συνοδός

 


Περπατάει μαζί μας. Πότε λίγο πιο μπροστά και πότε πίσω. Πλησιάζει κι απομακρύνεται. Το κρύβουν οι σκιές και το σκοτάδι. Οι κορμοί των δέντρων στην άκρη του δρόμου, τα παρκαρισμένα σκοτεινά οχήματα των κατοίκων.

Το ίδιο βιολί μήνες τώρα. Με το που αφήνουμε το σπίτι, μας παίρνει από πίσω.

Απόψε κουβεντιάζουμε ζωηρά οι δυο μας, όμως εκείνο κάνει ό,τι μπορεί για να τραβήξει την προσοχή. Ακόμη και στο χώμα ξαπλώνει όταν βγαίνουμε στο φως, πάνω στις μικρές πέτρες, τις σκονισμένες.

Μα τι κάνεις εκεί; Τι θέλεις τέλος πάντων;

Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα του. Άμαθοι σε τέτοια κόλπα και καμώματα. Κανονικά, το παιδί είναι παιδί, το σκυλί σκυλί, το γατί γατί και ο γάιδαρος γάιδαρος. Με τους ενήλικες ανθρώπους γίνονται πιο περίπλοκα τα πράγματα, αλλά τα ζώα, όπως τα παιδιά, κυβερνιόνται από ένστικτα και ανάγκες. Έτσι λέμε και προχωράμε τη βόλτα μας.

Στη διασταύρωση κάνουμε αριστερά κι εκείνο σταματάει. Συνεχίζουμε την κουβέντα για την ανεκδιήγητη κυβέρνηση, που συστηματικά ταΐζει τα Μέσα ενημέρωσης για να επιμένουν σε παραμύθια. Κάτι λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας στους στύλους και το φεγγάρι δρεπάνι στη μέση του ουρανού. Όταν φτάνουμε στο φράχτη του Μ., έτσι χωρίς να συνεννοηθούμε, γυρίζουμε πίσω. Ο ανήφορος της επιστροφής, δεν είναι παίξε γέλασε. Κοιτάμε το φεγγάρι, μυρίζουμε το χώμα, νιώθουμε τη δροσιά στο πρόσωπό μας και ξεχνάμε τον αναβαλλόμενο στην κυβέρνηση. Τι τύχη να είμαστε εδώ, με τη μυρωδιά από τα νοτισμένα φύλλα, δίπλα σε τούτη τη σταγόνα, που κοίτα την! έτοιμη είναι να κυλήσει στο κληματόφυλλο.

Στο τέλος της ανηφόρας, στη στροφή, ανακατεύεται πάλι στα πόδια μας, κυλιέται στο χορτάρι, μας συνοδεύει ως το σπίτι. Όταν φεύγει η φίλη μου, σκύβω απάνω του κι εκείνο με κοιτάει ασάλευτο. Τα μάτια του ίσια στα δικά μου.

Λοιπόν; Τι είναι; Για πες μου; Τι θέλεις; Τι θέλεις και με ακολουθείς. Μη νομίζεις ότι είσαι σκύλος;

Δεν έχει δείξει τρόπους ούτε καλό χαρακτήρα. Μόνο αυτή την επιμονή. Κάθε φορά, που φτάνουμε σπίτι με το αμάξι, τα μπαγκάζια και την ταλαιπωρία, το βλέπουμε να έρχεται τρέχοντας στην αυλή. Μπλέκεται στα πόδια μας, τρίβεται στα πράγματα, αφήνεται να το χαϊδέψουμε και βιάζεται να τρυπώσει στο άνοιγμα της πόρτα και να φάει με όρεξη από το φαγητό μας.

Στην αρχή, σκέφτηκα, έρχεται για να φάει, να πιει λίγο νερό από το πιατάκι, να παίξει και να δροσιστεί στη σκιά. Όμως χτες βράδυ, έτσι όπως καθόμαστε στο σαλόνι, αποξεχασμένοι με τα δικά μας, το είδα κουλουριασμένο κάτω απ’ το γραφείο με το κεφάλι του στο χαλάκι. Όλα ήτανε σιωπηλά. Ζώα και άνθρωποι ησυχάζαν. Απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες μπαίνανε μυρωδιές της νύχτας ποτισμένες με την υγρασία. Ούτε αυτοκίνητα ούτε θόρυβοι. Των ανθρώπων ή της Φύσης. Ακόμη και οι κουκουβάγιες είχανε λουφάξει. Ούτε τριζόνια. Είχα σηκώσει μια στιγμή τα μάτια – κείμενα, λέξεις, ιδέες και άυλοι κόποι η ασχολία μου – και το είδα μια μπαλίτσα χαλαρή. Ακίνητο. Στην ακρούλα από την ανθρώπινη ζεστασιά μας. Το ίδιο χαλάκι, η μυρωδιά από τις παντόφλες, η ηρεμία του δωματίου, η ασφάλεια της παρέας. Σε λίγο θα είναι πάλι στο δρόμο, όταν εμείς μπούμε στο αμάξι με τα μπαγκάζια. Μπορεί να γυρίζει νιαουρίζοντας στις κλειστές πόρτες, να μυρίζει το άδειο πιατάκι του, τώρα όμως είχε αποκοιμηθεί ησυχασμένο. Μας είχε επιλέξει.

Μια στάλα από τούτη την απλή ευτυχία του, σα να κύλησε τότε μου φάνηκε και σε μένα. Το αυλάκι καθαρό λειασμένο, χωρίς χάρχαλα και ξένες προσμείξεις, τσακ όπως η σταγόνα στον άδειο κουβά. Τινάχτηκα. Για τέτοια είμαστε τώρα.

Έλα, έλα έξω να σου ρίξω να φας. Με ακολούθησε χωρίς να βιάζεται. Στο κεφαλόσκαλο είχαμε το πιατάκι του. Το γέμισα ξηρά τροφή για γάτες και περίμενα μέχρι να βγει ολόκληρο έξω. Τότε, βιαστικά, έκλεισα την πόρτα.

Γύρισα αργά στη δουλειά μου. Είχα να σκεφτώ και να γράψω για το κενό της ύπαρξης και τα προβλήματα γενικά της εποχής.

 

Φωτογραφία:  Γιώργος Ρόρρης. Επίσκεψη. 2014 (Πηγή: Έλληνες ζωγράφοι, σελίδα στο φβ, https://www.facebook.com/EllenesZographoiPaintersfromGreece)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο