήσω έτσι όπως στεκότανε κάτω από τις αιωνόβιες καρυδιές του. Θα βουίζανε τα ψηλά κλαριά τους τη νύχτα θυμήθηκα από τον δικό μας κτήμα, τότε που ζούσαμε εκεί τα καλοκαίρια και ανατρίχιασα. Κάνουν ένα θόρυβο οι καρυδιές που ανεβαίνουν ψηλά και πιάνουν τα συρίγματα πρώτες με τα πλατιά τους καρυδόφυλλα.

Έλα μέσα θα σου δείξω ένα μέρος να μείνεις, μου είπε εκείνος, κλείνοντας επιτέλους τη βαριά πόρτα με προσπάθεια δυσανάλογη προς το εκτόπισμά του στον χώρο.

 

Φωτ. Γιάννης Σταύρου, άνθρωπος και δέντρο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο