προαγωγή



– Ο καθένας μας είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Καταλαβαινόμαστε όταν οι κόσμοι μας ακουμπήσουν ο ένας στον άλλον. Οι τεμνόμενοι κόσμοι των ανθρώπων επικοινωνούν και δημιουργούν[1].  

Καθόλου δεν το περίμενε η Ευτέρπη πως η εκδήλωσή τους θα είχε τέτοια επιτυχία. Γι αυτό κι όταν είδε τον κόσμο να συρρέει στο κτίριο της Δημαρχίας κι έμαθε πως το μεγάλο κανάλι της χώρας αναφέρθηκε με τρόπο κολακευτικό στη δουλειά  τους, ένιωσε μέσα της ένα βαθύ φούσκωμα. Μια αίσθηση πνευματικής ηδονής, κάτι σαν ερωτική ευφορία. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει με πάθος για πράγματα που, ενώ τα σκεφτότανε κείνη τη στιγμή, - έτσι της φαινόταν – όμως βγαίνανε έτοιμα και συγκροτημένα λες και ωρίμαζαν καιρό πολύ μέσα της. Η Ευτέρπη γύριζε από παρέα σε παρέα, από τραπέζι σε τραπέζι και μιλούσε για τη θεωρία των τεμνόμενων κόσμων πρώτη φορά εκείνο το βράδυ της μεγάλης εκδήλωσης. Πολλοί την ακούγανε και σχολιάζανε, άλλοι φέρνανε αντιρρήσεις και μερικοί βέβαια φαινόντουσαν πολύ βαριεστημένοι. 
Μια γυναίκα ωστόσο, που έμοιαζε να μην γνωρίζει κανέναν, όλο το βράδυ δεν είχε χάσει ούτε μια κουβέντα από όσες έλεγε η Ευτέρπη. Την ακολουθούσε σχεδόν από πίσω και κρατούσε σημειώσεις.

Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα μικρό σημειωματάριο, είχε λυγίσει λίγο το γόνατό της και, ακουμπώντας σ’ αυτό, έγραφε πολύ βιαστικά. Έμοιαζε συνεπαρμένη από αυτή την ασχολία, σα να προσπαθούσε να γράψει όλο και πιο γρήγορα, να μη χάσει τίποτα από όσα έβλεπε, άκουγε, μάθαινε. Κρατούσε ένα μικρό λεπτό στυλό, σαν κοντό κατσαβίδι και προσπαθούσε να σταθεί στο ένα πόδι, στη μέση σχεδόν της αίθουσας, μακριά από όλους τους τοίχους. Σ’ αυτή την άβολη θέση, ξαφνικά και τελείως απρόσμενα και για την ίδια μάλλον, κάποια στιγμή, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε φαρδιά πλατιά στα γκρίζα πλακάκια του δαπέδου. Μια σοβαρή, προσεκτικά ντυμένη γυναίκα με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, πόσο μάλλον όταν κάτω από τη λεπτή της φούστα, δεν υπήρχε άλλο ρούχο κανένα και μόνο η αποτριχωμένη ώριμη σάρκα, ψηλά πολύ, ανάμεσα στα μπούτια. Δοκίμασε να σηκωθεί και στήριξε στα πλακάκια το δεξί της χέρι, εκείνο που κρατούσε το μολύβι σαν κατσαβίδι. Γλίστρησε όμως περισσότερο και η φούστα σηκώθηκε ψηλότερα, αποκαλύπτοντας έτσι όλη την περιοχή του αιδοίου…
--Δε φοράει εσώρουχο! Γούρλωσαν τα μάτια οι δημοσιογράφοι και η Ευτέρπη για μια στιγμή κοκάλωσε, αλλά μετά σήκωσε τους ώμους. Τι την ένοιαζε αυτή αν μια άγνωστη γυναίκα δεν ήθελε να φοράει εσώρουχα. Και πολύ γρήγορα, πριν αδειάσει η αίθουσα του Πολιτιστικού κέντρου, είχε ξεχάσει κιόλας το περιστατικό

Γι αυτό, όταν την άλλη μέρα  κατά τις δέκα, η ίδια εκείνη γυναίκα, που είχε δείξει σ’ όλη την αίθουσα το γυμνό της αιδοίο, χτύπησε το κουδούνι της Ευτέρπης, εκείνη την υποδέχτηκε τελείως ανυποψίαστη.
--Λέγομαι Αλέκα Δημητρίου και ενδιαφέρομαι πολύ να σας γνωρίσω, συστήθηκε η γυναίκα απλώνοντας το χέρι και επιχείρησε να χαλαρώσει τη σφιγμένη της έκφραση με ένα χαμόγελο. Κάνω μια εργασία και ενδιαφέρομαι να μου δώσετε διευκρινίσεις για τις απόψεις που διατυπώσατε στην χθεσινή εκδήλωση, δικαιολόγησε την επίσκεψή της.
Η Ευτέρπη την κοίταξε παραξενεμένη και έβγαλε τα πλαστικά γάντια που φορούσε – περιποιότανε τα φυτά της εκείνη την ώρα, όπως έκανε κάθε Σάββατο πρωί. Άπλωσε τυπικά το δεξί χέρι, δείχνοντας ταυτόχρονα στη γυναίκα μια κάπως παλιωμένη καρέκλα για να καθίσει. Ύστερα στάθηκε κρατώντας τα γάντια με το αριστερό και ρώτησε ευγενικά.
--Θέλετε λίγο καφέ; είναι ακόμη ζεστός. Προχώρησε στην κουζίνα, που βρισκόταν απέναντι απ’ την είσοδο και ξαναρώτησε από κει.
--Πόση ζάχαρη; δεν πήρε όμως απάντηση κι έτσι ξαναμπήκε στο καθιστικό, κρατώντας δυο φλιτζάνια καφέ και το κουτί με τη ζάχαρη.  
Η κ. Δημητρίου έκανε διάφορες ερωτήσεις. Πώς ξεκίνησε η ομάδα την συνεργασία της, πώς δουλέψανε μαζί, τι προβλήματα αντιμετώπισαν, ποιοι τους βοήθησαν, ποιοι τους πολέμησαν, πώς φτάσανε στο υπέροχο αποτέλεσμα της εκδήλωσης. Ύστερα ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα για την άποψη που διατυπώθηκε προφορικά, όπως είπε, στην εκδήλωση για τους τεμνόμενους κόσμους: «Είμαστε οι άνθρωποι σαν τους κύκλους! Πρέπει οι κύκλοι να έρθουν κοντά, να γίνουν εφαπτόμενοι και να δημιουργήσουν τομή. Οι ελεύθεροι ανεξάρτητοι κύκλοι ετοιμάζονται γι αυτή τη στιγμή. Πρέπει να ετοιμαστούν καλά, να οργανώσουν την προσέγγιση, να υπολογίσουν την τομή, να μην αφανιστεί ο ένας κύκλος μέσα στον άλλον, αλλά ούτε να μείνει το σμίξιμο ένα μικρό, μίζερο αγκάλιασμα. Η τέχνη της τομής! Αυτό είναι το ζητούμενο. Μόνο τότε συμβαίνει το θαύμα!»
Διάβασε η γυναίκα από το μπλοκάκι τις σημειώσεις και η Ευτέρπη την άκουσε σφιγμένη. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει στην άγνωστη γυναίκα αλλά δε σκέφτηκε και την εναλλακτική, να τη διώξει από το σπίτι της. Στην αρχή απαντούσε ανόρεχτα, όμως σιγά -σιγά παρασύρθηκε από ενθουσιασμό και άρχισε να θυμάται τα πάντα. Καθώς μάλιστα το έργο της ομάδας τους, είχε μόλις ολοκληρωθεί και οι εμπειρίες ήταν ακόμη αταξινόμητες στη μνήμη, τα έβαζε τώρα με την κουβέντα όλα στη σειρά και κατέληγε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα και εξηγήσεις. Η Δημητρίου σημείωνε τα πάντα. Αυτό, το ότι δηλ. κάποιος κρατούσε τόσο ευσυνείδητες σημειώσεις για όσα έλεγε, κολάκεψε την Ευτέρπη, και καθώς δεν είχε φανταστεί ότι όσα έλεγε μπορεί να είχαν αξία και για άλλους, συχνά χαμογελούσε συγκαταβατικά βλέποντας τη βιασύνη με την οποία πηγαινοέφερνε το στυλό πάνω στο τετράδιο τούτη η σφιγμένη γυναίκα. Μέσα της μάλιστα τη λυπότανε κιόλας, που άφηνε στο σπίτι το μικρό της παιδί, δυο χρονών ήταν όπως είπε κάποια στιγμή, για να τρέχει να μαθαίνει πώς σκέφτεται και πώς ενεργεί ένας ξένος άνθρωπος. Γι αυτό κυρίως, όταν κάποτε σταματήσανε να μιλάνε για τους τεμνόμενους κόσμους, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της και έβγαλε ένα χειρόγραφο.
–Εδώ έχω συγκεντρωμένες διάφορες σκέψεις μου. Μπορείς, αν θέλεις να ρίξεις μια ματιά. Και όταν είδε την απληστία της Αλέκας, όπως την έλεγε πια, για τις προχειρογραμμένες σημειώσεις, την κράτησε και για φαγητό – είχε ήδη περάσει το μεσημέρι – την κέρασε ακόμη και γλυκό κυδώνι, αυτό που άρεσε πολύ στον άντρα της και κανένας άλλος δεν τολμούσε να το αγγίξει χωρίς συνέπειες. Μόνο όταν γύρισε τελικά να φύγει και την ξεπροβόδιζε στην εξώπορτα – πίσω τους βρισκόταν η ανοιχτή μπαλκονόπορτα, οι αχτίνες του ήλιου μπαίνανε λοξά μέσα – μόνο τότε έπεσε το βλέμμα της στην ανοιχτή περιφέρεια των γλουτών της επισκέπτριας. Κάτι της έκανε εντύπωση, όμως δεν μπόρεσε να προσδιορίσει πως ήταν η απουσία οποιουδήποτε εσώρουχου κάτω από το λεπτό ύφασμα της μαύρης φούστας.
Η Ευτέρπη δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ αλλά και το επόμενο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι και όλο ένιωθε σαν κάτι να της βαραίνει το στήθος. Την Δευτέρα το πρωί, δεν είπε τίποτα για το γεγονός, σε κανένα απ’ το γραφείο ούτε και στην Ειρήνη που είχαν την πιο στενή και μαγική συνεργασία.  Στο πίσω μέρος του μυαλού της ένα απροσδιόριστο άγχος τη βάραινε σα να είχε προδώσει τους φίλους της. Ένιωθε πως παρασύρθηκε από μια ηλίθια ματαιοδοξία και πίστεψε το ενδιαφέρον που κολάκευε την φιλοδοξία της. Ντρεπότανε που εμπιστεύτηκε μια άγνωστη. Τώρα παρακαλούσε να μη γίνει τίποτα κακό, όμως το προαισθανότανε το κακό να έρχεται.
Και ήρθε τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το σοβαρό μηνιαίο περιοδικό του κλάδου, Καινοτομίες. Σε περίοπτη θέση με τη φωτογραφία και την υπογραφή της Αλεξάνδρας Δημητρίου δημοσιευόταν ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «Από την θεωρία στην πράξη».
­–Όλα όσα κάναμε εμείς! είπε η Ειρήνη ψάχνοντας βιαστικά να διακρίνει τα ονόματά τους. Όμως τα στοιχεία τους δεν υπήρχαν πουθενά! Όλο το έργο και η θεωρία που το υποστήριζε, εμφανιζόταν ως επίτευγμα της εικονιζόμενης, Αλεξάνδρας Δημητρίου! Τρεις ολόκληρες σελίδες για να στηρίζουν μια πρωτότυπη, όπως παρουσιαζόταν, θεωρία των τεμνόμενων κόσμων. Πώς μπορεί μια ομάδα να συνεργαστεί και να επιτύχει τους κοινούς στόχους της, όταν τα άτομα που συμμετέχουν είναι ετερόκλητα αλλά συνδέονται με εσωτερικές αόρατες επαφές. Έτσι έλεγε, επαφές. Και όλη η δραστηριότητα που παρουσιάστηκε στην πετυχημένη τους εκδήλωση χρησιμοποιούνταν από την συντάκτρια για να αποδείξει τη θεωρία της – έτσι την αποκαλούσε – ότι τα καλύτερα αποτελέσματα και τα ωραιότερα έργα προέρχονται από εσωτερική ανθρώπινη ανάγκη και από μια συνεργασία που έχει στοιχεία ερωτικά. Γιατί πίσω από κάθε πηγαία ανθρώπινη δραστηριότητα – ισχυριζότανε το άρθρο – υπάρχει μόνο ο έρωτας...
Η Ευτέρπη δε διάβασε παρακάτω. Σήκωσε το κεφάλι στο ταβάνι με το πρόσωπο γεμάτο δάκρυα.
--Είναι οι σημειώσεις μου!
Ήταν απαρηγόρητη. Όταν σχολάσανε αντί να γυρίσουν στα σπίτια τους  χωθήκανε με την Ειρήνη σ’ ένα γειτονικό καφενείο σχεδόν άδειο, που όμως μια ξανθιά γυναίκα έψηνε ωραίους μεζέδες. Ο ιδιοκτήτης στρογγυλοπρόσωπος με κόκκινα μάγουλα σερβίριζε χαμογελαστός όλο ευγένεια χταποδάκι στα κάρβουνα, γαύρο τηγανισμένο με φρέσκο κρεμμυδάκι, γίγαντες και τυροκαυτερή. Το ούζο Μυτιλήνης είχε μια ελαφριά γλυκάδα, όπως το αραιώσανε με νερό και παγάκια.
 --Το ετοίμαζα εγώ, ήθελα να το δημοσιεύσω κάποτε, έγραφα σ’ ένα τετράδιο κρυφά από όλους τις σκέψεις μου. Σκέφτηκα στ’ αλήθεια μια θεωρία στηριγμένη σε τούτο το έργο, που εγώ το βίωσα με τρόπο μαγικό. Ακόμη και ο έρωτας, που τρύπησε την καρδιά μου, μέσα από όλη τούτη την αναζήτηση ήρθε. Αυτός πάνω απόλα ταρακούνησε το μυαλό μου και τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα… Έβαλε κι άλλο ούζο στο ποτήρι ποτήρι, παραγγείλανε και δεύτερο καραφάκι.
--Με χαύωσε, όπως έλεγε η γιαγιά μου. Φάνηκα ηλίθια και πιάστηκα κορόιδο. Τσίμπησε την ελιά που ήτανε γαρνιτούρα στην τυροκαυτερή την κράτησε καρφωμένη στο πηρούνι της και την κύτταξε κάμποσο με ένταση.
--Θέλω να πάθει κακό. Να αρρωστήσει, να βγάλει σπυριά, να μη δει καμιά χαρά στα σκέλια της, έτσι που να στριφτεί η μούρη της και αντί για σάλιο να έχει στο στόμα της φαρμάκι.…είπε σοβαρά και αμέσως μετά τα μάτια της πίσω από τα γυαλιά βουρκώσανε.
--Με κορόιδεψε, με έκλεψε, μου έβγαλε στο σφυρί ό, τι πιο πολύτιμο είχα.
Η Ειρήνη κοίταζε τη φίλη της λυπημένη. Δεν ήξερε τι να πει. Έφερνε στο νου της τη γυναίκα που ήρθε στη γιορτή τους χωρίς εσώρουχο και προσπαθούσε να καταλάβει. Μια καθώς πρέπει εμφάνιση, συντηρητικό πουκάμισο, σεμνή φούστα, κλασικές γόβες, μαλλιά τραβηγμένα πίσω. Όμως γιατί δεν φορούσε κυλόττα; Πώς γινόταν μια καθώς πρέπει γυναίκα με φιλοδοξίες και δυναμισμό να κυκλοφορεί έτσι σε μια σοβαρή εκδήλωση; Ποια ανομολόγητη ανάγκη – ή μήπως κρυφή διαστροφή; – την υποχρέωνε να εκθέτει έτσι την υπόληψή της; Μήπως για να μη μαρκάρει το εσώρουχο μέσα από ένα στενό ρούχο; Μα εκείνη φορούσε στην εκδήλωση μια φαρδιά φούστα. Τη θυμόταν καλά όπως σηκώθηκε ψηλά, πολύ ψηλά…. Κι αν ηδονιζόταν; Μπορεί να έβρισκε ευχαρίστηση έτσι όπως τα πόδια ελεύθερα χαϊδεύανε τη σάρκα… Η μήπως υπήρχε άλλος λόγος; Κι αν ήταν επιδειξιομανής; Κι αν δεν γλίστρησε τότε, αλλά επίτηδες άνοιξε τα πόδια;
Πριν αφήσουν το καφενείο είχε αποφασίσει να ερευνήσει για  την Αλεξάνδρα Δημητρίου κρυφά από την Ευτέρπη με τη βοήθεια του Φώτη, ενός παλιού συμμαθητή της που το αρέσανε τα μυστήρια
Και η Ευτέρπη όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Προσπάθησε να βρει άκρη με το άρθρο και το περιοδικό, όμως κανείς δεν πίστευε τους ισχυρισμούς της. «Δεν έχετε αξιόπιστα στοιχεία, τα συναισθήματά σας δεν αποδεικνύονται και δεν αποτελούν γεγονότα» της απαντούσαν. Μόνο αν προσέφευγε στη Δικαιοσύνη…, της έλεγαν.

Ήρθαν οι γιορτές - γλυκά, φωτάκια στα μπαλκόνια, γιρλάντες, επισκέψεις και ταξίδια – και περάσανε. Οι υπάλληλοι ξαναπιάσανε τις καρέκλες και τα γραφεία τους και, τότε το είδανε το όνομα, να φιγουράρει στον κατάλογο με τους νέους τομεάρχες. Ήταν τρίτο στη σειρά: Δημητρίου. Κάτω από το επώνυμο Βροντάκης και πριν από το Κάππος. Για έναν τέτοιο στόχο λοιπόν η κ. Αλέκα έκλεβε τις ξένες ιδέες! Και θα συνέχιζε βέβαια να αναζητάει πάντοτε καινούρια θύματα, αφού υπήρχαν και ανώτεροι βαθμοί στην ιεραρχία του οργανισμού…

Η Ευτέρπη εκείνο το απόγευμα ήταν αμίλητη. Ακόμη και στην Ειρήνη δεν έδινε σημασία. Κι ας προσπαθούσε εκείνη να της κινήσει το ενδιαφέρον.
–Δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα η γυναίκα. Να μου το θυμηθείς! Κλέβει συστηματικά τον κόπο και τον ιδρώτα των άλλων. Μου τα είπε όλα ο Φώτης.  Του ζήτησα ξέρεις να ψάξει. Είναι μανούλα σ’ αυτά ο Φώτης.
Η Ευτέρπη όμως δε ρώτησε ποιος ήταν Φώτης, ούτε θέλησε να μάθει λεπτομέρειες. Τακτοποιούσε όλο σπουδή τα πράγματά της πάνω στο γραφείο, έδιωχνε κάτι ψίχουλα και συνέχιζε να σκουπίζει σχολαστικά τη γυαλιστερή επιφάνεια χωρίς να δίνει σε κανένα σημασία πέρα από αυτό.
–Με τον εαυτό μου τα έχω, μουρμούρισε, κάποια στιγμή σα να κανόνιζε τα πράγματα μέσα της, σα να έδιωχνε από κει κάθε τι περιττό. Όταν σχολάσανε, χαιρέτησε αφηρημένα τη φίλη της και μόνη μπήκε στο αμάξι. Δεν πήγε όμως στο σπίτι της. Πήρε την παλιά Εθνική, πέρασε τα ναυπηγεία, τις στροφές και πλησίασε τον ανοιχτό ορίζοντα της θάλασσας. Ο ήλιος χαμήλωνε. Σε λίγο ο ουρανός θα άλλαζε χίλια χρώματα. Σταμάτησε στην άκρη να αγναντέψει το τοπίο και τότε το είδε το όμορφο δέντρο στολισμένο υπέροχα.
Είχε ξεχάσει πως οι αμυγδαλιές ανθίζουν τον Ιανουάριο! Πριν τελειώσει ο χειμώνας και ενώ όλη η φύση ακόμα κρυώνει.
Την άλλη μέρα πήγε ευδιάθετη στο γραφείο κρατώντας μια αγκαλιά αμυγδαλιές. Έδωσε σε όλους χαμογελώντας. 
--Μια πράξη γενναιοδωρίας από τη Φύση, ψιθύρισε στην Ειρήνη, που την κοίταζε παραξενεμένη.

Δυο μήνες αργότερα οι εφημερίδες γράψανε για «τον βιασμό της τομεάρχου Αλέκας Δημητρίου από άγνωστο άντρα».  Η άτυχη γυναίκα δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, διηγιότανε το ρεπορτάζ, ούτε κανείς μπόρεσε να τη βοηθήσει, αφού ο βιαστής είχε συνεργό που απασχολούσε τη γραμματέα, όσο εκείνος εκτελούσε το έργο του. Την είχαν βρει λιποθυμισμένη πάνω στη μοκέτα, γεμάτη μελανιές. Ήταν μισόγυμνη, με σκισμένη τη φούστα και το καλτσόν. Όσο κι αν έψαξαν όμως, δεν βρήκαν πουθενά το εσώρουχό της, πράγμα που οδηγεί τις αστυνομικές αρχές να υποθέσουν ότι ο βιαστής πήρε το εσώρουχο μαζί του, κατέληγε ο δημοσιογράφος...
–Κι όμως οι αρχές κάνουν λάθος; είπε η Ειρήνη, όρθια δίπλα στο γραφείο της Ευτέρπης που την περίμενε να τελειώσει το διάβασμα της είδησης. Η γυναίκα απλά δε φορούσε εσώρουχα! 
Ήταν πια Απρίλιος και το φως έκανε τον κόσμο λαμπερό.
--Ο βιασμός μιας γυναίκας είναι έγκλημα! μουρμούρισε σαστισμένη η Ευτέρπη σοβαρή  και γύρισε προς τη φίλη της με ξαφνικό τρόμο. Δεν πιστεύω να ανακατεύτηκες;
Η Ειρήνη είχε γίνει κι εκείνη πολύ σοβαρή.
–Ακόμη κι αν το πιστεύω ότι της άξιζε, όμως όχι δεν θα έφτανα ως εκεί! Είμαι κι εγώ γυναίκα βλέπεις. Ύστερα έσκυψε στη δουλειά της χωρίς άλλη κουβέντα. Για λίγο στην αίθουσα δεν ακουγότανε τίποτα.
Αργότερα, η Ευτέρπη δίπλωσε την εφημερίδα στα τέσσερα με μια μηχανική κίνηση και τακτοποίησε τα πράγματά της όπως όταν έφευγε απ’ το γραφείο
–Νομίζω ότι πρέπει να γράψω τη δική μου εκδοχή για τους τεμνόμενους κόσμους, είπε αργά και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τακτοποιημένο τραπέζι πολύ συλλογισμένη.

Πράγματι. Η Ευτέρπη έγραψε τη θεωρία της όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά αυτό δεν μας αφορά προς το παρόν. Εκείνο που ίσως μας ενδιαφέρει, είναι ότι η Αλεξάνδρα Δημητρίου δεν ανέβηκε άλλο στην ιεραρχία της υπηρεσίας της. Ζήτησε μετάθεση και την έστειλαν στην επαρχία. Εγκαταστάθηκε εκεί με το γιο της. Ο άντρας της δεν την ακολούθησε. Έτσι κι αλλιώς δεν μοιράζονταν και πολλά πράγματα οι δυο τους, από τότε που – έγκυος τεσσάρων μηνών – τον έπιασε να κάνει έρωτα με μια άλλη γυναίκα. Γυρίζοντας νωρίτερα απ’ τη δουλειά – κάτι ενοχλήσεις της εγκυμοσύνης – την  είδε την ξένη γυναίκα ξαπλωμένη πάνω στο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας τους, με όλα της τα ρούχα. Μόνο εσώρουχο δεν φορούσε. Είχε σηκωμένη τη φαρδιά της φούστα, ανοιχτά τα πόδια και αποτριχωμένη την ευαίσθητη περιοχή. Ο άντρας έτσι εύκολα έβρισκε τον ποθούμενο στόχο. Ο κάθε άντρας, ακόμη και ο δικός της. 



[1] Καιρό μετά από τη δημιουργία αυτού του διηγήματος, αγαπητός συνάδελφος μαθηματικός τυχαία μου μίλησε για «το πρόβλημα της κυρίας Μίνιβερ» («Mrs Miniver’s problem»). Έκπληκτη τον άκουγα να μου αναλύει πώς μια συγγραφέας έδωσε την έμπνευση σε μαθηματικούς να επιχειρήσουν μαθηματική διατύπωση των ανθρώπινων σχέσεων. Η εξίσωση δεν έχει τελεσίδικη λύση, εξήγησε ο εκλεκτός συνάδελφος. Μόνο με τη μέθοδο «(βλ. Louis A. Graham, Ingenious
δοκιμής και πλάνης» μπορεί να βρεθεί μια και μοναδική λύση, κάθε φορά και διαφορετική.
Mathematical Problems and Methods, Dover Books on Mathematics, 1959.)



Ελένη Γούλα, Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών ... και έρθει ο καιρός των δέντρων, Μανδραγόρας, 2015, σελ 39-46

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

τουβαλίθι vs τάπερ

αποβροχάρης

από τον πάγκο