του νοσοκομείου




Ξενυχτούσε δίπλα στον άρρωστο αδερφό της, όπως αυτή στον πατέρα. Την είχε ρωτήσει πόσα αδέρφια είναι κι εκείνη είχε μετρήσει, ένα- δύο-τρία- τέσσερα αγόρια, δυο κορίτσια ζωντανά και τρία πεθαμένα.

Εμένα, είπε, όταν με γέννησε η μάνα μου, λιποθύμησε. Είχε χάσει τρία κορίτσια πριν από μένα! Το ένα μετά το άλλο τα κορίτσια της, μόλις τα ανάσταινε και γινόντανε τριών χρονών, πεθαίνανε. Είχε κάμει και τέσσερα αγόρια, αλλά κείνα ζήσανε. Γι αυτό εμένα, με το που γεννήθηκα, προτού πιάσω το βυζί, με πήρε η μαμή και μ’ έβγαλε στο δρόμο να με πουλήσει. Μια γειτόνισσα που έτυχε να είναι στο μπαλκόνι κάτι να τινάξει, με είδε και με αγόρασε. Το παιδί τούτο είναι δικό μου, είπε. Με είχε πουλήσει η μαμή. Η γυναίκα κείνη, που μ’ αγόρασε έγινε η νουνά μου, κι εγώ δεν πέθανα. Μετά από μένα γεννήθηκε η μικρή μας αδερφή, κι έζησε κι κείνη.


Με έχουνε βαφτίσει Φωτεινή, αλλά όλοι με λένε Πουλίτσα.

Την άκουγε σιωπηλή. Αυτή δεν είχε να της πει για το όνομά της καμιά ιστορία. Ούτε αδέρφια είχε. Όπως νόμιζε τουλάχιστον μέχρι πριν λίγες μέρες, που ήτανε στο γυμναστήριο – ακόμη ο πατέρας δεν είχε πάθει το εγκεφαλικό.

Κάνανε επίκυψη. Είναι τρομακτικό και μόνο να το σκεφτεί κανείς. Βλέπεις κάποιον ανάμεσα από τα πόδια σου. Ανάποδα κεφάλι, μάτια, φρύδια, στη μέση το στόμα. Πόσο μπορεί να παραμορφωθεί έτσι ένα πρόσωπο! Και όμως! Αυτό το πρόσωπο είδε η γυναίκα και την …αμόλησε τη ρουκέτα!

–Είσαι ίδια η Νικολέτα! Μόνο που κείνη είναι ξανθιά!

Άλλος στη θέση της μπορεί να ρωτούσε λεπτομέρειες, μπορεί να θύμωνε κιόλας με το θράσος της ξένης – καινούρια αυτή στο γκρουπ – όμως δεν ήθελε να της δώσει τροφή για να ψάχνει και να ρωτάει.

Σήκωσε τους ώμους, ψευτογέλασε κιόλας, μέσα της όμως γούρλωνε μάτια, άνοιγε στόμα, είχε πιαστεί η αναπνοή της. Και όχι δεν ήταν από την άσκηση. Φλασιά στο μυαλό της κείνη η κουβέντα του πατέρα, όταν ήτανε μικρή κι ήθελε να την πειράξει, αυτή τη μοναχοκόρη του που τον υπεραγαπούσε. «Εγώ, έχω κι άλλο ένα κοριτσάκι. Που το αγαπάω κι κείνο. Τη Νικολέτα…».

Γυρνώντας στο σπίτι δεν του είπε τίποτα για το περιστατικό. Τι να του πει; Μήπως δεν ήξερε τι μπήχτης υπήρξε. Κι ήτανε και ξανθός με πράσινα μάτια.

Η μάνα της – αμίλητη, όσο τη θυμάται, σκυμμένη στα βιβλιαράκια της τα χριστιανικά – είχε φύγει με το παράπονο. Αυτός – άθεος κουμουνιστής – την κορόιδευε.

Τον κοιτάει τώρα που χαροπαλεύει. Μια τρυφερότητα μέσα της. Τουλάχιστον θα πηγαίνει να τη συναντήσει χορτάτος. Ας τα βρούνε στον άλλο κόσμο τα μεταξύ τους. Χαμογελάει – αντανακλαστικά μάλλον – και γυρίζει στη γυναίκα. Μια άγνωστή της γυναίκα, που πρώτη φορά την έβλεπε κείνο το βράδυ.

Εγώ δεν έχω αδέρφια, της λέει. Η μάνα μου παντρεύτηκε μεγάλη – για τότε δηλαδή – τριάντα πέντε χρόνων με γέννησε. Μετά, … το ‘ριξε στην προσευχή. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Τη θυμάμαι κάθε τρεις και λίγο να ντύνεται με τα καλά της και να πηγαίνει στην εκκλησία…

Στα νοσοκομεία οι νύχτες περνάνε πιο εύκολα λέγοντας ιστορίες. Ίσως επειδή αυτές ζούνε περισσότερο απ’ τους ανθρώπους. Δυνατότερες οι ιστορίες απ’ τον έρωτα κι απ’ τον θάνατο ακόμη.


Για την καταγραφή, Ελένη Γ.


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή Μανδραγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο