Μην αφήνετε μόνα στο σπίτι τα μικρά κορίτσια



Τη χτένιζε η μάνα της κάθε πρωί. Της τραβούσε τα μαλλιά δυνατά και έπιανε την αλογοουρά σφιχτά με λάστιχο, ψηλά στη μέση του κεφαλιού. Μόνο η δική της αλογοουρά ήτανε δεμένη τόσο ψηλά. Η μάνα καμάρωνε γι’ αυτό. Το πιο ωραίο πράγμα πάνω της ήτανε αυτή η αλογοουρά.
Να, όμως, που σήμερα, κανείς δεν έρχεται να της χτενίσει τα μακριά της μαλλιά. Ξύπνησε μόνη της, σαν να είχε σκοτεινιάσει ο ήλιος. Βγήκε, λοιπόν, στην ταράτσα και δεν υπήρχε πουθενά κανένας. Ακόμα και η γάτα που κάθε πρωί ερχότανε για να τριφτεί στα πόδια της (μόλις την ένιωθε ξύπνια, παρατούσε την κρυψώνα της – πάντα έβρισκε διαφορετική κρυψώνα, γιατί ο μεγάλος της αδερφός τη βασάνιζε αλύπητα) δε φαινότανε, ούτε απαντούσε στο κάλεσμά της. Παραξενεύτηκε ακόμα, γιατί από το δρομάκι τους δεν περνούσε ούτε άνθρωπος ούτε γαϊδούρι ούτε γίδα ούτε σκύλος. Κοίταξε τον ψηλό πέτρινο τοίχο που έκρυβε την ταράτσα τους από τους περαστικούς και τότε της ήρθε η ιδέα.
«Κλέψανε το χωριό».
Άφησε τα μαλλιά της ξέπλεκα, πέφτανε στους ώμους, φτάνανε μέχρι τη μέση, μπαίνανε στα μάτια της και άρχισε να φωνάζει. Στην αρχή φώναζε μ’ όλη τη δύναμή της.
–Μαμά… Μπαμπά… Γιαγιά… Δημήτρη…
Αλλά ένα πράγμα παράξενο συνέβαινε. Της φαινότανε σαν να γύριζε η φωνή της στ’ αυτιά της, χωρίς να σκορπιστεί καθόλου στον αέρα.
Ύστερα δοκίμασε το ψάξιμο. Χωρίς παπούτσια, με κάτι παλιοπαντόφλες στα πόδια της, εξερεύνησε ένα-ένα τα δωμάτια. Αμίλητη αυτή τη φορά, κοίταζε κάτω από τα κρεβάτια, πίσω από το μπαούλο, εκεί που η γιαγιά έβαζε το γιούκο, σήκωσε όλες τις καρέκλες και άνοιξε ακόμα και την ντουλάπα με τον καθρέφτη, που ήτανε το προικιό της μάνας της και την είχανε μέσα στη σάλα, στη μέση, να καθρεφτίζεται όποιος ήθελε.
Στο τέλος κατέβηκε από την καταπακτή στο υπόγειο, της ήρθε όμως η μυρωδιά του τυριού, άσκημη στη μύτη, και γύρισε αμέσως πάνω.
Βγήκε, λοιπόν, στην ταράτσα να ξαναδεί αν υπήρχε ο ήλιος στον ουρανό, γιατί ο αέρας ήτανε κρύος, σαν να βράδιασε πρωί-πρωί.
Τότε τους είδε.
Δεν ήτανε οι γονείς της αυτοί, όχι, ούτε η γιαγιά της ούτε ο μεγάλος αδερφός που βασάνιζε τη γάτα.
Μα τότε, ποιοι ήτανε;
Είχανε τα μάτια τους, το στόμα τους, τα χέρια του,  αλλά τίποτα άλλο δεν είχανε. Κάτι χέρια που κουνιόντουσαν στον αέρα να την πιάσουνε. Και οι φωνές τους ψιθυριστές, μπαίνανε στ’ αυτιά της και της τρυπάγανε σαν βελόνες τα τύμπανα. (Το ‘χε μάθει κι αυτό στο σχολείο, για το τύμπανο και το κερί που μεσολαβεί, για να το προστατεύει το ευαίσθητο όργανο, τώρα αυτή είχε και τα μαλλιά της πυκνά και άγρια, που του δίνανε μια ακόμα προστασία). Τίποτα όμως. Η φωνή τους χωνότανε στο μυαλό της και την τρέλαινε. Δεν έλεγαν τίποτα απ’ όσα είχε συνηθίσει να ακούει από τους δικούς της ανθρώπους. Τη μάνα, τον πατέρα, τη γιαγιά, το Δημήτρη.   
Όχι, αυτοί ουρλιάζανε τον τρόμο. Ναι, έτσι ένιωθε τον ψίθυρό τους. Σκέπασε με τα χέρια τ’ αυτιά της κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη μέσα στα δωμάτια. Παντού, όμως, την ακολουθούσαν τα φοβερά χέρια και οι τρομερές φωνές.
Τότε η μικρή μαθήτρια με τα μακριά μαλλιά και την ευαίσθητη ψυχούλα – όλα τα μικρά κοριτσάκια έχουν ευαίσθητες ψυχούλες, άλλο αν οι μανάδες το ξεχνάνε και τα μαλώνουνε σκληρά, όπως έκανε η δικιά της μαμά, λίγο πριν κοιμηθεί – βγήκε στο μικρό χαγιάτι, αυτό που ήτανε κατά την Ανατολή και έβλεπε τη θάλασσα πέρα μακριά και τις πανύψηλες κορφές ενός μεγάλου βουνού, και σκαρφάλωσε πάνω στα ξύλινα κάγκελα που είχε στερεώσει ο πατέρας, από τότε που τα παιδιά, αυτή και  αδερφός της, μπουσουλάγανε. Τα κάγκελα ήτανε χαμηλά. Όλο έλεγε η γιαγιά να τ’ αλλάξουν, γιατί τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν βέβαια, αλλά δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά, από κάτω ήτανε νταμάρι, αλλά ο πατέρας είχε τόσες δουλειές να κάνει που ποτέ δεν προλάβαινε.   
Κρεμάστηκε, λοιπόν, στα κάγκελα, μα οι φωνές δε σταματάγανε. Τα τεράστια χέρια φτάσανε πάνω από το κεφάλι της, ακουμπούσανε στα μαλλιά της, πρέπει να γλιτώσει… ωωπ… ξεσφίγγει τα χέρια και, εντάξει, τώρα κανείς δεν την κυνηγ…
*
Το κοριτσάκι το βρήκε η μάνα του. Το κεφαλάκι του είχε ανοίξει και τα μαλλιά του σκορπίσανε ένα γύρω μουσκεμένα από το αίμα. Το είχανε αφήσει μόνο του, μιας κι έπεσε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Φύγανε όλοι για το χωράφι, απομεσήμερο ήτανε, δε γινότανε αυτό δα και πρώτη φορά.
Το κλάψανε πολύ. Πιο πολύ έκλαιγε ο μεγάλος αδερφός που σκεφτότανε ότι ποτέ δεν πρόλαβε να παίξει μαζί της. Όλο αγορίστικες σκανταλιές, πού να βρει καιρό να προσέξει τη μικρή αδερφή.
Κανείς δεν έμαθε τι ήταν εκείνο που σκότισε το παιδικό μυαλουδάκι, αλλά μήπως έχει ποτέ κανείς καταφέρει να εξηγήσει και κανένα σοβαρό μυστήριο… Κάτι ηλίθιοι φαντασμένοι μόνο νομίζουν ότι ξέρουν την αλήθεια.
Και βέβαια, δε συνέβη στα σίγουρα αυτό που εγώ εξιστόρησα. Μια υπόθεση έκανα, όταν είδα κι εγώ, μαζί με όλο το χωριό, τα μουσκεμένα μαλλιά και άκουσα τον αδερφό του κοριτσιού να ουρλιάζει θυμωμένα προς τον ουρανό.
Ε.Γ.

Δημοσιευμένο στο: Brazil, περιοδικό περί-Στροφο, τχ. 6, Άνοιξη 1998 [στα περιεχόμενα το όνομα του συγγραφέα παρατίθεται ως εξής: Ελένη Γούλα: «Θα μιλήσετε με το δικηγόρο μου, το Ραμσή τον Α΄…»]

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο