«Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … και έρθει ο καιρός των δέντρων», Ευ Τζάνος










«Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα»
Π. Καρασούλος, «Μικρή πατρίδα»

Δραστήριο μέλος της Συντακτικής Επιτροπής τού ανά χείρας περιοδικού «Μανδραγόρας», η Ελένη Γούλα εξέδωσε το φθινόπωρο του 2015 τη συλλογή διηγημάτων και εικόνων με τον αφοπλιστικό τίτλο Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έρθει ο καιρός των δέντρων. Η συλλογή –της οποίας έξι διηγήματα και δύο εικόνες είχαν κάνει ήδη τις πρώτες τους δημοσιεύσεις– είναι εμπλουτισμένη με δέκα φωτογραφίες σε άσπρο - μαύρο από το αρχείο της συγγραφέως και της Ελένης - Κατερίνας Κιούση. Στην Κιούση ανήκει και η αξιομνημόνευτη κινηματογραφική φωτογραφία του εξωφύλλου. Η συλλογή αποτελεί το δεύτερο βιβλίο πεζογραφίας της Γούλα, καθόσον προηγήθηκαν τα διηγήματα με τον τίτλο Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, από τις ίδιες εκδόσεις.
Η γνωστή πλέον Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες κάνει τη διαδρομή της από την άνοιξη του 2011. Εκεί, εντός δεκαεπτά αφηγήσεων, γίνεται λόγος για τη μεταμόρφωση μιας ανέμελης έφηβης σε ώριμη γυναίκα, μέσα από σπουδές, ταξίδια, φιλίες και έρωτες. Τόσο η ιδιοσυστασία όσο και οι εμπειρίες της την οδηγούν, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, σε «κριτική σκέψη» καθιστώντας την «ευαίσθητη, χαμηλόφωνη, αληθινή και ταυτόχρονα διεισδυτική, ανήσυχη και ανυπόταχτη».
Πράγματι. Από την πρώτη απόλαυση, την πρώτη αμαρτία της μαθήτριας του Γυμνασίου με τα εξωσχολικά διαβάσματα («Η Τάξη του 60»), που γεύεται με ηδονή τη σοκολάτα –ο ευρηματικός τίτλος της συλλογής, που θα μπορούσε να είναι ερμηνεία του ουδέτερου: Σοκολάτα και άλλα διηγήματα, την ενοποιεί διατυπώνοντας με εξομολογητική, ή και περιπαικτική διάθεση, τη λέξη - κλειδί που τα διατρέχει– από τότε, λοιπόν, μέχρι σήμερα έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι: σήμερα δεν έχει την τόλμη για σοκολάτα από φόβο μην τις σιχαθεί και δεν μπορεί πια να γεύεται «τη γλυκιά ηδονή που κατεβαίνει από τα χείλια στη γλώσσα και ύστερα σ ολόκληρο το νευρικό σύστημα ενός στερημένου οργανισμού» («Σοκολάτα»).

Πιο αναλυτικά, ο Ορφέας έχει δώσει –για όσο– νόημα στη ζωή της: «Δεν ξέρω τι να την κάνω τη ζωή μου πια, αφού έγινες εσύ η ομορφιά της...» («Η Λίμνη»), οι μετά από χρόνια εκμυστηρεύσεις έχουν αποκαλύψει στον Βασίλη μια διαφορετική οικογενειακή πραγματικότητα («Το Σπίτι»), οι αντιξοότητες της ζωής την έχουν πικράνει («Τα Μαύρα»), η απώλεια της μητέρας της την έχει στιγματίσει, ο ομφάλιος λώρος κόπηκε γι αυτήν βίαια («Πίσω από τις κάμαρες»), η φθορά του Ε.Χ. Γεωργίου την έκανε να συνειδητοποιήσει τη μοναχικότητα του ανθρώπου («Πρωί»), τα κληρονομικά στο σόι του Διονύση την έχουν βυθίσει στην αφάνεια («Κληρονόμοι»), οι ενέργειες που έκανε, δίχως να τις αντέχει ο οργανισμός της, την έχουν φέρει σε απελπιστική εσωστρέφεια: «Θέλω έτσι τυλιγμένη σ αυτό το θησαυρό να στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και να αποθαυμάζω τον εαυτό μου ώρες ατέλειωτες» («Η Γούνα»), η όμορφη οικογένεια και η καλή επαγγελματική αποκατάστασή της δεν έχουν καταφέρει να λησμονήσει τον πρώτο έρωτά της («Καταγραφή»), το έγκλημα του αδελφού της την έχει φέρει σε επαφή με τον κόσμο των σχιζοφρενών («Μια φίλη»), τα αδιέξοδα της καθημερινότητας της έχουν προξενήσει τάσεις φυγής («Νεπάλ»), οι κρυφές ζωές των ανθρώπων του ίδιου περιβάλλοντος την έχουν απηυδήσει («Σκορπιός»).
Αν και οι εξεπιτούτου εορτασμοί την έχουν κάνει ονειροπόλα («Γιορτές»), ωστόσο η διαπλοκή των γαμήλιων υποθέσεων την έχουν κάνει υποψιασμένη («Fragmenta»), ώστε να επιθυμεί έναν κόσμο στον οποίο δεν θα μένει από κανέναν τίποτε κρυφό: «Τα είπανε όλα, ξεθυμάνανε κι ύστερα, ξεχάσανε πως η μια είχε ακούσει της αλληνής το μυστικό» («Ρυτίδες»). Στη Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, αν και οι γυναικείες φιγούρες εμφανίζονται ποικίλες, εντούτοις ταυτίζονται, όχι μόνο λόγω συνθηκών, γ.π., ο εξαναγκασμός του γάμου, αλλά, κυρίως, επειδή προβάλλουν ένα κοινό αγωνιώδες αίτημα: η ζωή είναι ξεφάντωμα – που θα πει, όλα στο φως.
Τώρα, αν ήθελε κανείς να συνδέσει τις δύο συλλογές, ισχυριζόμενος ότι κάποιος μυστικός διάλογος υποβόσκει μεταξύ τους, θα μπορούσε να αποσπάσει δύο φράσεις από το διήγημα της πρώτης συλλογής «Σύνδρομο»: «Δεν θέλω να φάω ούτε να κοιμηθώ. Το μόνο να κάθομαι ακίνητη και να κοιτάζω τα δέντρα». Θυμίζουμε ότι τη φράση αυτή την έχει σημειώσει η Κωνσταντίνα στην πίσω όψη μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας προτού εγκαταλείψει αηδιασμένη το σπιτικό της. Την Κωνσταντίνα, λέει, την έχουν μαγνητίσει οι σκιές.
Η συλλογή Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έρθει ο καιρός των δέντρων είναι αφιερωμένη «σ αυτούς που έφυγαν απ τις αρρώστιες του καιρού μας»· περιλαμβάνει δεκαοκτώ διηγήματα, στα οποία παρεμβάλλονται είκοσι τρεις εικόνες ημερολογιακά καταγεγραμμένες, καλύπτοντας το διάστημα 2007 – 2015.
Η ατμόσφαιρα των διηγημάτων είναι κατά το μάλλον ή ήττον ασφυκτική. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα πρόσωπα, κύρια ή όχι, νιώθουν έντονα σε όλες τις εκδηλώσεις τους απογοήτευση, τη διάψευση των προσδοκιών τους. Μπορεί σε κάθε διήγημα ο μύθος να είναι διαφορετικός, ωστόσο η απογοήτευση κάνει την εμφάνισή της διαρκώς. Έχει περάσει η εποχή των δυνατών συγκινήσεων, των ταξιδιών στη Δύση, και τώρα πια απέμεινε η εκεχειρία με τη θλίψη: «Αν μία φορά μόνο ζήσουμε σαν άνθρωποι στη γη, αν έχουμε μια και μοναδική ευκαιρία, δεν μας παίρνει να μετανιώσουμε, το βλέπω. Να μαλακώσουμε όμως...» («Ο καιρός των δέντρων...»).
Ο έρωτας, παρά τους πειραματισμούς της Μαθηματικής επιστήμης, και με αλλοδαπό ή ανάπηρο–, οι παλιές ή οι προδομένες αγάπες και ο θάνατος, της μάνας, της συντρόφου, του φίλου στην παρέα που έκανε την αρχή, εκφράζουν τον βαθύ αναστεναγμό ενός ανικανοποίητου κόσμου. Στο φιλικό περιβάλλον κάποιος είναι αναμεμιγμένος σε οικονομικό σκάνδαλο, στο δρόμο κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα από επιθέσεις κακοποιών στοιχείων, ενώ οι συμφορές που τυχαίνουν στους ανθρώπους εκλαμβάνονται κάποτε ως μάθημα ζωής: «Έπρεπε να κάνω αυτή τη διαδρομή» («Στη σκιά του Ντίκενς»). Ακόμη και οι νέοι δημιουργοί νιώθουν απρόθυμοι για δημιουργία και την αντιμετωπίζουν ειρωνικά. Αποκλεισμοί απειλούν ή πραγματοποιούνται κάνοντας τους ανθρώπους να μετράνε τι έφταιξε:  «Οι καιροί οι προδότες σκύψανε πια το κεφάλι και δείχνουνε τις πλάτες» («Η Άσπρη σκόνη»).
Ενώ στα διηγήματα η χρεοκοπία της χώρας δεν είναι διακριτή, κυρίαρχο στοιχείο των εικόνων είναι ο σχολιασμός του κοινωνικού γίγνεσθαι, δηλαδή, ζητούμενο εδώ δεν αποτελεί μια πιθανώς αναμενόμενη αυτοαναφορικότητα, τέτοια που είναι αναπόφευκτη σε κείμενα ημερολογιακού ύφους, αλλά η ξεκάθαρα διατυπωμένη θέση, εντός του λογοτεχνικού πεδίου πάντα, της σημερινής πραγματικότητας –για τη χρήση πραγματολογικών αναφορών, παραπέμπω πρόχειρα στη συλλογή Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες: «Έτσι το αγόρασε το σπίτι ο Βασίλης. Για να μη χάσει την προκαταβολή, τα λεφτά δηλαδή που είχε κερδίσει στο χρηματιστήριο» ή «Μην ανησυχείτε για το σπίτι. Κάποιος Γερμανός θα το λιμπιστεί» («Το Σπίτι»).
Οι καταστροφικές πυρκαϊές, οι ταραχώδεις συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, οι μειώσεις των μισθών, η διακοπή της κυκλοφορίας της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», ο «Τειρεσίας», οι ανείπωτης φρίκης εικόνες των ημερών, οι πεινασμένοι των δρόμων και οι στερημένοι των αθηναϊκών σπιτιών, το κλείσιμο της ΕΡΤ, οι αυτοκτονίες και τα capital controls, με άλλα λόγια η προφανής χρεοκοπία της χώρας, ερεθίζουν το ενδιαφέρον της Γούλα, ενισχύοντας την άποψη ότι ο συγγραφέας είναι το ον που δονείται από τους κραδασμούς του περιβάλλοντός του και κάποτε φτάνει μέχρι την παραίτηση, δηλαδή στην παραδοχή ότι τίποτε δεν μπορεί να διορθωθεί, και στην εξομολόγηση: «Αισθάνομαι πια την ανάγκη να σταματήσω να μαστορεύω φανταστικές ιστορίες για να χωρέσουν εκεί μέσα συναισθήματα και ιδέες. Είναι καιρός πια νομίζω να ριχτούμε χωρίς αναστολές στη ζωή. Φτάνει πια η θεωρία...».
Έχουν προηγηθεί η ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας, η διαπίστωση ότι λόγω ανέχειας προωθείται το μοντέλο τα υλικά αγαθά δεν φέρνουν ευτυχία, η αμφισβήτηση του καλλιτεχνικού χώρου, έτσι ώστε η διακαής επιθυμία, το μόνο που απομένει, εκφράζεται ξανά και ξανά: «Το μόνο που θέλω πια είναι να κάθομαι στη σκιά ενός δέντρου» ή «Τώρα θέλω μόνο να σου πω για τα πεύκα».
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η διακόσμηση του βιβλίου, οι φωτογραφίες, γ.π., ένα κλειστό κατάστημα με φωτεινό σηματοδότη για τους πεζούς στο κόκκινο ή μια καλύβα στο ύπαιθρο, και βέβαια τα ομότιτλα θέματα: δέντρα σε φυσικό τοπίο και δέντρα για καλλιτεχνική μεταχείριση. Την αρχή του εικαστικού μέρους κάνει εμβληματικά το σήμα των ενταύθα εκδόσεων συνοδευόμενο από τον ορισμό του Ιπποκράτη για το φυτό μανδραγόρας.
Συνοψίζοντας, η συλλογή διηγημάτων και εικόνων Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έρθει ο καιρός των δέντρων της Ελένης Γούλα βιώνει έντονα την εποχή της, το χάρισμά της βρίσκεται στο ότι διατυπώνει αυτό που έχει να πει δίχως να ψάχνει δικαιολογίες, ερμηνεύοντας τα πράγματα με περίσκεψη, δηλαδή: δεν θα νοσταλγήσουμε ποτέ το παρόν μας.

Ε.Ι. Τζάνος


Το κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Καλλιτεχνικό στέκι Καλαμάτας και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας. (Ευάγγελος ΤζάνοςΌταν περάσει η εποχή των ταξιδιών... και έρθει ο καιρός των δέντρων, Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 54, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο