Θα τα γράψεις;

 


 

Έλα δω πού πας; Τι ωραίες ντομάτες! Μην το μάθει η Κική όμως.

Χρειαζόμασταν το τραπέζι, αυτό που μοιράζαν τον άρτο και όλο «βοήθειά σας!» «και του χρόνου να είσαστε καλά!» «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…», αλλά πρώτα έπρεπε οι επίτροποι να μετρήσουνε τα λεφτά. Όλα τα έσοδα ανήκαν στη Μητρόπολη.

Όταν, επιτέλους, στρώσαμε πάνω στο αλέκιαστο τραπεζομάντηλο, ο εκλεκτός επισκέπτης εκδηλώθηκε: Πώς να σας ευχαριστήσω για όσα κάνατε σήμερα! Πιο ηλικιωμένος από όλους, φρέσκος πολύ, φορούσε χρυσές αλυσίδες τεράστιες στο στήθος. Μου τις έδωσε ο πατέρας μου, που ήταν ιερέας στην εκκλησία της Φλόριντα. Δεν τις αποχωρίζομαι ποτέ. Δίπλα του ψηλή, όμορφη, γαλανή, η πρεσβυτέρα. Κομψή! Σχεδόν νέα. Καλά περάσαμε τη ζωή μας, προσφέραμε και λάβαμε. Περιποιημένα δόντια, χαμόγελο φωτεινό. Ολόκληρη κυρία. Ελληνοαμερικάνα με το αξάν. Μιας άλλης εποχής γυναίκα, όταν δεν αναρωτιόμασταν και πολλά. Προσευχή, «αιτείτε και δοθήσεται», οι γονείς ακμαίοι, ακόμη γελαστοί και με δύναμη. Τότε που παραπονιόμασταν και γκρινιάζαμε για ψύλλου πήδημα. Από τότε και οι μυρωδιές. Η ντομάτα, το λάδι και τα πλαστικά πιρουνάκια.

Πιο πριν μέσα στο ναό, δέσποζε το θαυμάσιο τέμπλο. Στόλιζε όπως λένε τους χρυσοποίκιλτους τοίχους ενός πλοίου, που μπατάρισε κάποτε στον κόλπο. Θα σάπιζε στο νερό, χαμένο στα βάθη της θάλασσας, έτσι κι αλλιώς, γι αυτό και ο καπετάνιος το χάρισε στον  Ηγούμενο, που ήτανε μαραγκός. Πήρε κείνος και κουβάλησε τα καλύτερά του κομμάτια. Απ’ το σαλόνι, την καμπίνα του καπετάνιου και άλλους χώρους πολυτελείς. Ύστερα τα προσάρμοσε στο τέμπλο της εκκλησίας μαζί με τη φράση στα λατινικά, που υπενθύμιζε την αλήθεια του Γαλιλαίου, «και όμως κινείται».

Θα τα γράψεις;

Το νερό απ’ την πηγή με την κομμένη σωλήνα, τραβούσε τώρα τις σφήκες και σκόρπιζε δροσιά. Πάνω στο τραπεζομάντηλο, απλωμένα τα καλούδια. Σαν νοικοκυρά τα είχε φέρει μόνος του ο προσφέρων και κρυφά, πιθανόν, απ’ τους δικούς του. Και αγγούρια και πιπεριές και κρεμμύδια και ρίγανη Ταϋγέτου. Έκοψε το ψητό στο χαρτί και το άνοιξε στο τραπέζι. Κρατσανιστή η πέτσα. Το λιπάκι μαλάκωνε τις ίνες, γλάρωνε τον ουρανίσκο – έτσι μπορεί να είναι η καινούρια ηδονή – αλλά οι φωνές φτάναν από το βόθρο. Δε θα φάω άλλο μη χεστώ. Και μην το μάθει η Κική!

Έδινε και έβγαζε από το αμάξι και τα ψυγεία και τις σακούλες, ο προσφέρων. Και όταν έσπασε το ανοιχτήρι, έλα, έλα, δεν πειράζει, άνοιξέ το με το μαχαίρι. Έχω ποτήρια. Παγωμένα είναι τα ποτά. Παπά θέλεις μπύρα; Έχω και τσάι παγωμένο, κρύο. Έλα, στάσου! Τι; φεύγεις; Πού πας;  Πιε κι άλλη μπύρα παπά.

Κείνος δεν έφαγε, ούτε ήπιε. Μόνο έδινε. Και τρέχαν τα χέρια του λες και ήταν οι κάνουλες της αφθονίας. Βάρη στην πλάτη, πόνοι στη μέση, σφάχτες στο κορμί. Έχω και παιδιά, άσε καλύτερα, και τι να πω για τους άλλους. Φάε τώρα. Έλα δω. Πού πας!  Ούτε μια λέξη για «τη χάρη Της» ή «και του χρόνου να είμαστε καλά» και άλλα τέτοια συνηθισμένα. Μόνο όταν σηκώναμε το αλέκιαστο, ρώτησε. Να φιλήσω το χέρι σου παπά; Τον κοίταξε ο ηλικιωμένος επισκέπτης. Όχι χειροφιλήματα. Θα σου δώσω όμως ευλογία. Βλέμμα σταθερό. Χέρι υψωμένο. Επαγγελματικό ύφος. Τα δάχτυλα ενωμένα. Αντίχειρας και μεσαίος.

Να σώσεις και να σωθείς από τα θηρία. Τα μέσα και τα απέξω. Το σόι, η Κική, ο βόθρος που βρωμάει και ζέχνει. Άφτουρα τα λόγια και οι πράξεις μόνο για να τηλώσουμε τις κοιλιές. Στο μεσοδιάστημα, όσο τα μάτια θαυμάζουν τα χρώματα, τα χέρια αγγίζουν τα αγαθά και ο ουρανίσκος γεύεται την ηδονή, μπορεί και να ξεγελαστεί μια στάλα ο εγκέφαλος. Ότι έχουμε ελπίδα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο