«πρωτοβρόχια»


 

Έχει να βρέξει μήνες. Από το Μάρτη. Και τώρα έχουμε Σεπτέμβρη.

Ξεράθηκε ο τόπος. Ακόμη και οι φραγκοσκιές, που δε διψάνε, στριφτήκανε.

Έξω τώρα φυσάει ένας βοριάς. Στεγνώνει ακόμα και η δροσιά. Έτσι μου φαίνεται.

Σκύβω μέσα μου να βρω μια πίστη, μια ελπίδα για λίγο νερό. Η πρώτη ιστορία μου μ’ αυτό το φόβο γραμμένη. Σκομευτές.

Οι γυναίκες στην αυλή της μάνας μου – ηλικιωμένες- ανατρέχουν στη μνήμη. Λένε πίνοντας τον καφέ τους κάτω από την κληματαριά:

Μοναχές μας. Καμιά εικοσαριά γυναίκες. Μαζωχτήκαμε και γυρίσαμε τις εκκλησιές. Πρώτα πήγαμε στο Μαναστήρι, μετά στον Αγιο Νικόλα, στη Φανερωμένη και στον Αγιο-Λια. Γονατίζαμε και παρακαλιόμαστε. Λυπήσου μας θεούλη μου, καήκανε τα λιόφτα μας, στύψανε τα πηγάδια. Ελέησέ μας Κύριε. Ό,τι ήξερε η καθεμία. Μετάνοιες να ιδείς και κλάημα. Η Ρεξουλάενα, θυμάσαι μωρ Κατίνα, πώς έκανε; Δε σταμάτησε να κλαίει. Κάτι θα είχε μέσα της η γυναίκα για να κάνει έτσι. Παρακαλιότανε γονάτιζε και έκλαιε. Έσκουζε. Μας έλεε μετά τις εκκλησιές να πάμε και στο αλώνι του παππούλη σου. Να κάμουμε κι εκεί δέηση. Πάμε μωρ γυναίκες να γονατίσουμε και στο αλώνι, να παρακαλεστούμε, μας έλεε.

Όταν γυρίζαμε από τον Αγιο-Λια, παρουσιάστηκε ένα συγνεφάκι, τόσουλάκι απάνου στο Καλαμάκι. Και μετά έβρεχε δυο ημέρες. Νερό να ιδείς.

 

Κι εγώ έχω μνήμες

Θυμάμαι τα άλογα που τρέχανε στο λιβάδι ξανά και πάλι μέχρι τα παιδιά να πετύχουν το πλάνο που ήθελαν. Λιακάδα είχε και δροσιά έκανε. Θυμάμαι κι αυτόν. Δεν ξέρω πού τον είχε βρει και τον είχε φέρει η φίλη μας, αλλά τον χρειαζόταν για να χορεύει τον χορό της βροχής, έλεγε. Ξεχνάω το σενάριο, για παρέα ήμουν έτσι κι αλλιώς μαζί τους στο ιπποφορβείο, κι αυτοί σπουδαστές ακόμη, γυρίζανε το ταινιάκι τους σε σούπερ οχτώ. Μετά το πλάνο με τα άλογα, γυρίσανε τη σκηνή που αυτός χοροπηδάει χτυπώντας το τύμπανο. Χάζευα έκπληκτη τα άσπρα του δόντια και τη χάρη, που είχε το σώμα του. Κάτω από τον ήλιο χωρίς ήχο κανένα, ο αφρικανός με τα πολύχρωμα ρούχα του χόρευε και πηδούσε. Δίπλωνε τα πόδια του, έσκυβε και σήκωνε το κορμί, κουνούσε το κεφάλι. Στη σιωπή. Μετά, εκτός από τα τύμπανα, θα πρόσθεταν και τον ήχο οφφ της βροχής. Έτοιμο ήχο, από αυτούς που βάζουν στα στούντιο, όπως τα χειροκροτήματα, τα γέλια και τους άλλους διάφορους κρότους. Γυρίζανε τα πλάνα τους ξανά και πάλι οι φίλοι μου. Χόρευε ο άντρας με τα άσπρα δόντια και τα πολύχρωμα φορέματα. Όταν τελείωσαν κάποτε, κλείσανε τη μηχανή και καθίσαμε να φάμε. Και τότε ήτανε που χρειάστηκε να βάλουν ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και να ανοίξουν πάλι τη μηχανή για να γράψει τον αληθινό ζωντανό ήχο της βροχής. Τα άλογα στο σταύλο τους χλιμίντριζαν. Εγώ στην άκρη της πόρτας κοίταζα τις σταγόνες που χανόντουσαν στο χορτάρι και σκεφτόμουνα ότι δεν χοροπηδούσαν όπως όταν πέφτουν στην άσφαλτο.

Λάθος κάνεις μου λέει τώρα η φίλη μου. Δεν έβρεξε τότε, αλλά αργότερα. Εγώ όμως τη θυμάμαι τη βροχή. Πώς μύριζε το λιβάδι, πώς τρίζανε τα φύλλα και πώς βρεχότανε η κοπριά των αλόγων. Είχα κάνει μάλιστα τότε και τη σύνδεση του αφρικάνικου χορού της βροχής με την άλλη φορά, όταν βράχηκε το  καλό μου φουστάνι, το κυριακάτικο σε κείνη την τελετή στο χωριό. Είμαστε τότε πολλοί, πλήθος κόσμου και ανεβαίναμε τον ανήφορο για το Μοναστήρι. Μικροί, μεγάλοι, άντρες, γυναίκες και μπροστά ο ιερέας. Έχω ακόμη στα αυτιά μου τον ήχο από τα βήματά μας. Πολλά βήματα. Όχι φωνές ούτε ψαλμωδίες, μόνο τα βήματα στο ξερό χώμα, που σηκώνανε σκόνη. Κανείς από το πλήθος δε μιλούσε. Μόνο ο παπάς και οι ψάλτες μπροστά στην πομπή. Θυμάμαι τη μάνα μου με τα χείλη κλειστά. Δεν κοιτούσε ούτε το δρόμο. Κάτι έβλεπε μέσα της που δε μπορούσα να καταλάβω.

Μετά την προσευχή, στο δρόμο ακόμη, δεν είχαμε προλάβει να φτάσουμε  στο χωριό και να μπούμε στο σπίτι, μας έπιασε η βροχή.

Είναι και μια άλλη ιστορία. Τελευταία. Η ξαδέρφη μου κι εγώ στα καμένα. Κοίτα πώς έπεσε το δέντρο! Και εκεί! Ολόκληρες πλαγιές. Ολόμαυρες, όπου καμιά Δόξα δεν περπατούσε. Κι όμως δίπλα μας, στο χωράφι που είχε μαυρίσει ακόμη και το χώμα, με τις ξεραμένες ελιές όρθιες, κοίτα! κοίτα! Πετάει! Ο κουφαλιασμένος κορμός! Ούτε μήνας δεν έχει περάσει, σταγόνα βροχής δεν έπεσε και τούτο αρχίζει να πρασινίζει!

Ανάψαμε τα καντήλια στο μικρό εκκλησάκι. Όλα τα καντήλια. Και λιβανίσαμε. Βρέξε Θεούλη μου! Βρέξε! Είπανε ότι το βαρομετρικό θα φτάσει τη νύχτα Νοτιοδυτικά. Θα έρθει όμως μέχρι εδώ; Ξεράθηκε ο τόπος Θεούλη μου! Πόσο τη θέλουμε τη βροχή!

Κοιτάζαμε τον ουρανό, που βάραινε σιγά-σιγά και προσέχαμε τις πέτρες στο δρόμο. Λες και ήταν μωσαϊκό. Σπαρμένα τα χωράφια με πέτρες. Ψάχναμε τους σωρούς που λένε ότι προέρχονται από παλιά σπίτια, χαλάσματα. Η θάλασσα στο βάθος μπλε πάντα, όμως σκούραινε από τα σύννεφα του ουρανού. Η φωνή από μέσα μου ψιθυριστή όσο η ξαδέρφη μου μίλαγε στο Θεούλη. Θα βρέξει απόψε, θα δεις ότι θα βρέξει.

Βγήκα το βράδυ στην αυλή με τις σαγιονάρες και πλατσούραγα στα νερά. Την άλλη μέρα το πρωί, όσους είδα στο δρόμο, γελούσανε. Όχι επειδή ανάψαμε τα καντήλια. Όχι επειδή προσευχηθήκαμε από την ψυχή μας. Όχι επειδή πριν δυο τρεις μέρες πάλι οι γυναίκες στην αυλή της μάνας μου: Να μαζευόμαστε και τώρα να πηγαίναμε. Ποια θα ρθει τώρα. Γεράσαμε μεις. Πόσες είμαστε. Δε μπορούμε να περπατήσουμε τόσο δρόμο. Οι νέες δεν τα πιστεύουν αυτά.

Χοροπηδάνε οι σταγόνες στο μάρμαρο της βεράντας. Από τα ανοιχτά παράθυρα αγναντεύω τον τόπο ως πέρα βαθιά τον ορίζοντα. Ενωμένη η θάλασσα με τον ουρανό. Γκρίζα. Σκούρα τα φύλλα των δέντρων στάζουν βροχή. Μυρίζει το χώμα και το γιασεμί της αυλής μας. Δε φυσάει καθόλου. Τίποτα δεν κουνιέται. Μόνο ο ήχος που κάνει το νερό πάνω στα φύλλα. Τιρ τιρ τιρ. Σιγαλή η βροχή πέφτει επί δικαίων και αδίκων. Μέσα στο μεγάλο μυστήριο.  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο