σκομευτές



Για τον σκομευτή, πρώτη φορά έγινε λόγος στον κάμπο απ΄ τη μικρή Ελισάβετ, ένα κοριτσάκι πέντε χρόνων.
Η Ελισάβετ ζούσε με τους γονείς της και τον μεγαλύτερο αδερφό της σ’ ένα σπιτάκι με εφτά σκαλάκια και μια αυλή γύρω-γύρω.
Αυτό που άρεσε πολύ στο κοριτσάκι, ήτανε να τραγουδάει ζωηρά και η φωνούλα του να φτάνει ψηλά στα αστέρια, γιατί πίστευε πως στα αστέρια κατοικούσαν άνθρωποι σαν κι εμάς, μόνο λίγο πιο γερασμένοι, αφού τ’ αστέρια λάμπαν εκεί αμέτρητα χρόνια, από τότε που θυμούνται τη ζωή όλοι οι άνθρωποι της γης μαζί.
Τα τραγούδια της Ελισάβετ ήταν συνήθως χαρούμενα και μιλούσανε για τα λουλούδια του κήπου της, τη γάτα που γέννησε, τον αδελφό της που έφτιαξε ένα υπέροχο άλογο από ξύλα και τέτοια. 
Μόνο καμιά φορά το απόγευμα, που λείπαν όλοι από το σπίτι και οι κότες μαζί με τον κόκορα κουρνιάζανε ψηλά στη μουριά, καθόταν στο σκαλάκι και τραγουδούσε λυπητερά. Τότε έλεγε για το κομμένο αυτάκι του σκύλου της και τα δακρυσμένα μάτια της μαμάς σαν αργούσε να γυρίσει ο μπαμπάς το βράδυ.
Η Ελισάβετ, κατά τα άλλα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι, που το αγαπούσαν όλοι στον κάμπο. Γι’ αυτό και δεν την αποπήρανε όταν μίλησε για τον ξένο.
…Έφτασε, λέει ένας ψηλός κύριος με καπέλο και μακριά μαλλιά. Ήρθε στην αυλή τους ένα από εκείνα τα απογεύματα που τα περνούσε μόνη της στο σκαλοπάτι τραγουδώντας. Κρατούσε στο χέρι του μια κόκκινη σφραγίδα για να σφραγίζει τους …σκομευτές.
Στον κάμπο όλοι ξέρανε τι θα πει σκομευτής κι επειδή εκείνο τον καιρό το νερό είχε λιγοστέψει και βαράγανε όλο και βαθύτερα τις γεωτρήσεις, οι γυναίκες με τις μακριές φορεσιές και τις μαντήλες (υπήρχαν ακόμη τέτοιες πολλές), πήρανε να σταυροκοπιούνται και οι άντρες να συζητάνε μεγαλόφωνα στο καφενείο. Τίποτα άλλο όμως δεν κάμανε, ακόμα και όταν αρχίσαν οι χωριανοί να χάνονται ένας-ένας. Έτσι κι αλλιώς οι νέοι ασχολιόντουσαν μόνο με την καλοπέρασή τους κι οι γέροι δεν είχαν πια καθόλου δύναμη.

Στην πραγματικότητα λοιπόν, κανείς δεν είχε προετοιμαστεί γι αυτό που συνέβη αργότερα στην άκρη του κάμπου, μέσα στην αρχαία σπηλιά, εκεί που παράξενες ιστορίες κρατούσαν μακριά, για χρόνια τους ανθρώπους κάθε λογής.
Η παρέα των έξι ειδικών είχαν έρθει απ’ την πρωτεύουσα οργανωμένοι. Στήσανε τα αντίσκηνά τους, ετοίμασαν φαγητά  και τη νύχτα ανάψανε φωτιά. Έφεξε ως πέρα ο τόπος.
Οι γέροι στην περιοχή βγάζανε τα κασκέτα και ξύνανε τα κεφάλια τους. Οι νέοι δε δώσανε σημασία. Μόλις είχε ανοίξει ένα καινούριο κέντρο διασκέδασης – τραγούδι και χορός – και τρέχανε όλοι ξελιγωμένοι να θαυμάσουν τις τραγουδίστριες. Κανείς δεν μίλησε με τους ξένους ούτε ρώτησε αν είχαν στ’ αλήθεια σκοπό να εξερευνήσουνε τη σπηλιά.
Αυτοί, ετοιμάστηκαν ανυποψίαστοι: ο καραφλός, ο κοντός και οι τρεις γυναίκες, η μία ξανθή, η άλλη καστανή, η τρίτη μαυριδερή και μικροκαμωμένη - ο έκτος είχε φύγει ξαφνικά, ένα πρόβλημα της μητέρας του, έπρεπε να τη φροντίσει.
Ήταν Κυριακή πρωί και, όταν ξεκίνησαν, έφτανε με τον αέρα κατά κύματα η φωνή του γέρου παπά πολλαπλασιασμένη απ' τα μεγάφωνα. «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών…»
Οι σπηλαιολόγοι για πολλή ώρα προχωρούσαν αμίλητοι. Η υγρασία έβρεχε τις στολές τους. Δρασκελίζανε τις μικρές χαράδρες μέσα στο τεράστιο σπήλαιο. Την παμπάλαια κατοικία. Για ζώα; Για ανθρώπους;
Είχανε χωθεί βαθιά μέσα στην υπόγεια τρύπα, όταν τους φάνηκε ότι άκουσαν κάτι σαν φωνή μπροστά, πολύ μπροστά, πίσω από ένα μεγάλο βράχο. Πλησιάσαν προσεχτικά φωτίζοντας με τους φακούς τον χώρο και...
Ξαπλωμένη ανάσκελα στη ρίζα του μεγάλου βράχου μια νέα γυναίκα με τα μάτια της γουρλωμένα τεράστια.
Πιάνουν το χέρι της. Είναι πεθαμένη. Στη βάση του λαιμού, λίγο κάτω από το λαρύγγι και πάνω από τους τένοντες, μια κόκκινη σφραγίδα σταμπωμένη, ανεξίτηλη. Το χλωμό δέρμα  γίνεται χλωμότερο απ’ την αντίθεση με το κόκκινο. Μαζεύονται όλοι από πάνω της. Κοιτάζονται μεταξύ τους. Σιωπηλοί. Αυτοί ξέρουν από σπηλιές, αλλά εδώ σαν να είναι το πνεύμα της  γης που πλανιέται ανήσυχο.
–Σκομευτές!!!
Ποιος είχε μιλήσει; Η ομάδα ταραγμένη στέκεται αμήχανη. Κοιτάζουν ψηλά στο βουνό. Σταλακτίτες ατάραχοι. Η φυσική νομοτέλεια. Μια ψιλή φωνούλα ψιθυρίζει.
–Σκομάω ίσον ξοδεύω, σπαταλώ. Ποιος ξοδεύει τι; Και ποια σχέση έχει η σπηλιά; Κοιτάζει τους άλλους που την κοιτάνε στο φως των φακών τους. Κι αν πρόκειται για νερό; Κι αν εδώ κάτω στα μεγάλα βάθη κυλάει νερό; Κι αν ήρθαμε στη μάνα του νερού; Στήνει το αυτί της μήπως κι ακούσει βουητό. Μικροκαμωμένη με πεταγμένα ζυγωματικά, μελαχρινή. Η ψηλή όμως με τα μακριά καστανά μαλλιά, της σφίγγει το χέρι και λέει αυτό που σκέφτονται όλοι.
–Να βγούμε από δω!
Ο καραφλός με τη γενειάδα, βγάζει από το σακίδιο ένα κέικ, το μοιράζει σε ίσια κομμάτια κι ανακοινώνει το σχέδιο – το ανθρώπινο σχέδιό του. 
Η σπηλιά τώρα στενεύει, χωράει μόνο ένα άτομο τη φορά. Δεξιά και αριστερά γκρεμός. Ένα μικρό πέρασμα. Δυο βήματα. Η μικροκαμωμένη γυναίκα κάνει τρία και στέκεται.
–Ίσως είναι κάποιος που κρύβεται εδώ μέσα λέει σαν αλαφιασμένη – μοιάζει κάτι να αφουγκράζεται απ’ τις ανάσες του αλλόκοτου – και κουνάει πέρα δώθε το φακό της. Σταματάνε και οι άλλοι. Όπως φαρδαίνει το μονοπάτι απότομα, στο μικρό πλάτωμα, που σχηματίζεται κει, είναι μια γυναίκα ακόμη ξαπλωμένη. Ύστερα από δυο στιγμές δισταγμού, ο καραφλός σκύβει και ξεκουμπώνει το πρώτο κουμπί. Όλοι – και οι πέντε – τώρα διακρίνουν το κόκκινο σημάδι στη ρίζα του λαιμού. Είναι άντρας και έχει, όπως και η γυναίκα προηγουμένως, την κρυάδα του θανάτου. Τα μάτια του άδεια.
Κοιτάζονται μεταξύ τους. Οι δυο γυναίκες, η μικροκαμωμένη και η κολλητή της, η ψηλή με τα καστανά μαλλιά, ο καραφλός και η ξανθιά με τα λεπτά δάχτυλα σα διάφανα. Πιο πέρα ο κοντούλης με τη γυριστή μύτη. Ξεκινάνε σαν κάτι να τους κυνηγάει. Περπατάνε γρήγορα πάνω στο δρομάκι που έχουν ανοίξει κάποιοι άλλοι – ζώα μήπως; – πριν απ’ αυτούς. Η φωνή φτάνει από παντού.
–Σκομευτές!
Δεν ξέρουν για τις γεωτρήσεις του κάμπου - για τις σπηλιές ενδιαφέρονται - ούτε για τη μικρή Ελισάβετ, όμως νιώθουν την υγρασία στα πόδια τους και έναν ακαθόριστο κίνδυνο να αιωρείται. Δεν μπορούν να τα βάλουν με τη Γη. Αυτό το έχουν μάθει καλά περπατώντας πάνω από τις αρχαίες χαράδρες.
Δένονται με το σκοινί ο ένας με τον άλλον, πρώτος ο καραφλός. Χαλαρά αλλά στέρεα. Δεν θέλουν πια να εξερευνήσουν το μέρος, μόνο να φύγουν ζωντανοί από κει μέσα. Προχωρούν χωρίς να κοιτάζουν τα ρολόγια τους.
–Σκομευτές!!!
Πρώτος χτυπήθηκε ο κοντός. Ξαφνικά. Λύγισαν τα γόνατά του και σωριάστηκε στο μονοπάτι. Η φωνή αντήχησε σχεδόν αμέσως και όλοι είδαν την κοκκινίλα στο λαιμό.
Δε μιλήσανε. Τον έλυσαν από το σκοινί και τον πήρε στους ώμους του ο καραφλός.
Δεύτερη έπεσε η λεπτούλα, η μικροκαμωμένη, που ήξερε τη σημασία της λέξης σκομευτής. Αυτή τη φορτώθηκε η κολλητή της με τα καστανά μαλλιά. Την κουβαλούσε αμίλητη μέχρι που γονάτισε κι αυτή. Ήτανε μια στιγμή, που η αχτίνα φάνηκε στο βάθος του μονοπατιού.
Ο καραφλός ακούμπησε το φορτίο του κάτω. Τους ξάπλωσαν και τους τρεις συντρόφους μαζί. Τον άντρα ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Έκαναν το σημείο του σταυρού – κι  ας μην πίστευαν σε Θεούς και διαβόλους.
Πιάνονται οι δυο τους τώρα, οι ζωντανοί, απ' το χέρι και τρέχουν κατά κει που φωτίζει η ακτίνα.
–Είσαστε όλοι σκομευτές! Θα τιμωρηθείτε! Θα τιμωρηθείτε!
Ο αντίλαλος πολλαπλασιάζει την απειλή, ενώ εκείνοι το έχουν βάλει στα πόδια.
Αυτοί δεν θα μείνουν, θα ξεφύγουν. Βλέπουν την ακτίνα και τρέχουν για να σωθούν. Το έδαφος τώρα είναι πατημένο, ομαλό. Μόλις που το προσέχουν όμως. Χωρίς να σταθούν, κυνηγούν την ακτίνα. Φτάνουν, κοντεύουν…να ! έφτασαν.
Μια τρύπα, ένα άνοιγμα, να περάσουν, να βγουν από δω. Πρώτα η γυναίκα. Το μακρύ της πόδι με τη μπότα έξω. Συναντάει κάτι, μαζεύει το πόδι και το τραβάει γρήγορα μέσα. Τα μάτια της γουρλώνουν. Μεγάλα, τεράστια. Απομένει αμίλητη. Ο άντρας δοκιμάζει μετά. Κρατιέται απ’ το βράχο στην οροφή και σέρνεται έξω ολόκληρος, πρώτα τα πόδια, η μέση, τα χέρια, το κεφάλι.
Πατάει σε κάτι μαλακό και, όσο βλέπει το μάτι του, διστάζει. Πώς είναι δυνατόν! Ένας λόγγος! Άγριοι θάμνοι ... κι ένα μονοπάτι. Μονοπάτι; Όχι μια σειρά από…από…Ω! πού πατάει; Είναι ένα πτώμα. Κι άλλο πτώμα! Το μυαλό του γυρίζει. Βάζει το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα. Ψάχνει με τα μάτια. Φωνάζει τη Φωτεινή με τα διάφανα δάχτυλα. Δε γνωρίζει τη φωνή του.  
–Σκομευτές! Είμαστε όλοι σκομευτές!  

Ελένη Γούλα
Πρώτη δημοσίευση (σε μια πρώτη μορφή): περιοδικό Big Bang, αρ.3, Αθήνα, Οκτώβριος 1997

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο