επιδοτήσεις


Γεμίζαμε τα τσουβάλια. Κάτι πλαστικά τσουβαλάκια από ζωοτροφές – σιτάρι, καλαμπόκι και πίτουρο – με λεπτή ύφανση ετοιμόρροπα. Πιο πριν, είχαμε «σακιάσει» σε σακούλες από λιπάσματα. Από μέσα λείο, μαύρο γυαλιστερό πλαστικό και απ’ έξω άσπρες οι σακούλες με γράμματα μεγάλα και στοιχεία χημικά. (Φέρε το άζωτο έλεγε ο πατέρας. Ή θα ρίξουμε σύνθετο. Με τις χούφτες το σκόρπιζε γύρω από τις ελιές – όσο φτάνει ο ίσκιος – καμία σχέση όμως με κείνη την παραδοσιακή εικόνα του σπορέως. Ο σπόρος λίγος στο σακούλι, ενώ το λίπασμα, τσουβάλια πενηντάκιλα φορτωμένα σε αγροτικά και τρακτέρ και μετά μοιρασμένο σε κουβάδες που αδειάζανε αμέσως.)
Σήμερα όμως δεν αδειάζαμε λίπασμα. Γεμίζαμε. Και όχι χημεία και δηλητήρια. Μέσα στις άδειες σακούλες και στα άδεια τσουβάλια βάζαμε το φυσικό λίπασμα, που είχαν αφήσει έξω απ’ το σπιτάκι οι προβατίνες του Χ.

Χρησιμοποιούσε το χωράφι – βάλε τα ζώα σου να τρώνε το χορτάρι, να μη ραντίζουμε με φυτοφάρμακα σε παρακαλώ – κι όλες τις νύχτες του χειμώνα τις έκλεινε τις προβατίνες στο σπιτάκι, αυτό με τη μικρή πόρτα, το χαμηλό παράθυρο και τη χαμηλή στέγη με τα κεραμίδια, όπου κάποτε ο πατέρας είχε ανάψει τη μεγάλη ωραία φωτιά. Τότε που έβρεχε έξω και τα δικά μας ζώα είχαν μαζευτεί στη ρίζα της ελιάς. Δεν παθαίνουνε τίποτα. Έχουνε τις προβιές τους, έλεγε ο πατέρας, αυτές που τις κουρεύανε το καλοκαίρι να μη ζεσταίνονται και πουλούσανε το μαλλί ή το φτιάχνανε οι γυναίκες χαλιά και ρούχα μάλλινα, αφού πρώτα το περνούσανε απ’ όλες τις (καταγεγραμμένες ιστορικά) χειροκίνητες διαδικασίες. Πλύσιμο, λανάρισμα, ξάσιμο, γνέσιμο, και στο τέλος το υφαίνανε στον αργαλειό.
Τώρα πεταμένα στο ρέμα τα μαλλιά – ανεύθυνοι άνθρωποι, μόνο για την επιδότηση τις κρατούν τις προβατίνες, τις αφήνουν και στέρφες, ούτε γάλα ούτε αρνιά.
Φορτώσαμε τις σακούλες στο αγροτικό – θα τις αφήσουμε τώρα στα παρτέρια και μετά, όταν πιάσουν οι βροχές θα τις αδειάσουμε σε ένα μέρος του κήπου να χωνέψει το φουσκί – αρρωσταίνουνε τα φυτά αν τους το ρίξεις αχώνευτο. Το χειμώνα θα λιπάνουμε όλα τα λουλούδια και τα δέντρα μας. Θα μαυρίσει όμορφα το παρτέρι και θα φουντώσουν οι τριανταφυλλιές, οι βουκαμβίλιες, τα γιασεμιά. Θα μεγαλώσουν και τα δέντρα να μας κάνουν σκιά που βαράει όλη μέρα ο ήλιος το σπίτι. Τώρα ευτυχώς ακόμη είναι νωρίς το πρωί και δεν έχει πυρώσει ο τόπος.
Μαζέψαμε τα φτυάρια και βγάλαμε τα μαντήλια που είχαμε δέσει γύρω από τη μύτη και το στόμα να μη μπαίνει ανεμπόδιστη η σκόνη και η μυρωδιά στα ρουθούνια, να μην κάθεται στο λαιμό και να μην καίει κατευθείαν τα μάτια. Δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ευχάριστη δουλειά. Και το αμάξι δύσκολα ανεβαίνει τις ανηφόρες και τις όρθιες πέτρες κι ακόμη, πώς να ξυπνήσεις Αύγουστο μήνα με ξυπνητήρι ενώ κάνεις διακοπές και θέλεις να αράζεις στην ξαπλώστρα με το βιβλίο και το αντηλιακό σου. Ωστόσο με τούτα και με κείνα, το χωράφι μένει καθαρό από ξερόχορτα και τα δέντρα φουντώνουνε όμορφα έτσι όπως το ελαφρύ αεράκι παίζει στις άκρες τους.
Πέταξα τα γάντια στο κάθισμα και έβαλα μπροστά τη μηχανή. Όταν ξεκίνησε η κρίση τούτη η άκρη της γης με είχε κρατήσει αισιόδοξη ως το τέλος. Η εικόνα του μικρού σπιτιού, οι ήχοι από τα σκυλιά που γαβγίζουν αγριεμένα και οι ήσυχες προβατίνες κάτω από τα δέντρα, μου φέρνανε μια παράξενη ηρεμία. Κι αν είναι το χωράφι κακοτράχαλο κι ανηφορικό, κι αν έχει πέτρες κι αγκάθια, όμως απλώνεται στο νότο ολόκληρο, ανεβαίνει στην κορφή που βλέπει ως πέρα τη θάλασσα και τους γύρω λόφους.
Οι ελιές από την εποχή της ελληνικής επανάστασης πρέπει να κουβαλάνε στις κουφάλες τους την ιστορία του τόπου, αλλιώς γιατί να με ποτίζει το μέρος με τόση αισιοδοξία και αγωνιστική διάθεση, σκέφτομαι πριν αφοσιωθώ στο σκληρό τιμόνι του αγροτικού. Η παραμικρή στραβοτιμονιά μπορεί να με ρίξει στις γράνες.


Ελένη Γ.

Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο