Με αφορμή ένα αφιέρωμα


Μπήκε στην αίθουσα και προχώρησε προς την έδρα. Ένα απλό τραπέζι γυαλιστερό MDF πράσινο με καφέ πόδια. Ακούμπησε τα βιβλία του εκεί – ένα ντοσιέ, ένα φθαρμένο σχολικό εγχειρίδιο, ένα τετράδιο/ κατάλογο με σκληρό εξώφυλλο – και στάθηκε όρθιος μπροστά του. Στο σκούρο παντελόνι του ένιωσε στιγμιαία ένα άγγιγμα ανησυχητικό – η αμήχανη χαραμάδα του αφρολέξ στην καρέκλα – που ωστόσο το δέχτηκε με κάποια ανακούφιση έτσι όπως του ήτανε οικείο. Η τάξη από κάτω συνέχιζε το διάλειμμα.
--Καλημέρα!
(Θα περιμένει μερικά λεπτά, ίσως πέντε, ίσως δέκα, θα φωνάξει ονόματα, θα κάνει παρατηρήσεις, θα επικαλεστεί το φιλότιμο, θα απειλήσει ίσως με τιμωρίες και όταν επιτέλους καθίσουνε στα θρανία, γυρίσουνε μπροστά τους και κλείσουν τα στόματά τους θα αρχίσει το μάθημα...)
--Βγάλτε τα τετράδιά σας να διαβάσουμε τις ασκήσεις
(Και όμως ξέρει καλά, το αισθάνεται, μαζί με κείνο το γνώριμο άγγιγμα της φθαρμένης καρέκλας ότι δε θέλουν να ακούσουν για τους ποιητές που βρίσκονται στο χοντρό βιβλίο του σχολείου. Ότι δεν ενδιαφέρονται να γράψουν τις εργασίες «για εξάσκηση στο λόγο και την ελληνική γλώσσα», που επιμένει να τους αναθέτει κάθε φορά)
-Στεργίου...
-Τσίρου...
-Φουράκη...
(Ίσως φταίει αυτός που δε γράφουν τις εργασίες. Ίσως οι εργασίες που επιλέγει δε λένε τίποτα στο μυαλό μα ούτε και στην ψυχή τους. και αλήθεια πώς είναι δυνατό μια εργασία να πει κάτι στην ψυχή;).
-Ποιος θέλει να μας διαβάσει τι έγραψε.
(Αυτή η νεκρή τάξη. Αυτά τα χαμηλωμένα μάτια, αυτά τα κεφάλια που κατεβαίνουνε και κρύβονται στα πλαστικά θρανία. Αυτοί οι ώμοι που σκύβουνε άτολμοι...)
-Λυδία!
(Η Λυδία, η Δήμητρα, ο Παύλος... που διαβάζουν βιβλία, έχουν ευαισθησίες, και τον περιμένουν να τους πει κάτι που δεν ξέρουν, κάτι που υποψιάζονται αλλά δεν καταλαβαίνουν πώς να το αναζητήσουν στα δεκαέξι τους χρόνια... που για τους άλλους είναι φυτά.)
-Σήμερα θα συνεχίσουμε αναλύοντας τους υπόλοιπους στίχους που δεν ολοκληρώσαμε την προηγούμενη φορά.
(Γιατί πρέπει να αναλύσει τους στίχους; Γιατί να τεμαχίζει έτσι το ποίημα; Μία ώρα, δηλαδή τριάντα περίπου λεπτά οι μισοί στίχοι και μετά οι υπόλοιποι; μαρμάρωσαν τα δέντρα, μασάνε μια μπουκιά ουρανό, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια... Ο Δημήτρης πειράζει το Σταύρο, η Αρετή κάτι σημειώνει στο θρανίο για την Ελένη, και ο Βασίλης με τη Μαρία έχουν λιώσει να κοιτάζονται στα μάτια...)
-Ο παραδοσιακός 15σύλλαβος συμφύρεται με τις υπερρεαλιστικές εικόνες και όλη η ανάσα του ποιήματος γίνεται το φυσικό ελληνικό τοπίο, το κάθε δέντρο, η κάθε πέτρα, το φως και οι άνθρωποι που αγωνίζονται, ορθώνονται μέσα στην αλήθεια τους, καθαροί. Ακόμη και μέσα από το αδιέξοδο ο ποιητής αφήνει την ελπίδα να πετάξει στην καρδιά μας, όπως το χελιδόνι στον ουρανό και να φέρει την Άνοιξη στη φύση και στον κόσμο. Τον κόσμο τον έξω και τον μέσα. Τον κόσμο που είμαστε ο καθένας...
(Τα διαβάζω όλα, τα φέρνω εδώ, μουσική, φωτογραφίες, κείμενα, κριτικές, στίχους. Κάθομαι σε τούτη τη θέση και πρέπει να παρουσιάσω τόσα σπουδαία, τόσα αθάνατα έργα. Δεν τους νοιάζει όμως αυτούς αν ο Ρίτσος δίνει ελπίδα! Δεν τους ενδιαφέρει αν η Ρωμιοσύνη τραγουδισμένη από το Μπιθικώτση ξεσήκωνε τα πλήθη της χώρας μετά την εφταετία! Ποια εφταετία; Είναι παλιά όσο και η επανάσταση του ‘21)
-Ο Γιάννης Ρίτσος δεν ακολουθεί ένα ποιητικό ρεύμα ή μία σχολή. Έχει δική του φωνή και με αυτήν, παρόλο που θα μπορούσε να ανήκει στο αστικό κατεστημένο – η καταγωγή του ήταν από αστική οικογένεια, άλλο αν χρεοκόπησε ο πατέρας του και πέθανε η μητέρα του όταν αυτός ήταν μόλις δώδεκα χρονών – όμως τάχθηκε με το μέρος των αδικημένων, έφτιαξε τραγούδια οραματιζόμενος ένα καινούριο δίκαιο κόσμο που θα ανέτειλε, όπως πίστευε στο μέλλον, μέσα από αγώνες και θυσίες....
(Τα λέει γιατί πρέπει να τα πει; Όχι τα πιστεύει, τα αγαπάει, τα θαυμάζει! Μακάρι και αυτός να μπορούσε να γράψει, μακάρι και αυτός να ήταν ικανός όπως έστω και οι ήσσονες ποιητές που καμιά φορά διδάσκει με κάποια συστολή σε τούτη ή την άλλη ή την παράλλη τάξη. Είκοσι χρόνια με τους ποιητές, τις σχολές και τώρα τελευταία και τη θεωρία: παντογνώστης αφηγητής, εσωτερική εστίαση, συγχρονίες....)
-Και τώρα πηγαίνετε στο στίχο 35 και δείτε την εικόνα. Ο καθένας μπορεί να δει μια εικόνα. Πείτε ό,τι σας έρχεται στο μυαλό...
Βασίλη; Μαρία; Πέτρο; Λυδία...
(γιατί δε μπορώ να τους εμπνεύσω; Τι παραπάνω έχουν όσοι το καταφέρνουν; Έχω ακούσει να μιλάνε τέτοιοι δάσκαλοι. Έχω δει ταινίες, έχω διαβάσει βιβλία. Δάσκαλοι χαρισματικοί, δάσκαλοι αφοσιωμένοι, δάσκαλοι με το κοκαλάκι της νυχτερίδας...)
-Φωτεινή; Θέλεις να μας πεις Φωτεινή τη δική σου εικόνα; Θέλεις να μας δείξεις πού οδηγήσαν τη σκέψη σου οι στίχοι του ποιητή; Φωτεινή!
(Γιατί τα μάτια τους είναι άδεια; γιατί δε βλέπουν τις εικόνες που θέλω να τους δείξω; Θα γίνει πιο πλούσια η ζωή τους, το ξέρω, γιατί όμως αυτά δεν το καταλαβαίνουν; Είναι παιδιά, ακόμη αδιαμόρφωτα. Όμως γιατί δε μπορώ να τα κάνω να καταλάβουν; Τι έπρεπε να σπουδάσω; Τι έπρεπε να μάθω και δεν το έμαθα; Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα; Αυτά τα άδεια τους μάτια... η αδιαφορία....)


Δημοσιευμένο στο: Μανδραγόρας, τ. 43, Φθινόπωρο 2010, στο πλαίσιο του αφιερώματος για την Παιδεία (Αρχικός τίτλος "Μοναξιά". Εδώ έγιναν μικρές ακόμη αλλαγές στο αρχικό κείμενο)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο