Νεπάλ


...Το Νεπάλ είναι η στέγη του κόσμου. Το ψηλότερο βουνό της γης σου επιβάλλεται απόλυτα. Η ψυχή γαληνεύει, ο νους χαμηλώνει. Χάνει την αλαζονεία του. Δεν ζητάς να καταλάβεις το ακατανόητο...

 Ο φίλος, μόλις είχε γυρίσει από την Ανατολή.
Είχαμε πάει να τον επισκεφτούμε μαζί με τον Κώστα, τον άντρα της ζωής μου. Εκεί βρήκαμε κι άλλους. Είμαστε όλοι περίεργοι ν’ ακούσουμε για τα μαγικά ταξίδια του Ζώη – έτσι τον λέγανε τον φίλο.

Όταν πολύ μετά τα μεσάνυχτα αφήσαμε το σπίτι του Ζώη, μέσα στο αμάξι ο Κώστας ήταν που είπε πρώτος.
--Θα πάω κι γω στο Νεπάλ!

Καθότανε δίπλα μου, πάντα συνοδηγός και μου έκανε εντύπωση η θέρμη στη φωνή του, ο παλμός στη φράση.
«Εγώ δεν είμαι μέσα» διαισθάνθηκα στη στιγμή, μια κουρτίνα είχε ανοίξει με τις αφηγήσεις του Ζώη και ένα κύμα ψυχρό ερχότανε από κάπου.
Δε μίλησα. Δεν ήθελα να πω τίποτα. Έγλειψα την πικρίλα από τα χείλη μου και έβαλα τέταρτη. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός, μπορούσα να τρέξω περισσότερο.
--Ποτέ σου δεν θα καταλάβεις! Απορώ πώς σε ανέχομαι… είπε ύστερα από ώρα ο Κώστας και την ίδια  στιγμή ένιωσα χωρίς θυμό ότι κι εγώ έτσι αισθανόμουν. Όμως και πάλι δε μίλησα. Τα λόγια έτσι κι αλλιώς δε θα φέρνανε παρά μια πρόσκαιρη, επιπόλαιη έκφραση. Εκείνο που χρειαζόμουνα το είδα επιτέλους να μου γνέφει πίσω από τα εγωιστικά του λόγια μέσα στο κρύο του αμαξιού– η κουρτίνα ήταν ακόμα ανοιχτή.

Το πρωί, μόλις αποκοιμήθηκε – ώρα πολλή μασούσε το δίκτυο και κατάπινε πληροφορίες –ετοίμασα τη βαλίτσα μου, έβαλα μερικά βιβλία στο παλιό μου σακίδιο και άφησα μόνο ένα σημείωμα.  
«Φεύγω».
Να ήτανε οι ιστορίες του Νεπάλ, ή μήπως η προηγούμενη βραδιά έδωσε την αφορμή για κάτι που ετοιμαζόταν από καιρό;
Δε στάθηκα να δικαιολογήσω την απόφασή μου. Μπήκα μόνο στο αυτοκίνητο και ταξίδεψα όλη μέρα. Είπα ν’ αφήσω μια τρύπα στην καρδιά να με οδηγήσει. Σταμάτησα το απόγευμα σε μια χωριόπολη, κοντά στα σύνορα.
Οι δρόμοι ολόισιοι, τα μαγαζιά γιομάτα μεταξωτά, το μεγάλο ποτάμι κρυμμένο πίσω απ’ τα δέντρα.
Η τρύπα στην καρδιά θαμπώθηκε απ’ το πράσινο και την αίσθηση της αγριάδας που ένιωθα γύρω μου. Έβαλα βενζίνη και στάθηκα να πιω ένα καφέ. Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ μου τόσο νόστιμο καφέ. Σκέτος Ελληνικός, έτσι λέω πάντα, μα πρώτη φορά η γλώσσα μου κόλλησε την πικράδα απ’ το καϊμάκι.
Κι αν έμενα εδώ; Ήθελα να πιω κι άλλους τέτοιους καφέδες.
Νοίκιασα ένα ισόγειο και έγραψα απέξω Φροντιστήριο Αγγλικών. Τύπωσα ύστερα διαφημιστικά χαρτάκια, που τα σκόρπισα στους δρόμους έξω απ’ τα σχολεία και τις πλατείες. Περίμενα τους μαθητές. Σιγά-σιγά με μάθανε. Έβγαζα τα έξοδά μου...

Μια βραδιά, χειμώνας, κοντεύανε Χριστούγεννα, στάθηκα έξω από ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Έβαλα την κάρτα του οξαποδώ στην ειδική θέση της συσκευής. 
--Σούλα, τι γίνεσαι!
--Στέλλα! Επιτέλους! Από πού τηλεφωνείς;
--Θα σου γράψω! ...Τι κάνει ο Κώστας;
--Είναι καλά απ’ ό,τι μαθαίνω.
--Ξέρεις αν πήγε στο Νεπάλ;
--Πού; στο Νεπάλ; Μα τι λες τώρα; Να μου πεις στο Ιντερνετ, μάλιστα. Άκου στο Νεπάλ;
Κατέβασα το ακουστικό χωρίς να απαντήσω σε καμιά από τις ερωτήσεις της Σούλας. Δε μου έλειπαν οι παρέες όσο ο Κώστας. Η ζεστή του αγκαλιά, όταν με αγκάλιαζε και τα φιλιά του, όταν με φιλούσε. Είχα κιόλας ξεχάσει ότι τον τελευταίο καιρό δε με ζέσταινε πια.
Πήρα το δρόμο για το σπίτι που έμενα με μια νοσταλγία δυνατή να μου σφίγγει την ψυχή. Το κρύο μου φαινότανε αβάσταχτο. Μάζεψα τους ώμους ακόμα πιο πολύ και τάχυνα το βήμα μου. Η παρόρμηση που με είχε αναγκάσει εκείνη τη βραδιά να αφήσω τον Κώστα και την Αθήνα μου φαινότανε τώρα μια μεγάλη ανοησία. Γιατί είχα παρασυρθεί; Τι ήθελα να παραστήσω και σε ποιον; Μήπως είναι καμιά σχέση τέλεια; Μήπως δεν είχα κι εγώ το μερίδιο ευθύνης για το πώς είχε καταλήξει η κοινή μας ζωή;
   Όταν έφτασα έξω από το φροντιστήριο βρήκα έναν άντρα που με περίμενε.
--Χρειάζομαι μερικά μαθήματα για τη δουλειά μου, εξήγησε. Πρόκειται να ταξιδέψω ξέρετε…
Ήτανε γύρω στα σαράντα, γκριζομάλλης με ψηλό μέτωπο. Φορούσε σπορ σακάκι χωρίς παλτό ή μπουφάν. Με τέτοιο κρύο; αναρωτήθηκα, αλλά είπα μόνο.
--Ελάτε μέσα να συζητήσουμε. Πίσω από την αίθουσα, που έκανα τα μαθήματα, ήταν δωμάτιο, κουζίνα και μπάνιο. Εκεί έμενα. Άναψα τα φώτα στο δωμάτιο, έβαλα σε νεροπότηρα δυο κονιάκ – μόνο αυτό το ποτό διέθετα. Εκείνος σήκωσε το ποτήρι κι ευχήθηκε. Τα μάτια του ήταν καστανά.
--Στην υγειά σας.
Έβγαλα με δυσκολία το παλτό μου και κάθισα απέναντί του – δυο καρέκλες είχα όλες κι όλες – τρέμοντας ακόμη ολόκληρη.
--Δεν κρυώνετε χωρίς μπουφάν;
Χαμογέλασε με απορία.
--Ξέρετε εγώ εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Έχω συνηθίσει. Άλλωστε φέτος δεν έκαμε ακόμη κρύα, αφού δεν χιόνισε καν.
Το χαμόγελό του σα να ζέστανε το δωμάτιο. Τούτος ο άνθρωπος θα έχει ζεστά πόδια σκέφτηκα ξαφνικά και ένιωσα τον κόμπο στην καρδιά μου να υποχωρεί. Ήπια δυο γουλιές απ΄ το ποτό μου.
--Στην υγειά όσων δεν κρυώνουν πολύ, ευχήθηκα χαμογελώντας τώρα κι εγώ κι ετοιμάστηκα να ακούσω αυτά, που θα έλεγε ο άντρας.

Γρήγορα φάνηκε ότι τα ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών τα χρησιμοποίησε σαν  πρόφαση ο Αλέξης, έτσι λέγανε τον άντρα. Το μόνο που χρειαζότανε πραγματικά ήτανε λίγη ποικιλία στη μονότονη ζωή του.
--Η γυναίκα μου είναι άρρωστη, ανάπηρη, καθηλωμένη σ’ ένα μηχανικό καροτσάκι. Την ώρα που μου τόπε κάπνιζε ένα λεπτό τσιγάρο, μισόκλεινε τα μάτια και φυσούσε τον καπνό. Δεν κατάφερα να δω την έκφρασή του. Μετά έβαλε ποτό και με κοίταξε τρομαγμένος. Ένιωσε την περιέργειά μου; δεν ξέρω. Πάντως τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους μου.
--Δεν έχουμε σεξουαλικές σχέσεις αλλά ούτε και πνευματικές τώρα πια. Η παράλυση ... τρώει τα νεύρα.
Μπόρεσα να δω το θυμό, που απλώθηκε στο πρόσωπό του. Έβαλε και το άλλο του χέρι στη μέση μου κι ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο δικό μου.
--Μισώ απέραντα ό,τι τη βασανίζει, αλλά δε μπορώ πια να αντέξω κοντά της.
Ήτανε ευγενικός, τρυφερός, περιποιητικός. Ό,τι δεν ήτανε ο Κώστας. Ερχότανε στο φροντιστήριο δέκα παρά δέκα κάθε βράδυ εκτός από το Σαββατοκύριακο. Τότε κανονίζαμε εκδρομές και ταξίδια στους γύρω νομούς. Οδηγούσε πάντα αυτός μια Άλφα Ρομέο κι εγώ καθόμουνα δίπλα του. Κάναμε σκι στα χιόνια, κοιμόμαστε σε ξενοδοχεία με τζάκι, τρώγαμε καθισμένοι σταυροπόδι πάνω στις χοντρές φλοκάτες και κάναμε έρωτα σιωπηλοί. Χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, δεν κουβεντιάζαμε για το σεξ. Μόνο το κάναμε και οι δυο σαν μια ανάγκη, όπως αναπνέουμε ή όπως τρέχουμε πάνω στα χιόνια και φτιάχνουμε χιονόμπαλες.
Μου άρεσε που οδηγούσε αυτός – ο Κώστας δεν πήρε ποτέ δίπλωμα. Μου άρεσε που με φρόντιζε τρυφερά και που μου έκανε έρωτα ήσυχα, χωρίς παράλογες απαιτήσεις. Μου άρεσαν τα θλιμμένα του μάτια και η γραμμή που κατέβαινε από τα χείλια του προς τα κάτω.
Πρέπει να είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι όταν ήρθε η Άνοιξη.
Μπήκε απ’ το παράθυρο του ισογείου μέσα στην αίθουσα που έκανα μάθημα, μου αναστάτωσε την καρδιά και μου μπέρδεψε το μυαλό. Ήτανε μόνο κάτι στον αέρα. Γιατί ούτε λουλούδια, ούτε ζέστη, εδώ πάνω στο βορρά. Το βράδυ, όταν ο Αλέξης βόλεψε το κεφάλι μου στον ώμο του, έβαλα τα κλάματα.
--Θέλω να πάμε στη θάλασσα…Σε μια θάλασσα όμως ζεστή, με γαλάζια νερά και χρυσή άμμο. Να μυρίσουμε την αρμύρα και να βρέξουμε τα πόδια μας στο κύμα. Να αγναντέψουμε τις μακρινές στεριές πέρα από τον ορίζοντα...
Μου έβαλε ποτό, με πήγε κοντά στο ποτάμι, ν’ ακούω το κελάρυσμα του νερού, μου έδειξε με το χέρι την άκρη της στεριάς και τα φώτα, πέρα μακριά, της παραλίας. Μιας παραλίας όμως ξένης, εχθρικής και απρόσιτης. Έκλαιγα μέχρι που με πήρε ο ύπνος, κατάκοπη και απελπισμένη, σίγουρη ότι η ζωή μου είχε πάει στράφι, εδώ σε τούτο τον κρύο τόπο, στην άκρη της Ελλάδας.
Την άλλη μέρα πήρα το αμάξι και περιπλανήθηκα στους χωματόδρομους μόνη. Ο ήλιος που έλαμπε στον ουρανό ζέστανε το σώμα και απάλυνε τις σκιές στο μυαλό μου. Το απόγευμα ανακοίνωσα στα παιδιά ότι θα έφευγα στις διακοπές του Πάσχα, γι αυτό τους ζήτησα να προχωρήσουμε λίγο παραπάνω στην ύλη. Περίμενα τον Αλέξη για να του το πω, αλλά όταν τον είδα τρόμαξα.
Ήταν χλωμός, νευρικός και αμίλητος. Άρχισε να με χαϊδεύει βιαστικά, λες και κάποιος τον κυνηγούσε. Στο τέλος σταμάτησε, έβαλε τα χέρια μπροστά από τα μάτια του και βόγκηξε σιγανά.
--Γιατί; Άκουσα βραχνή τη φωνή του να ρωτάει. Ποιον ρωτούσε; Τι ρωτούσε; Κάθισα κοντά του περιμένοντας. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Κάποτε άνοιξε το στόμα του.
--Δε μπορώ να την αφήσω, είπε κουρασμένος και τότε ξαφνικά κατάλαβα. Ήθελε να με πάει στη θάλασσα, έτσι όπως το ζητούσα χτες! Τον πήρα στην αγκαλιά μου.
--Έλα ησύχασε. Μη στεναχωριέσαι. Είναι που δε με σηκώνει εδώ ο τόπος. Θα κατέβω μόνη μου στο νότο, στους γονείς μου για διακοπές και... θα ξανάρθω μετά το Πάσχα. Αλίμονο δεν έχω καμιά απαίτηση από σένα. Λίγη ζεστασιά που γύρευα, μου την έδωσες με το παραπάνω. Θα ήμουν αχάριστη αν είχα παράπονο. Αλίμονο. Σε παρακαλώ μη στεναχωριέσαι...
Έλεγα κι άλλα. Νομίζω πως δεν ήξερα κιόλας τι έλεγα. Όμως μέσα μου βαριόμουνα τρομερά. Κατά ένα παράξενο τρόπο, ξαφνικά έπεσε στην υπόληψή μου έτσι όπως έκανε. Μα να πάρει τόσο στα σοβαρά ένα μικρό μου ξέσπασμα! Τι άντρας ευαίσθητος αλήθεια! Αντί όμως να με συγκινήσει αυτή η ευαισθησία του, με νευρίαζε. Τόσο κύριος και όμως εγώ δεν το εκτιμούσα καθόλου. Θύμωσα με τον εαυτό μου, που ένιωθα έτσι. Σκέφτηκα κιόλας ότι προτιμούσα τον Κώστα, που δεν έδινε σημασία όσο και να παραπονιόμουνα, παρά τούτο τον εξαιρετικό άνθρωπο, ο οποίος υπέφερε επειδή δεν  μπορούσε να εγκαταλείψει την ανάπηρη γυναίκα του και να μείνει με μένα, την ερωμένη του. Χωρίς να το θέλω, από μια ακατανόητη διαστροφή, καθώς φαίνεται στη φύση μου – ή μήπως έτσι είναι το φυσιολογικό, όλο ανωμαλίες, διαστροφές και εξάρσεις, ενώ το άλλο, το γραμμικό είναι το αφύσικο; – καταλάβαινα ότι η ιστορία με τον Αλέξη τέλειωνε εδώ.

Έφυγα δυο βδομάδες αργότερα, ένα Σάββατο πρωί, πριν ακόμα βγει ο ήλιος. Το μεσημέρι ήμουνα στην Αθήνα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα χέρια μου είχανε ιδρώσει πάνω στο τιμόνι. Άραξα το αμάξι στην πλατεία και περπάτησα μέχρι το σπίτι που μέναμε δέκα χρόνια με τον Κώστα. Χτύπησα το κουδούνι, χωρίς να ξέρω τι περίμενα. Ήθελα να είναι μέσα ή όχι; άκουσα μια γυναικεία φωνή στο θυροτηλέφωνο.
--Ποιος είναι;
Κοπήκανε τα πόδια μου, δεν μπορούσα ούτε να φύγω, ούτε να μιλήσω.
--Ποιος είναι; Ξαναρώτησε η φωνή και γω φοβήθηκα τότε μήπως δεν ξαναρωτήσει και είπα βιαστικά.
--Η Στέλλα…Αυτό μου ήρθε πρώτα στα χείλη, δε σκέφτηκα πώς θα μου άνοιγε μια άγνωστη γυναίκα επειδή θα έλεγα μόνο το όνομα μου, αλλά πράγμα περίεργο, ακούστηκε ο ήχος, ο χαρακτηριστικός κι η πόρτα υποχώρησε στο σπρώξιμο του χεριού μου.
Ανέβηκα με τις σκάλες, δεν άντεχα να δω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη του ασανσέρ. Ένας, δυο, τρεις, τέσσερις όροφοι. Όταν χτύπησα το κουδούνι του διαμερίσματος ήμουν λαχανιασμένη, το κεφάλι μου γύριζε και μου φαινότανε ότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου.
--Περάστε…Μια άγνωστη γυναίκα ψηλή, ξανθιά, πολύ εντυπωσιακή, στεκότανε μπροστά μου. Φορούσε ένα κοντό σορτ και τα πόδια της ήταν ηλιοκαμένα.
Ξαφνιάστηκα τόσο, κυρίως από αυτή τη λεπτομέρεια, που η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει ακατάστατα. Περισσότερο περιέργεια ένιωθα τώρα κι όχι τρακ.
--Περιμένετε μισό λεπτό, θα έρθει ο Κώστας.
--Με γνωρίζετε; Ρώτησα παραξενεμένη καθώς έμπαινα στο γνώριμο χώρο. Το δωμάτιο ήταν όπως το είχα αφήσει. Ούτε μια αλλαγή. Ο μικρός καναπές, η βιβλιοθήκη, το στρογγυλό τραπέζι και οι κουρτίνες. Μόνο που τώρα ήτανε όλα πιο καθαρά, πιο τακτοποιημένα και τα λουλούδια στα βάζα ήταν φρέσκα και πολύχρωμα.
--Ο Κώστας μου έχει μιλήσει για σας. Μου έχει δείξει φωτογραφίες και με έχει βεβαιώσει ότι είσαστε εξαιρετικός άνθρωπος.
Την κοίταζα αυτή την πανέμορφη γυναίκα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Στεκόμουνα έτσι σαν χάχας, όταν είδα τον Κώστα να έρχεται από το μικρό διάδρομο. Ήτανε ακόμα το ίδιο ατημέλητος με τα κιτρινισμένα δάχτυλα, τα άλουστα μαλλιά και τα αξύριστα γένια. Φορούσε μια μακριά μπλούζα και φαινότανε πιο κοντός απ΄ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.
 –Καλώς όρισες! Μου άπλωσε το χέρι και τα νύχια του ήτανε μαύρα και μεγάλα.
--Δε θα μου συστήσεις την κοπέλα;
--Α! από δω η Μαρία, από κει η Στέλλα. Και τώρα μου επιτρέπετε και οι δυο σας… έχω να τελειώσω κάτι.
Έτσι είπε και μας γύρισε την πλάτη ατάραχος. Άκουσα για λίγο τα βήματά του και μετά τίποτα. Σίγουρα θα είχε καθίσει μπροστά απ’ το κομπιούτερ του. Ο Κώστας όπως τον άφησα, αλλά με μια καλλονή για παρέα. Δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα τώρα. Ήθελα να φύγω, να εξαφανιστώ, όμως από την άλλη ήθελα και να μάθω, να καταλάβω. Έκανα την ερώτηση που είχα στην άκρη της γλώσσας μου.
--Θέλει ακόμη να πάει στο Νεπάλ; Με το κεφάλι έδειξα κατά το μικρό σκοτεινό διάδρομο, που είχε καταπιεί τον Κώστα. Φόρεσα ένα αμήχανο χαμόγελο και μια δόση ειρωνείας στη φωνή για ν’ αμυνθώ. Μέσα μου σκεφτόμουνα κιόλας ότι αυτή η γυναίκα θα με κοίταζε απορημένη και θα με ρωτούσε όπως η Σούλα στο τηλέφωνο. Ποιο Νεπάλ; Αλλά έπεσα έξω.
--Φεύγουμε αύριο. Είμαστε ομάδα. Ο Κώστας μας βρήκε μέσω του ίντερνετ. Θα πάρει κι αυτός μέρος στο ντοκυμαντέρ που ετοιμάζουμε... Νόμιζα ότι το ξέρατε ήδη...

Τρέχω στην Εθνική. Το ραδιόφωνο παίζει ένα απαλό τραγουδάκι.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
 μόνο ο τρόπος που κοιτάνε …

Μου έρχονται δάκρυα.
…Στο Νεπάλ ο νους χάνει την αλαζονεία του να προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα.
Κι αν χαλαρώσω; Αναρωτιέμαι. Κι αν πάψω να ζητώ παντού εξηγήσεις; Κι αν αφεθώ στο ρεύμα και σταματήσω να βλέπω πρώτα το καλούπι και μετά το περιεχόμενο; κι αν νιώσω τη ροή του χρόνου όπως κυλάει αδιάκοπα;
Ένας κόκκος άμμου και μια ζωή ξεχωριστή...
 
Πιάνω τη δεξιά λωρίδα του δρόμου και αφήνω τις νταλίκες να προσπερνάνε σφυρίζοντας. Πηγαίνω στο Νότο. Εκεί ο ήλιος φωτίζει λαμπρότερα τον κόσμο.

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή: Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας, 2011, σελ. 67

Σημ: Η φωτογραφία που συνοδεύει το διήγημα είναι από την ανάρτηση της της φίλης Lilia Tsouva απ΄ το φβ.  (https://www.facebook.com/photo.php?fbid=2368290163418085&set=a.1388651261381985&type=3&theater)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο