σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Σπύρος Φέγγος




Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες
Διηγήματα
Εκδ. Μανδραγόρας, 2011

Κατ’ αρχήν θα ήθελα (κι εγώ) να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας, και να ευχαριστήσω τους οικοδεσπότες μας και φυσικά την Ελένη που με κάλεσε να είμαι εδώ απόψε και να πω δυο λόγια στην παρουσίαση του βιβλίου της.

Ένα βιβλίο, ιδιαίτερα ένα φρέσκο βιβλίο όπως το παρόν, πάντοτε αντιπροσωπεύει πάνω απ’ όλα κόπο – τον πνευματικό και συγκινησιακό κόπο να γραφεί (ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να αποφασίσει ο συγγραφέας ότι φτάνει πια), τον κόπο όλης της διαδικασίας της έκδοσης και της διανομής μέχρι να φτάσει στον αναγνώστη, και τελικά, τον κόπο του τελευταίου, την πράξη της ανάγνωσης, που ολοκληρώνει τον κύκλο και δίνει νόημα στο όλο εγχείρημα. Και παρόλο που οι ανταμοιβές διαφέρουν για κάθε εμπλεκόμενο, ακόμη και από ανάγνωση σε ανάγνωση, είναι πραγματικές κάθε φορά που έχουμε μια έντιμη προσφορά. Γιατί κάθε τι που προσφέρεται με έντιμες προθέσεις αποτελεί από μόνο του ανταμοιβή για τον δημιουργό και αξίζει τον σεβασμό και κατά συνέπεια τον χρόνο του αναγνώστη. Διότι και για την ανάγνωση, ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας: όταν δίνουμε το χρόνο μας ειλικρινά και χωρίς να τον σπαταλούμε —όταν, με άλλα λόγια, αφιερώνουμε την προσοχή μας σε κάτι, τότε και μόνο τότε μπορούμε να ξανακερδίσουμε τον χρόνο και να ανταμειφθούμε, τότε και μόνο δημιουργούμε μια σχέση με αξία, είτε με τους ανθρώπους είτε με τα κείμενα.


Καθώς διάβαζα αυτά τα ολιγοσέλιδα διηγήματα της Ελένης, το θέμα που μου ήρθε πρώτο στο μυαλό, και συνέχισε να επανέρχεται για πολύ με διαφόρους τρόπους, ήταν το θέμα του χρόνου. Καθόλου παράξενο, βέβαια. Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, «Η τάξη του ’60», ο τίτλος ορίζει αμέσως μια ομάδα ανθρώπων σε σχέση με ένα συγκεκριμένο χρόνο στο παρελθόν, και στην αφήγηση δίδονται οι χρονολογίες πλήρεις: 1957-1963, τα χρόνια της θητείας του δάσκαλου Ιωάννη Μάλα στο χωριό και ταυτόχρονα τα χρόνια που ο αφηγητής ήταν μαθητής στο εκεί δημοτικό σχολείο. Επιπλέον, δίδεται η εποχή, όπως ήταν τότε, και ο χρόνος, όπως προσδιορίζεται ιστορικά με τα μέτρα της τοπικής κοινωνίας: «τον καιρό που το λάδι είχε πενήντα δραχμές το κιλό». Αλλά αυτοί οι ξεκάθαροι προσδιορισμοί του χρόνου δεν μπορούν να καλύψουν τα πάντα. Μια πρώτη έκπληξη για τον αναγνώστη που δεν έχει την ηλικία ή τις ισχυρές προσωπικές μνήμες από την Ελληνική ύπαιθρο, όπως ήταν πριν πενήντα-τόσα χρόνια, είναι ότι χωρίς αυτούς θα του ήταν εντελώς αδύνατον να τοποθετήσει τα γεγονότα στο χρόνο. Ο δάσκαλος, «λιπόσαρκος», «με γυαλιά και μικρό γενάκι», όπως τον περιγράφει ο αφηγητής, δε θα ήταν εκτός εποχής ακόμη και πολλές δεκαετίες ενωρίτερα, όπως επίσης το μονοθέσιο σχολείο με τους μικρούς μαθητές του και το ίδιο το μικρό χωριό που μοιάζει να είναι μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Το αυτό ισχύει για την ίδια τη γραφή. Αν εξαιρέσουμε τη γλώσσα που τοποθετεί το διήγημα στο σήμερα, κατά τα άλλα έχουμε μια αφήγηση που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γραφτεί τον 19ο αιώνα. Δεν υπαινίσσομαι κάτι κακό, ούτε το λέω σκεπτόμενος κατά κύριο λόγο την απλότητα της τεχνικής ––αντίθετα πιστεύω πως είναι η μόνη κατάλληλη για το θέμα. Το λέω κυρίως για την ακράδαντη πίστη στην αξία της μόρφωσης που διαπερνά από άκρη σε άκρη το διήγημα, μια πίστη που στη συνέχεια, όπως θα δούμε, δοκιμάζεται ––έμμεσα μεν, αλλά συνεχώς.

Πολύ λίγα από τα υπόλοιπα διηγήματα τοποθετούνται μέσα στο χρόνο με τέτοια ακρίβεια. Το τρίτο από αυτά, μάλιστα, «Η λίμνη», μια κάπως ιμπρεσσιονιστική παραβολή, κινείται εντελώς έξω από κάθε ιστορικό χρόνο. Αλλά τα περισσότερα τοποθετούνται χωρίς μεγάλη ακρίβεια και συνήθως σιωπηρά στο διάστημα των τελευταίων τριών δεκαετιών. Την εποχή που τα παιδιά που ήταν στο δημοτικό τη δεκαετία του ’60 έχουν πια μεγαλώσει, στέκονται στα δικά τους πόδια και προσπαθούν να βρουν τη θέση τους μέσα στον κόσμο και να ισορροπήσουν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Και καθώς προχωρούμε στην ανάγνωση, γίνεται σύντομα φανερό ότι ο χρόνος δεν ενδιαφέρει τόσο όπως βιώνεται υπό το πρίσμα του ιστορικού συνεχούς, που μας επιτρέπει να αποστασιοποιηθούμε από το παρελθόν και να μελετήσουμε ό,τι έγινε ως ψύχραιμοι, «αντικειμενικοί» παρατηρητές, αλλά κυρίως υπό το υποκειμενικό πρίσμα της λιγότερο οργανωμένης, περισσότερο άναρχης και εκλεκτικής, περισσότερο επίμονης και επώδυνης προσωπικής μνήμης.

Ο χρόνος και η μνήμη είναι πάντοτε αλληλένδετα στην ανθρώπινη εμπειρία:

Το μέλλον και το παρελθόν
Είναι και τα δυο παρόντα στο παρόν
Και το παρόν περιέχεται στο παρελθόν
Και το μέλλον.

Η «Σοκολάτα», το δεύτερο διήγημα, όπως και το πρώτο, τοποθετείται με σαφήνεια στο μακρινότερο παρελθόν της παιδικής ηλικίας, την εποχή που η αφηγήτρια πηγαίνει στην Α΄ Γυμνασίου, και φαίνεται απροσποίητα αυτοβιογραφικό. Διαφέρει όμως ριζικά από την «Τάξη του ’60», και είναι πολύ πιο χαρακτηριστικό του τι θα ακολουθήσει. Αφενός επειδή το θέμα του είναι προσωπικό και όχι δημόσιο, και αφετέρου επειδή ουσιαστικά περιγράφει την πρώτη ρήξη που διακριτικά αλλά αλάθητα προαναγγέλλει το μέλλον. Παρόλο που η μετάβαση της μικρής μαθήτριας από το δημοτικό στο γυμνάσιο, και από το σπίτι της στο μη κατονομαζόμενο Βασιλίτσι προς το δωμάτιο στην μη κατονομαζόμενη Κορώνη δίδεται με αρκετές λεπτομέρειες, το κύριο δεν είναι το περιβάλλον και οι αλλαγές του αλλά το άτομο. Όχι ό,τι μπορεί να αποτελεί την κοινή μνήμη, αλλά το προσωπικό. Και όχι η μνήμη των γεγονότων που οργανώνονται σε μια σειρά και συνδέονται με αιτίες, αλλά η πρωτογενής μνήμη των αισθήσεων. Η σοκολάτα και η μνήμη της σοκολάτας έχουν αποκτήσει κεφαλαιώδη σημασία: είναι η γνώση της «γλυκειά[ς] ηδονή[ς] […] σ’ ολόκληρο το νευρικό σύστημα ενός στερημένου οργανισμού». Η φράση ανήκει στην ενήλικη αφηγήτρια, είναι η εκ των υστέρων λογική αναδιάρθρωση του παρελθόντος, αλλά το άφατο εκείνης της ηδονής που της χάρισε τότε η σοκολάτα παραμένει ζωντανό πέρα από την παιδική ηλικία. Κι ακριβώς το ίδιο, την ίδια ακριβώς αντίδραση, παρατηρούμε αργότερα να συμβαίνει στην ενήλικη ηρωίδα και αφηγήτρια [στ]«Η γούνα»: «Ακούμπησα πάλι τα χέρια μου πάνω στη γούνα της, και ξανά η ίδια υπέροχη θαλπωρή με μούδιασε». Φαινομενικά, η «Σοκολάτα» είναι ένα τρυφερό διήγημα για τις μαγικές ανακαλύψεις της παιδικής ηλικίας, και «Η γούνα» η αφήγηση μιας τυχαίας συνάντησης ––με αμφίβολο αποτέλεσμα–– δύο ενηλίκων νέων γυναικών. Δεν υποτίθεται ότι μοιάζουν. Αλλά οι ομοιότητες ––που βασίζονται στην ψυχολογική ταυτότητα των δύο αφηγητριών–– είναι πιο σημαντικές από τις διαφορές. Ναι, κανένα από τα δύο διηγήματα δεν είναι ανέφελο. Κάθε άλλο. Αλλά η πραγματική ρήξη και η θεμελιώδης ομοιότητα βρίσκεται κάτω από την ανήσυχη επιφάνεια, βαθύτερα ακόμη από τις εσωτερικές συγκρούσεις των αφηγητριών: είναι η απαίτηση των αισθήσεων. Είναι η ασυγκράτητη μετάβαση από τον κόσμο του «πρέπει» των γονέων μας στο νέο κόσμο του «θέλω». 

Άλλα, διάφορα στοιχεία από μνήμες ξεπηδούν συνεχώς και παντού σαν άγρια φυτά: συχνά σαν εικόνες, ταυτόχρονα κοινές και προσωπικές, που προέρχονται σχεδόν πάντα, νομίζω, από την παιδική ηλικία, αλλά επίσης λιγότερο ελεγχόμενα, βαθύτερα και περισσότερο ισχυρά σαν ανθρωπολογικά στοιχεία κάποιου είδους, που περνούν απαρατήρητα μόνο μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, αλλά συνοδεύουν για πάντα κάθε άνθρωπο που τυχαίνει να τα έχει κληρονομήσει. Κάθε αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει το λάδι που δίνει ο Διονύσης στην Πένυ στο «Κληρονόμοι» ως σύμβολο της ζωής: αυτής που αυτός ετοιμάζεται να εγκαταλείψει και της συνέχειάς της που αυθόρμητα θέλει να προσφέρει σε έναν άνθρωπο που επέδειξε έμπρακτα τη διάθεση να του κάνει ένα καλό που δεν του χρωστούσε. Αλλά μόνο αν έχει μεγαλώσει κανείς σε μια περιοχή και οικογένεια στενά συνδεδεμένη με την παραγωγή της ελιάς, μπορεί να αποδώσει τόσο άμεσα και ανεπιτήδευτα αυτή την τεράστια συμβολική αξία σε ένα μπουκάλι λάδι. Και [στ]»Η γούνα», στο τέλος, πάλι το λάδι που πουλάει ο πατέρας είναι το μέσον για την αποκατάσταση μιας κάποιας, αβέβαιης έστω, τάξης ––παρόλο που ποτέ δεν λέγεται ανοιχτά για ποιο λόγο αυτή η γούνα που λαχταράει η αφηγήτρια και της αφήνει η Αγγελική φεύγοντας αποτελεί τη διασάλευσή της. Και ούτω καθεξής. Είναι αμέτρητα τα κομμάτια από το παρελθόν που οι χαρακτήρες, και ιδιαίτερα οι αφηγήτριες, αυτών των διηγημάτων μεταφέρουν μέσα τους διαρκώς και παντού. Και παρόλα αυτά, παρά όλα αυτά τα ατίθασα κομματάκια από μνήμες και αρχές με τα ευδιάκριτα σημάδια μιας άλλης πολιτισμικής οπτικής, που παίζουν τόσο σημαντικό, συχνά καθοριστικό, ρόλο σε όσα συμβαίνουν στο παρόν, κανένας μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα δε δείχνει τη διάθεση να αναλύσει, να ανασυντάξει και να διαχειριστεί τελικά αυτό το παρελθόν. Η μνήμη, αυθαίρετα επιλεκτική, αβέβαιη, άναρχη αλλά κυρίαρχη, ο πυρήνας όπου εδράζεται το όλον, το κέντρο ελέγχου της περιπέτειας της ζωής του ατόμου, είναι η μνήμη των συναισθημάτων. Τα περισσότερα πρόσωπα του βιβλίου και όλοι οι διαφορετικοί αφηγητές και αφηγήτριες λειτουργούν συναισθηματικά και παρορμητικά κάτω από την πίεση των τεράστιων και συχνά συγκρουόμενων δυνάμεων της μνήμης και της επιθυμίας που τους ωθούν, τους απειλούν και συχνά καταφέρνουν να τους συνθλίψουν. Όλα αυτά τα πρόσωπα ουσιαστικά συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο της ίδιας ματιάς που από τη μια μπορεί να υποθέσει κανείς εύλογα ότι ανήκει στην Ελένη. Από την άλλη, δεν έχει την αποκλειστικότητα. Η ματιά αυτή είναι τυπική της γενιάς της στην Ελλάδα του σήμερα ––ιδιαίτερα όσον αφορά τη δύσκολη σχέση με το παρόν και την σαφώς αμφίσημη σχέση με το παρελθόν της παιδικής ηλικίας.

Αλλά πρέπει να το προσδιορίσω καλλίτερα: η τυπική αυτή ματιά είναι επίσης  χαρακτηριστικά γυναικεία ––και αυτό είναι ένα στοιχείο που συνδέεται στενά με την αποτελεσματικότητα αυτών των διηγημάτων που είναι δυσανάλογη με τις στενά τεχνικές τους αρετές. Μπορεί γενικά ο διαχωρισμός των κειμένων σε γυναικεία και ανδρικά να είναι δύσκολος και συνήθως να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθεί να λύσει, αλλά εν προκειμένω η διάκριση είναι εύκολη: δεν πιστεύω να υπάρχει αναγνώστης που θα σκεφτόταν ποτέ ότι αυτά τα διηγήματα είναι γραμμένα ή θα μπορούσαν να είχαν γραφεί από άνδρα. Πρώτον, για τους εμφανείς λόγους: επειδή μιλούν πολύ για την γυναικεία εμπειρία σε δύσκολες και συχνά δυσάρεστες  καταστάσεις. Δεύτερον, επειδή η γυναίκα είναι ο κύριος φορέας της ανατροπής, εκείνη που συχνά αντιδρά και σχεδόν πάντα σκέπτεται με μια εκρηκτικότητα, δικαιολογημένη εν μέρει από τις μνήμες της όχι και τόσο μακρινής εποχής της στέρησης και της ανάγκης, εξηγήσιμη ίσως ως αντίδραση στον αυτοανακηρυγμένο ορθό λόγο της (ανδρικής) εξουσίας. Αλλά ο ισχυρότερος λόγος είναι ότι η συγγραφέας και οι αφηγητές της δεν διακατέχονται από την τυπικά (αν και βέβαια όχι αποκλειστικά) ανδρική ανάγκη του ελέγχου. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η αποτελεσματικότητα των διηγημάτων. Η διεισδυτικότητα της γραφής δεν έγκειται στην ανάλυση των χαρακτήρων και των καταστάσεων ––μην ξεχνάτε ότι αναλύουμε κάτι για να το κατανοήσουμε, και αυτό που κατανοούμε μπορούμε πλέον να το ελέγχουμε–– αλλά στην απλή, ανεπιτήδευτη και ειλικρινή απόδοση της πραγματικότητας όπως τη βλέπουν οι αφηγητές και η συγγραφέας, με όλες τις αμέτρητες συγκρούσεις και λογικές ανακολουθίες της, στην αποδοχή των συγκρούσεων και των λογικών ανακολουθιών. Αισθάνομαι άρα υπάρχω.

Μέσα σε αυτά τα διηγήματα, που η σχετική συντομία τους δεν αφήνει το χρόνο για στοχαστικές αναλύσεις και εικασίες, εκτυλίσσονται με ένα τρόπο που είναι ταυτόχρονα ρεαλιστικός και υπερρεαλιστικός όσο και η καθημερινότητα, ψυχοδράματα με πρωταγωνιστές συνηθισμένους ανθρώπους. Είναι ένας κόσμος —πραγματικός και φαντασιακός— που μας είναι γνωστός, και οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι σαν εκείνους που γνωρίζουμε, συναντάμε κάθε μέρα και με τους οποίους συχνά αγανακτούμε και καμιά φορά τσακωνόμαστε: ανήσυχοι, ανασφαλείς, παραζαλισμένοι, χωρίς ισχυρά ερείσματα μέσα σε ένα κόσμο που δεν πολύ-ελέγχουν και δεν πολύ-καταλαβαίνουν. Ένα κόσμο ρευστό, που τους διαψεύδει διαρκώς χωρίς ταυτόχρονα να κλονίζει την πίστη τους ότι μπορεί να τους προσφέρει αυτά που θέλουν – κι ας μην ξέρουν πολύ καλά τι, κι ας αισθάνονται συνέχεια ότι ζουν τη ζωή κάποιων άλλων κι όχι τη δική τους. Άνθρωποι σχετικά νέοι, που δεν περιορίζονται πια από εκείνα που κρατούσαν αιχμάλωτη την προηγούμενη γενιά, τη γενιά των γονιών τους, δεν φοβούνται πια εκείνα που (δικαιολογημένα) φοβόταν αυτή, δεν μπορούν να πιστέψουν στα ίδια πράγματα με εκείνους όσο κι αν μερικές φορές θα το ήθελαν. Άνθρωποι ενός κόσμου που άλλαξε τόσο γρήγορα που δεν τους άφησε να βρουν στηρίγματα και ισορροπίες με αποτέλεσμα να εξακολουθούν ως μεσήλικες να βιώνουν —με τρόπο συχνά κωμικοτραγικό— όλες τις δραματικές, βασανιστικές συγκρούσεις της εφηβικής ηλικίας: κατέχονται από μια ασίγαστη ανάγκη της αναζήτησης ενός απροσδιόριστου άλλου, αισθάνονται μια εσωτερική αστάθεια που δεν δικαιολογείται επαρκώς από τα εξωτερικά γεγονότα, και —το πιο χαρακτηριστικό και κρίσιμο— έχουν πια ουσιαστικά παραιτηθεί από την καταπιεστική και κατά τα φαινόμενα αδιέξοδη ανάγκη του ελέγχου του ορθού λόγου και προτιμούν να εμπιστεύονται, παρά τις συνεχείς απογοητεύσεις, την επιτακτική αλήθεια των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Η ανατροπή βιώνεται ως διέξοδος, ως (προσωρινή) ανακούφιση, είναι μια μόνιμη ψυχολογική ανάγκη μάλλον παρά το μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού. Και η μαύρη αλήθεια είναι ότι δε βλέπει κανείς πώς θα μπορούσαν εύκολα να συμπεριφέρονται αλλιώς. Και τότε ακριβώς καταλαβαίνει κανείς ότι αυτά τα απλά, πολύ απλά διηγήματα, που μόνο περιστασιακά δίνουν σημασία και ποτέ προτεραιότητα στον ιστορικό χρόνο, δεν θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί σε άλλη εποχή από τη σημερινή.

Ας πάρουμε ένα-δύο συγκεκριμένα παραδείγματα, ξεκινώντας με έναν άνδρα: τον Κώστα, φερ’ ειπείν, στο «Νεπάλ». Ο Κώστας δεν είναι το κύριο πρόσωπο της ιστορίας, είναι απλώς ο «άντρας της ζωής» της Στέλλας που μας την αφηγείται, και από τα λίγα που μας λέει και βλέπουμε, μεταξύ μας, ψιλο-γάιδαρος φαίνεται. Όταν ένα βράδυ ακούει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις ενός φίλου του που πήγε στο Νεπάλ, ανακοινώνει στη Στέλλα, έτσι στα ξαφνικά, ότι θα πάει κι αυτός. Όλοι έχουμε αισθανθεί τη γοητεία του εξωτικού σε αντίθεση με την πληκτική καθημερινότητα, αλλά κανένας λογικός άνθρωπος δεν ξεσηκώνεται έτσι μόνο και μόνο επειδή ζήλεψε την περιπέτεια ενός φίλου —έτσι φέρεται ένα παιδί που φυσιολογικά για την ηλικία του φαντάζεται τον εαυτό του σε διάφορους ρόλους και τη μια βδομάδα θέλει να γίνει πιλότος, την άλλη ποδοσφαιριστής, και την τρίτη πυροσβέστης. Δε γελάμε βέβαια πολύ με ένα παιδί. Ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα φυσικό στάδιο στη διαδικασία της ενηλικίωσης. Αν δε γελάμε πολύ ούτε με τον Κώστα, δεν είναι τόσο επειδή στο τέλος φαίνεται να είναι έτοιμος να πάει πραγματικά στο Νεπάλ (παρόλο που φυσικά κι αυτό βοηθάει λίγο), ούτε καν επειδή δεν υπάρχει τίποτε πολύ αστείο στις άμεσες συνέπειες αυτής της επιθυμίας του. Είναι ότι έχουμε δει τόσες φορές τον τύπο του, κι από τόσο κοντά, έχουμε ξαναδεί τόσο συχνά αυτό το συνδυασμό του γελοίου και του επώδυνου που δεν είναι πια αστείο. Η εικόνα του ενήλικα που δεν ξέρει τι θέλει —αν και συχνά ξέρει πώς να το αποκτήσει— μας είναι πολύ οικεία για να μας επιτρέπει γέλιο χωρίς πίκρα. Βεβαίως, τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την Στέλλα: αφήνει τον Κώστα —επειδή δε θέλει να τον ακολουθήσει στο Νεπάλ— αλλάζει πόλη και δουλειά, τα φτιάχνει με τον Αλέξη —έναν «εξαιρετικό άνθρωπο», όπως μας διαβεβαιώνει— και μετά φεύγει πάλι και τον αφήνει όχι επειδή είναι παντρεμένος, πράγμα που ήξερε από την αρχή, αλλά, όπως λέει η ίδια, «από μια ακατανόητη διαστροφή, καθώς φαίνεται στη φύση μου —ή μήπως έτσι είναι το φυσιολογικό, όλο ανωμαλίες, διαστροφές και εξάρσεις, ενώ το άλλο, το γραμμικό είναι το αφύσικο;» Ποιος να ξέρει; Χάος. Αλλά και πάλι, ενώ σκέπτεται κανείς —και δικαίως— ότι η Στέλλα συμπεριφέρεται σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο που τρέχει από δω κι από κει χωρίς να ξέρει τι κάνει και πού πάει, δεν είναι εύκολο να γελάσεις, δε μπορείς.

Καθώς προχωρεί κανείς στην ανάγνωση του βιβλίου συναντά εκπλήξεις που αυξάνονται και σε συχνότητα και σε βία όσο πλησιάζει προς το τέλος ––κάτι που δίνει μια συμπληρωματική ώθηση στο βιβλίο και αυξάνει το ενδιαφέρον του. Μερικές από αυτές, όπως η τυφλή ψυχωτική βία που εμφανίζεται στο «Μια φίλη» και με ένα διαφορετικό, αλλά εξίσου παράλογο και θανάσιμο τρόπο στο «Σκορπιός», καταφέρνουν πραγματικά να προκαλέσουν ένα τράνταγμα στον αναγνώστη —όχι γιατί μας σοκάρει εύκολα η μυθιστορηματική βία, αλλά γιατί αναγνωρίζουμε ξαφνικά πόσο πολύ έχουμε απομακρυνθεί πια από τον κόσμο της στέρησης και της σταθερότητας, της πίστης στο έλλογο της ανθρώπινης σκέψης και της ελπίδας για το μέλλον, που αντιπροσωπεύει η αρχή, «Η τάξη του ’60». Άλλες εκπλήξεις, όπως οι ρήξεις που τολμούν η Κωνσταντίνα στο «Σύνδρομο», η Ασπασία στο «Fragmenta», η Στέλλα που λέγαμε, είναι λίγο-πολύ αναμενόμενες στα πλαίσια της πλοκής και κατανοητές με βάση τις γενικά αποδεκτές κοινωνικές και λογικές προσδοκίες του σήμερα, αλλά συνοδεύονται από απροσδόκητες, ενίοτε σκανδαλώδεις, παρατηρήσεις: «Η ιδέα να ζήσει από το κορμί της [η Κωνσταντίνα] ήταν καινούρια» —μια ιδέα, ή καλύτερα φαντασίωση, που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη σχεδόν όσο και την Κωνσταντίνα. Αλλά πιο σημαντικές από τις τολμηρές φαντασιώσεις είναι οι στιγμές που τα πρόσωπα ανακαλύπτουν ότι μερικές φορές λιγότερο δραματικές σκέψεις είναι περισσότερο ανατρεπτικές και αποκαλυπτικές γιατί δεν οδηγούν καθόλου εκεί που όλοι θα περίμεναν: «Όταν έμαθα ότι έφυγε» [η Ασπασία], λέει η αφηγήτρια, «αλήθεια δεν την συμπόνεσα κατά βάθος. Δεν ένοιωσα μίσος για την «κοινωνία των ανδρών», δεν αισθάνθηκα ότι υπήρξε θύμα του πατέρα της […] Το πιο ισχυρό συναίσθημά μου […] ήταν η ζήλια». Τόσο για την αφηγήτρια όσο και τον αναγνώστη η έκπληξη συνίσταται στο ότι αυτό που αποκαλύπτεται είναι άλλο από εκείνο που έχει μάθει ότι θα έπρεπε να περιμένει. Για άλλη μια φορά το προσωπικό αιφνιδιάζει. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι εδώ, για άλλη μια φορά, το «εμείς» αποδεικνύεται ανίσχυρο μπροστά στο «εγώ». Ίσως. Αλλά αυτό δε βοηθάει σε τίποτε. Το ξέρουμε.

Υπάρχει μια συχνά δραματική αντίθεση ανάμεσα στις αποφασιστικές και πιο σίγουρες γυναίκες του χωριού, και τις συνομήλικές τους που ξέφυγαν, πήγαν στο πανεπιστήμιο, άλλαξαν τόπο και κοινωνική τάξη, και τελικά καταλαβαίνουν ότι η μόρφωσή τους αντί να τις απελευθερώσει τις έκανε πιο αβέβαιες, πιο αδύναμες. Θύματα του εαυτού τους αν όχι πια της κοινωνίας των ανδρών. «Πώς το είχε κάνει αυτό;» αναρωτιέται η αφηγήτρια του «Fragmenta» για την Ασπασία. «Ποια δύναμη την είχε σπρώξει; Από πού είχε αντλήσει το θάρρος και το κουράγιο να τα βάλει με όλους;» Και αυτόματα, αναπόφευκτα κάνει τη σύγκριση με τον εαυτό της: «Και είχα μείνει μετέωρη. Και είχα σταθεί στα κατώφλια διστακτική. Δεν υπήρχανε οι γυναίκες με τις μακριές φούστες και τις μαντίλες στο κεφάλι να τις ακούσω.» Δεν είναι τυχαίο ότι στο αμέσως επόμενο τμήμα του διηγήματος το προνόμιο της αφήγησης παραχωρείται στην Ασπασία. Είναι η πιο τολμηρή χειρονομία της συγγραφέως και έρχεται στο προτελευταίο και περισσότερο κομματιασμένο διήγημα του βιβλίου —και το τελευταίο δεν είναι παρά μια κατακλείδα της μιας σελίδας.

Ελπίζω να μη σας δημιούργησα την αίσθηση ότι έχετε να κάνετε με ένα βιβλίο δύσκολο, που μοιάζει σαν επίσκεψη στον οδοντογιατρό. Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι μαζί του θα περάσετε μερικές ευχάριστες ώρες χωρίς προβλήματα, αλλά νομίζω ότι θα χαρείτε να το διαβάσετε. Άλλωστε ακόμα και οι επισκέψεις στον οδοντογιατρό ωφέλιμες είναι —θα πονούσαμε πολύ περισσότερο χωρίς αυτόν. Ή, βέβαια, αυτήν.

Ευχαριστώ.
Σπύρος Φέγγος
Το κείμενο διαβάστηκε από τον Σπύρο Φέγγο κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Κορώνη και στην Καλαμάτα (19 -11- 2011 στο Καλλιτεχνικό στέκι, Μπενάκη 5, Ιστορικό Κέντρο Καλαμάτας)  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο